Είχα πολύ καιρό (πριν από τη καραντίνα) να κατέβω στο κέντρο της πόλης για πολύωρη, μοναχική βόλτα και αγορές δίσκων, βιβλίων και όλων αυτών των μικροπνευματικών αγαθών για τα οποία δεν μπορεί κανείς να σε κατηγορήσει πραγματικά για υλισμό, αλλά για φετιχισμό. Και αυτό που κράτησα περισσότερο σε αυτή την αναλογική γύρα είναι οι ζεστές, οικείες συζητήσεις με τους καθημερινούς ανθρώπους που δουλεύουν τα μαγαζιά τους όσο πιο στέρεα μπορούν μετά την πανδημία: Η κοπέλα στο ανθοπωλείο με το διαπεραστικό χαμόγελο έτοιμη να μου εξηγήσει τα πάντα για τα φυτά τριγύρω μου, ο γνωστός βιβλιοπώλης με τα στρογγυλά γυαλιά στη Πολιτεία με τον οποίο πιάσαμε συζήτηση για το Ταξίδι στην Άκρη Της Νύχτας του Louis-Ferdinand Céline, ο ηλικιωμένος κύριος στο μαγαζί με τα ηχεία που μου ανέλυσε ορεξάτος με κάθε λεπτομέρεια τι ηχοσύστημα ταιριάζει στις ανάγκες μου, ο υπάλληλος στο νουντλάδικο που του ζήτησα να μη μου βάλει chopsticks γιατί δεν έχω ιδέα πως να τα χρησιμοποιώ και μου εξομολογήθηκε πως ούτε εκείνος ξέρει. Και τελικά, ο ιδιοκτήτης του Dirty Noise, του δισκάδικου στη Διδότου και αγαπημένου μου της Αθήνας, με τον οποίο πιάσαμε μουσικοφιλικές συζητήσεις απ’ άκρη σε άκρη, όπως θα έπρεπε να συμβαίνει σε έναν πιο δίκαιο κόσμο. Μερικά βιβλία, δύο δίσκοι, μία γλάστρα, ένα ζεστό πιάτο φαγητό και χιλιάδες, ιστορίες πίσω από τους ανθρώπους που ζουν ανάμεσα μας.
Ένα από αυτά τα βιβλία της συγκομιδής ήταν το Space Invaders της χιλιανής συγγραφέως Nova Fernadez Silanes. Πρόκειται ουσιαστικά για το πρώτο βιβλίο που κατάφερα να διαβάσω μετά την καραντίνα (μέσα στην οποία ολοκλήρωσα αργά και απολαυστικά τα 100 Χρόνια Μοναξιά) και ήταν η ιδανική επιλογή για να βρω πάλι αναγνωστικό ρυθμό εν’ όψει του καλοκαιριού. Είναι μία σύντομη νουβέλα, που πραγματεύεται το ζήτημα της λήθης και της παραμόρφωσης της ατομικής και συλλογικής μνήμης, μέσα από το πρίσμα της ενηλικίωσης σε μία κοινωνία υπό καθεστώς δικτατορίας, όπως αυτό του Πινοσέτ στη Χιλή. Η συγγραφέας γράφει για όλα αυτά, έχοντας περάσει τα παιδικά της χρόνια σε αυτή τη κοινωνία, με μία πένα που ισορροπεί ανάμεσα στο ρεαλισμό και τη παραίσθηση, σα να θέλει ακριβώς να μπερδέψει την πραγματικότητα με τη φαντασία όπως ακριβώς το κάνει ενοχικά ολόκληρος ο λαός της για εκείνα τα ντροπιαστικά χρόνια που ακόμη ταλανίζουν τους Χιλιανούς. Το πετυχαίνει και προσκαλεί τον αναγνώστη να συμπληρώσει τα κενά, τις σιωπές, τις στιγμές που η πραγματικότητα ήταν τόσο βαριά και τραυματική που ούτε ένα βιβλίο δεν κατάφερε να χωρέσει.
Ένας δίσκους που άρχισα να ακούω τις τελευταίες ημέρες είναι η νέα δουλειά των My Morning Jacket με τίτλο The Waterfall II, αλλά πριν αρχίσω να την κάνω δικιά μου, επέστρεψα στο ντεμπούτο της μπάντας, πίσω στο μακρινό πλέον 1999, το The Tennessee Fire. Πρόκειται πιθανώς για τη καλύτερη δουλειά του γκρουπ του Jim James, ένα ακατέργαστο, ηχητικά και συναισθηματικά, ταξίδι στα ενδότερα της ύπαρξης μέσα από έναν ήχο-περίληψη του κλασικού, αμερικανικού πενταγράμμου. Το εισαγωγικό κομμάτι είναι μάλλον ένα από τα πιο σπαρακτικά τραγούδια, βαθιάς ανδρική, ερωτικής απόγνωσης που έχουν γραφτεί ποτέ. Αυτό, ναι, το έκανα κατευθείαν δικό μου, ξανά.
Μας έχει μπερδέψει λίγο ο Kanye West. Τη μία κατεβαίνει για πλανητάρχης, μετά μας τα μασάει και τώρα ξαναφαίνεται να είναι στη προεδρική κούρσα της πολιτείας Οκλαχόμα. Και όλα αυτά (μάλλον) για το buzz για το νέο άλμπουμ που έρχεται. Αυτοκαταστροφική διάνοια, ο ορισμός.
Εν αναμονεί της νέας ταινίας Dune, είπα να ξαναπαρακολουθησω την παλιά, δηλαδή την καλύτερη-χειρότερη ταινία του David Lynch και μία από τις πιο τραγικές μεταφορές ενός αριστουργηματικού λογοτεχνικού έπους επιστημονικής φαντασίας σε φιλμ. Είχα ξεχάσει: πόσο άθλιες είναι οι ερμηνείες, πως μία από αυτές είναι του Sting, πως και εδώ κάνει cameo εμφάνιση ο ίδιος ο σκηνοθέτης (που βάζει τα λυντσικά του ακόμη και εδώ), πως η μουσική είναι από τους Toto και τον Brian Eno, πως δεν βλέπεται. Αναμένουμε, λοιπόν, τον Timothy Chalamet ως Paul Atreides για να μπει το Dune στο κινηματογραφικό πάνθεον αλλά και να αναδείξει όλα τα κοινωνικά, ταξικά και περιβαντολλογικά ζητήματα που θίγει, μέσα από τη σκηνοθετική ματιά του Dennis Villenauve, ιδανικού γι αυτή την αποστολή.
Λίγος ακόμη κινηματογράφος: η λίστα του Vulture με τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς μέχρι στιγμής (μετράω μόνο μία και αρχίζω να προβληματίζομαι με τη ζωή μου).
Κάθε καινούργιο άρθρο του Simon Reynolds είναι μία γιορτή για τους μουσικόφιλους που αγαπάνε εξίσου και τις λέξεις. Και, μετά από καιρό, γράφει για τις ηλεκτρονικές εκπλήξεις/ παράδοξα που μπορεί να εντοπίσει κανείς στον πατραπαράδοτο folk ήχο της κλασικής Folkway Records.