Τι δουλειά έχει μια λευκή πετσέτα προσώπου σε σχήμα μπάλας (βρεγμένη από ιδρώτα) στην εσωτερική οροφή του Gagarin;
Ποιος μοιράζει ένα-ένα τα τσιγάρα ενός σχεδόν γεμάτου πακέτου, εν μέσω οικονομικής κρίσης; Η απάντηση και για τα δύο αυτά ερωτήματα κρύβεται πίσω από το όνομα Ian McCulloch. Εκτός από την εξαιρετική του απόδοση την Πέμπτη το βράδυ, είχε και τις ιδιαίτερες στιγμές του.
Πριν από όλα αυτά, όμως, εμφανίστηκαν στη σκηνή του Gagarin οι Rosebleed. Ξέρω πως ο περισσότερος μουσικόφιλος κόσμος τους γουστάρει πολύ, αλλά προσωπικά δεν συμφωνώ. Αποδέχομαι πως ο Βασίλης Αυγουστάκης έχει μια αρκετά ενδιαφέρουσα φωνή και η Δανάη Νίλσεν παίζει πολύ ωραία πλήκτρα. Ωστόσο, τη μία περίπου ώρα στην οποία βρέθηκαν πάνω στη σκηνή, μου φάνηκε σαν να έπαιζαν ένα ενιαίο κομμάτι δίχως καμία διακύμανση. Η μόνη στιγμή που ξεχώρισα είναι ένα καινούργιο τραγούδι τους, το “Libertine”, όπου και η βαθιά φωνή του Αυγουστάκη αλλά και τα πλήκτρα, φάνηκε να μπαίνουν στη θέση που έπρεπε, με μια μελωδία η οποία σου τράβαγε την προσοχή.
Αφού κατέβηκαν από τη σκηνή οι Rosebleed κι έγιναν όλοι οι απαραίτητοι περαιτέρω έλεγχοι, βγήκαν ένας-ένας οι Echo & The Bunnymen. Θα ξεκινήσω με ειδική μνεία στον Ian McCulloch: μαλλιά σηκωμένα ψηλά με δυνατό τζελ (ούτε τρίχα δεν φάνηκε να πέφτει όλη τη νύχτα), γυαλιά ηλίου κι ένα τσιγάρο αναμμένο, που αποτελούσε προέκταση του δείχτη και του μέσου. Τραγουδούσε και τραβούσε τζούρα, τραβούσε τζούρα κι έπινε λίγο νερό, σκουπιζόταν στην (προαναφερθείσα) πετσέτα και ξανάπιανε το μικρόφωνο. Όση ώρα έπαιζε το εκάστοτε κομμάτι ήταν αφοσιωμένος και, παρά τις κλεφτές ρουφηξιές από το τσιγάρο του, η φωνή του ακουγόταν όπως ακριβώς την ξέρουμε. Καμία αλλοίωση, καμία ένδειξη ότι έχει μεγαλώσει. Γιατί μπορεί να έχει μεγαλώσει όντως, αλλά διατηρεί αυτή την ενέργεια και τον ευχάριστο σνομπισμό. Το τελευταίο είναι ένα στοιχείο που διαισθάνεσαι ότι υπάρχει, αλλά δεν τον απομακρύνει καθόλου από το κοινό του. Ο McCulloch έκανε την πλάκα του και μιλούσε όσο ακριβώς χρειαζόταν.
Θα ήταν αστείο να μιλήσω για τον ήχο των Echo & The Bunnymen. Γερόλυκοι στις συναυλίες, φάνηκε από το πρώτο κιόλας δευτερόλεπτο ότι το Gagarin θα ζούσε μεγάλες στιγμές. Όλα τα όργανα ακούγονταν ενωμένα-δυνατά, με το σύνολο να παραπέμπει σε ηχογραφημένη δουλειά. Και οι κιθάρες και τα πλήκτρα και τα ντραμς έκαναν ακριβώς εκείνο που έπρεπε να κάνουν για μην ξεχωρίσει κάτι από όλα αυτά, αλλά για να φτάνει σε μας ένα ομοιόμορφο αποτέλεσμα. Τα ηνία της εμφάνισης, φυσικά, κατείχε ο leader της μπάντας –με τους υπόλοιπους να παίζουν ήσυχα κι ωραία τον ρόλο τους. Λίγα παραπάνω φώτα της δημοσιότητας έπεσαν στον πληκτρά, όλες τις φορές που μπήκαν και βγήκαν οι Echo & The Bunnymen, καθώς ήταν ο τελευταίος που έφευγε από τη σκηνή και μας χαιρετούσε δίχως τους υπόλοιπους (πότε με γυαλιά μυωπίας και πότε χωρίς).
Το setlist της βραδιάς δεν θα μπορούσε κατά τη γνώμη μου να είναι καλύτερο. Ή μάλλον, για να το θέσω πιο ορθά, αν έπρεπε να ευχαριστηθούν όλοι, αυτή η βραδιά θα κρατούσε 3 ώρες και όχι μιάμιση που διήρκεσε στην πραγματικότητα. Καθώς κάτι τέτοιο θα ήταν ανέφικτο, καλοδέχτηκα, μεταξύ άλλων, τα “Killing Moon”, “Cutter”, “Seven Seas” και “Villiers”. Το πρώτο από αυτά –για να δικαιολογήσω τον σνομπισμό που έλεγα και πριν– ο McCulloch το χαρακτήρισε ως «το καλύτερο τραγούδι που έγραψα ποτέ». Κάπου διάβασα ότι είπε «το καλύτερο τραγούδι όλων των εποχών», δεν είμαι σίγουρη, όμως. Όπως και να έχει, το συμπέρασμα είναι προφανές. Για να επανέλθω, το αξιομνημόνευτο σημείο της βραδιάς σημειώθηκε προς το τέλος της, στο encore: “Nothing Lasts Forever” και αλλαγή επί σκηνής με το “Lips Like Sugar”, με εμβόλιμη μουσική από το “Walk On The Wild Side” του Lou Reed.
Ειδικά σε εκείνο το κομμάτι κάποιος θα περίμενε να γίνεται ο κακός χαμός από κάτω. Μεγάλο λάθος. Ενώ υπήρχαν εστίες ενθουσιασμού καθ' όλη τη διάρκεια της βραδιάς, ποτέ αυτές οι εστίες δεν αποτέλεσαν πυρήνα. Πολύ χειροκρότημα, δεν λέω, κατά τα άλλα σκόρπιες φωνές από ’δω και σκόρπιες χορευτικές κινήσεις από ’κει. Το κοινό, μεγάλο σε αριθμό (γέμισε το Gagarin), κοιτούσε και απολάμβανε, αλλά δεν είχε αυτό το κάτι που θέλει μια αξιόλογη συναυλία. Ίσως, βέβαια, να έχει σημασία πως ο περισσότερος από αυτόν τον κόσμο ήταν πάνω-κάτω στην ίδια ηλικία με τους Echo & The Bunnymen. Παρ' όλα αυτά, υπήρχε διάδραση, όπως για παράδειγμα οι «παραγγελιές» στα πρώτα 10 λεπτά. Σε μία τέτοια επιθυμία, μάλιστα, ο McCullock απάντησε με μέρος του κομματιού a cappella.
Κι επειδή όντως nothing ever lasts forever, κάποια στιγμή τα απανωτά μπες-βγες των Echo & The Bunnymen (μετά από φωνή λαού), έλαβαν τέλος και τα φώτα άναψαν. Ήθελα κι άλλο. Όχι επειδή δεν με κάλυψαν τα 90 τους λεπτά επί σκηνής, το ακριβώς αντίθετο: επειδή δεν έχω συχνά την ευκαιρία να παρακολουθώ τέτοιες συναυλίες. Αν στην προηγούμενη επίσκεψή τους στη χώρα μας, το κλειστό της ξιφασκίας δεν τους βοήθησε, μάλλον αυτή τη φορά τα έδωσαν όλα αναδρομικά.