Παρόλο που είμαι λάτρης του concept των αξιολογικά ιεραρχημένων λιστών οποιασδήποτε φύσεως (λ.χ από αυτή με τις αγαπημένες μου ταινίες επιστημονικής φαντασίας μέχρι της...λαϊκής), πιστεύω πως πλέον η πραγματικότητα και ο κόσμος της pop κουλτούρας έχει γίνει τόσο χαώδης και κατακερματισμένος, που οι λίστες δύσκολα μπορούν να έχουν την αξία που είχαν κάποτε. Πιο συγκεκριμένα όσον αφορά τη μουσική, κοιτάζοντας τις μουσικές λίστες με τα καλύτερα της κάθε χρονιάς των τελευταίων ετών, συνειδητοποιώ πως αυτή η αφρόκρεμα δισκογραφικών επιλογών που κυριαρχεί στις πρώτες δεκάδες ανά έτος, ελάχιστα εκφράζει το τι συμβαίνει πραγματικά εκεί έξω -δεν συνομιλεί με την πραγματικότητα, αλλά μόνο με ένα πολύ συγκεκριμένο πεδίο της. Ανατρέχοντας, όμως, στο βαθύτερο παρελθόν, γίνεται σταδιακά αισθητή η διαφορά του ότι οι εκάστοτε κορυφαίοι δίσκοι, συνελάμβαναν το zeitgeist της εποχής και γι' αυτό πλέον, πολλοί από αυτούς θεωρούνται διαχρονικοί, όχι μόνο στην ηχητική τους διάσταση, αλλά και γιατί αποτυπώνουν τόσο καλά την περίοδο που δημιουργήθηκαν που την διαχέουν στο μέλλον.
Σκεφτόμουν όλα τα παραπάνω με αφορμή την αναπροσαρμογή στην οποία προχώρησε το Rolling Stone στην κλασική λίστα με τα 500 καλύτερα άλμπουμ όλων των εποχών, η οποία είχε δημοσιευτεί για πρώτη φορά το Δεκέμβριο του 2003. 17 χρόνια μετά, η νέα της ανανεωμένη εκδοχή, όπως αυτή διαμορφώθηκε από περισσότερους από 300 καλλιτέχνες, κριτικούς, μουσικούς παραγωγούς και πρόσωπα κλειδιά της μουσικής βιομηχανίας, προσεγγίζει πολύ περισσότερο τις αλλαγές που έχουν συμβεί μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια τόσο σε επίπεδο καθαρής, σπουδαίας δισκογραφικής παραγωγής, όσο και στην αντίληψη και τον τρόπο του ο μουσικός κόσμος προσλαμβάνει το παρελθόν με τα νέα δεδομένα. Σκρολάροντας (ή ξεφυλλίζοντας) κανείς τη λίστα, συνειδητοποιεί εύκολα πως οι αλλαγές δεν είναι κοσμογονικές. Σίγουρα, όμως, περνούν το μήνυμα της πιο ευρείας και πλουραλιστικής εκπροσώπησης, σε αρμονία με τον τρόπο που θέλουμε να πιστεύουμε πως συμβαίνει στο παρόν των κοινωνιών μας. Χωρίς όμως να αλλοιώνεται η ουσία, δηλαδή η ουσιαστική ποιότητα των δίσκων. Έτσι, υπάρχουν περισσότεροι δίσκοι από μαύρους μουσικούς και από γυναίκες, με την πιο τρανταχτή διαφορά να αποτυπώνεται στην κορυφή όπου εκεί πλέον δεν βρίσκονται οι Beatles με το Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band, αλλά ο Marvin Gaye και το What’s Going On, αποτυπώνοντας έτσι πλήρως τη τάση της εποχής. Επιπλέον, όπως είναι φυσιολογικό, προστέθηκαν κάτι λιγότερο από 100 δίσκοι από τον αιώνα που διανύουμε, αλλά αυτό που παρουσιάζει περισσότερο ενδιαφέρον, είναι πως μέσα στη λίστα υπάρχουν 70 νέοι δίσκοι από το παρελθόν οι οποίο δεν υπήρχαν στην προηγούμενη, πρωταρχική εκδοχή. Πέρα από τις ανακατατάξεις, λοιπόν, στην κορυφαίες θέσεις, που κατά την γνώμη μου εξυπηρετούν κυρίως politics παρά ουσία σε ορισμένες περιπτώσεις, η αλήθεια στον τρόπο που ανατιμάμε και επαναξιολογούμε το παρελθόν με τα μάτια του σήμερα, βρίσκεται στους παραπάνω 70 δίσκους. Γιατί εκεί, κυρίως, αποκρυσταλλώνεται, το «πώς αλλάζουν οι καιροί».
Είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω τη νέα ταινία του φοβερού και τρομερού Aaron Sorkin στην επίσημη πρεμιέρα της στην Ελλάδα, το The Trial Of The Chicago 7 που πολύ σύντομα θα ανέβει και στο Netflix. Πρόκειται για μία αληθινή ιστορία, η οποία αποτυπώνει τα γεγονότα διαμαρτυρίας που έλαβαν χώρα στο Σικάγο κατά το Εθνικό Δημοκρατικό Συνέδριο του 1968 και οδήγησαν 7 ηγετικά μέλη διαφόρων οργανώσεων της ριζοσπαστικής αριστεράς στο ειδώλιο του κατηγορουμένου. Η ταινία εκτυλίσσεται κατά κύριο λόγο μέσα στη δικαστική αίθουσα, όπως κάθε δικαστικό δράμα που σέβεται τον εαυτό του, ανατρέχοντας στο πρόσφατο παρελθόν για να ρίξει φως στα αληθινά γεγονότα ως έχουν, και όχι όπως αυτά μπορεί να παραμορφώνονται κατά τη διάρκεια μίας δίκης. Παρόλο που δεν πρόκειται για κάποιο τεράστιο κινηματογραφικό επίτευγμα και έχει φτιαχτεί με οσκαρική λογική, είναι μία ταινία που σε βυθίζει στη θέση σου, διεκδικεί πλήρως τη προσοχή σου, σε αναγκάζει σε έντονες αντιδράσεις με τους σπιρτόζους διαλόγους της, προσφέρει στοχευμένο κοινωνικοπολιτικό σχολιασμό και μερικές εκπληκτικές ερμηνείες, όπως αυτή του Eddie Redmayne ως ο πολιτικός ακτιβιστής Tom Hayden ή η σύντομη του Michael Keyton ως ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης, William Ramsey Clark. Όσο ο καιρός παραμένει ζεστός, είναι μία ταινία που αξίζει να σας φέρει για μία τελευταία φορά σε ένα θερινό κινηματογράφο.
Άργησα να τη πάρω είδηση, αλλά η σειρά Devs του ονόματος-εγγύηση στον χώρο της επιστημονικής φαντασίας Alex Garland, είναι μία εκπληκτική, υπερσύγχρονη σειρά που δίνει ξανά ζωή σε ένα είδος που μας έχει πεθάνει στις ξαναζεσταμένες συνταγές και τη τοξική νοσταλγία. Είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς για το Devs χωρίς να αποκαλύψει σημαντικές αλήθειες που καλό είναι να τις ανακαλύψει ο θεατής, αλλά μπορεί να πει κανείς πως πρόκειται για μία από τις πιο σπουδαίες, τηλεοπτικές απόπειρες των τελευταίων ετών. Έχει προσπαθήσει να βάλει στο τραπέζι με πολύ ζωντανό, καθώς και βαθιά φιλοσοφικό τρόπο, θέματα όπως η ελεύθερη βούληση, το πεπρωμένο, η ατομική απόφαση, ο άνθρωπος ως μία πολύ προβλέψιμη ύπαρξη που δεν μπορεί να αποφύγει τη πορεία του. Παρακολουθώντας το, μάλιστα, αμέσως μετά το Social Dilemma βγάζει ακόμη περισσότερο νόημα και κάτι που μοιάζει ως μία μελλοντολογική απειλή, μετατρέπεται σε μία βαθιά πράξη υπαρξιστικού προβληματισμού.
Αν είστε γνώριμοι με την μουσική του μεταμοντέρνου folk τροβαδούρου από το Ηνωμένο Βασίλειο, Richard Dawson, τότε οπωσδήποτε θα πρέπει να δώσετε μία ευκαιρία στο meta-pop γκρουπ στο οποίο συμμετέχει, με το όνομα Hen Oggled, που σημαίνει Παλιός Βορράς στα ουαλικά. Μπορεί το γκρουπ να βρίσκεται εν ζωή από το 2012, όμως το Free Humans είναι μόλις ο δεύτερος τους δίσκος. Και είναι ένας παράδοξος, ασυνήθιστος pop δίσκος με folk στοιχεία, prog λογική και αναπάντεχα γλυκές μελωδίες. Αν θέλετε κάτι που θα συνοδεύει άνετα τη φασίνα του σπιτιού, αλλά και ένα μοναχικό, μελαγχολικό περίπατο, αυτός είναι ο δίσκος που ψάχνετε.
Άκουσα το «Σε Ύπνο», ένα κομμάτι από το νέο άλμπουμ του εγχώριου project Κυματική Αθηνών και σκέφτηκα κατευθείαν πως αυτό εννοούσε ο Simon Reynolds όταν έγραφε στο Retromania, οτι κάθε έθνος μπορεί δημιουργήσει τη δικιά του hauntology εκδοχή, μέσα στην οποία θα συνυπάρχει η νοσταλγία για το παρελθόν, αλλά και η δίψα για ένα διαφορετικό μέλλον. Όπως γράφουν και οι ίδοι στην περιγραφή του δίσκου, «Το Υπνοδρόμιο από την Κυματική Αθηνών είναι μία εσωτερική ψυχοακουστική διαδρομή από τα πολυφωνικά της Ηπείρου και τα κρητικά μοιρολόγια στους ακουστικούς διαλογισμούς του La Monte Young».