Η ανακοίνωση της έλευσης της Ισπανίδας superstar στο Release Athens x SNF Nostos γέννησε απορίες («ποια είναι η Rosalía;»), εντάσεις («εμείς μέταλ θέλουμε»), έως και χλευαστικά μηνύματα («τι είναι τούτο;»). Συμμετέχουμε στη συζήτηση.
Νομοτελειακό. Κοιτώντας την ανακοίνωση για το επερχόμενο καλοκαιρινό (mega)live της Λατίνας σούπερ σταρ (πλέον) Rosalía, αυτή είναι η μοναδική λέξη που έρχεται άμεσα κατά νου, σε όποιον έχει μια κάτι-παραπάνω-από-στοιχειώδη περιέργεια σχετικά με τα μουσικά τεκταινόμενα ανά τον πλανήτη. Εντούτοις, σχόλια γκρίνιας και χλεύης άρχιζαν να παρελαύνουν κάτω από σχετικά ποστ, με την πρωτοκαθεδρία να πηγαίνει στο «φέρτε κανα μέταλ, μωρέ».
Σιγά, λες και θα έλειπε το μέταλ με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο – η αχαριστία δεν έχει όρια προς ένα φεστιβάλ που πέρυσι κατάφερε να ικανοποιήσει οπαδούς από όλο σχεδόν το φάσμα του μεταλλικού ήχου, φέρνοντας μάλιστα σπουδαίες (κατά άλλους σίγουρα, όχι κατά τον γράφοντα) περιπτώσεις όπως οι προβιοφόροι πολεμοκάπηλοι Manowar – για τους οποίους άπαντες είμαστε πεπεισμένοι ότι ο μόνος λόγος που ο Orson Welles συνεργάστηκε μαζί τους είναι επειδή του υποσχέθηκαν να πληρώσουν ένα κομμάτι από τα χρέη του στην εφορία – καθώς και οι (καλύτεροι μαθητές των προαναφερθέντων) κατακτητές Sabaton οι οποίοι, με περίσσιο λεονταρισμό, κηρύττουν ναυμαχίες, εκστρατείες, απελευθερώσεις και υποδουλώσεις εθνών, δια εξαιρετικά (και περίεργα) εμμονικής προσκόλλησης με το concept του πολέμου. Πέρυσι, μάλιστα, αντί του συνηθισμένου moshpit, είχαν βάλει τους οπαδούς τους να κάνουν χώρο ακριβώς στη μέση της αρένας, «κωπηλατώντας» in sync μέσα σε μια πλασματική τριήρη (!).
Με βάση όλα τα παραπάνω, μάλλον δεν μας αξίζει καν η Rosalía, έτσι; Είμαστε όντως έτοιμοι για κάτι τόσο καλαίσθητο, συγκριτικά έστω; Μπορούμε να δεχτούμε την ιέρεια της λάτιν ποπ, την μεγαλύτερη (εν μέρει «εναλλακτική» κιόλας) ισπανόφωνη σταρ στον πλανήτη right now, χωρίς να κάνουμε αντι-εκκλήσεις για την τάδε νερόβραστη indie μπάντα για την οποία ανάθεμα αν νοιάζεται κανείς μετά από ένα χρόνο (ονόματα δε λέμε, ασφαλώς); Και μέταλ θα έχει, και indie θα έχει, και urban latin pop θα έχει, ψυχραιμία.
Ο περσινός (και τρίτος) της δίσκος, Motomami, υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα (και δικαιότερα) step-ups που θα μπορούσε να πραγματοποιήσει καλλιτέχνης σήμερα. Μέχρι και το δύστροπο Quietus το συμπεριέλαβε στη λίστα του με τα καλύτερα του 2022, ενώ τρύπωσε και στην αντίστοιχη λίστα του Avopolis, σε περίοπτη κιόλας θέση. Την μάθαμε από το δεύτερο της δίσκο, ναι – το El Mal Querer έκανε τις απαραίτητες συστάσεις, σερβίροντας φρέσκια flamenco-influenced urban pop με μια κάπως υποτονική «χορευτικότητα» [sic] που κατάφερε να επηρεάσει πολύ περισσότερο κόσμο απ’ όσο νομίζουμε (ούτε μάντισσα δεν θα μπορούσε να βρει το που αναφέρομαι).
Το Motomami είναι δίσκος διπλάσιος σε έκταση αλλά και σε γενικότερο εκτόπισμα: υπάρχουν άλλοτε δυνητικά club bangers που είναι φορτισμένα απλά με fun και αστείρευτη ενέργεια (το "Chicken Teriyaki" εύκολα έρχεται κατά νου), άλλοτε φορτισμένες μπαλάντες, στοιχεία από mambo και bachata, αλλά και συνεργασίες-κράχτες όπως αυτές με The Weeknd, Pharrell Williams/Chad Hugo καθώς και James Blake.
Πολλά εξ’ αυτών συνοδευόμενα από παντελώς τρελαμένα music videos, με μια αισθητική να μπολιάζει το latin sexy με κάτι από cyberpunk και anime. Και ναι, είναι υπερβολικός ο όρος ‘avant-garde pop’ που δώσανε διάφοροι μουσικοκριτικοί – με τόσους και τόσους ποπ σταρς όμως να συνεχίζουν να παραμένουν προφανείς, αναρωτιέται κανείς αν της αξίζει, έστω και λίγο.
Μια τρανταχτή (όσο και σπάνια) περίπτωση του να βιώσει κανείς ζωντανά τον ήχο και το όραμα ενός παγκόσμιου σούπερ σταρ (την ώρα που «συμβαίνει») ίσως να έπρεπε να τύχει θερμότερης αποδοχής; Ή, μήπως, ακόμα καλύτερα, με τόση «αντίδραση» κατάφεραν να μάθουν το όνομά της οι πενταπλάσιοι σε σχέση με όσους θα την μάθαιναν εάν επικρατούσε πλήρης ομόνοια στο σάλπισμα της έλευσής της;