To «όχι-ακριβώς-post-punk» των Σουηδών αδιαφορεί ολόψυχα να πάρει σοβαρά τον εαυτό του. Είναι μια μουσική πλασμένη από επιδόματα, που σε κουνάει, ούσα ταυτόχρονα χιουμοριστική και βαθιά προσωπική.
Ο κόσμος μπορεί να στερείται την ευκαιρία να δει ζωντανά τους Viagra Boys, με την πανδημία να ακυρώνει το ευρωπαϊκό tour που θα πέρναγε κι από την Ελλάδα, όμως δισκογραφικά το συγκρότημα τώρα «σκάει». Δυο χρόνια πριν είχε προηγηθεί το Street Worms, ένα ντεμπούτο που δε συνάρπασε με την πρωτοτυπία αλλά με τη ζάλη του· ορίστε έξι τύποι από τη Στοκχόλμη που παίζουν αυτό το «όχι-ακριβώς-post-punk», αδιαφορώντας ολόψυχα για το αν θα ακουστούν ξεχωριστοί, καινοτόμοι κ.ο.κ., αλλά να, παίζουν μουσική που είναι αδύνατο να μην κουνηθείς ακούγοντάς τη.
Ακόμα πιο σημαντικό στην περίπτωσή τους, το γεγονός ότι δεν παίρνουν στα σοβαρά πρωτίστως τους εαυτούς τους και ακολούθως όσα έχουν να πουν. Έτσι η μουσική ανάγεται σε απενοχοποιημένη θορυβώδη διασκέδαση, με τις όποιες δεύτερες σκέψεις να περιορίζονται στο πίσω μέρος του μυαλού. Αυτό, από την άλλη, δε σημαίνει πως οι Viagra Boys δεν έχουν τίποτα να πουν. Με τις επαγγελματικές ιδιότητες των μελών της μπάντας να ποικίλλουν από tattoo artist έως ξυλουργός, με ορισμένους επίσης να μετρούν θητεία στην punk σκηνή της Στοκχόλμης, στους στίχους και το ύφος τους αντικατοπτρίζεται η καθημερινότητα μιας (λούμπεν ή μη) εργατικής τάξης.
Το παραπάνω ξεκαθαρίζεται εκ προοιμίου από τον τίτλο του νέου δίσκου, Welfare Jazz, δηλαδή, σε ελεύθερη μετάφραση, «τζαζ της κοινωνικής πρόνοιας». Επί της ουσίας, λοιπόν, μουσική πλασμένη από επιδόματα, αδιέξοδη ρουτίνα, ευκαιριακές απολαύσεις και γερές δόσεις αποστροφής του εαυτού σε ένα κόσμο άνισων ευκαιριών. Αντί όμως οι Viagra Boys να υιοθετήσουν ένα κοινότοπο κατηγορώ ενάντια στην κοινωνία που τους αποξενώνει, σμιλεύουν ένα ύφος ταυτόχρονα χιουμοριστικό και βαθιά προσωπικό.
Ενδεικτικό το εναρκτήριο κομμάτι "Ain’t Nice", στο οποίο ο frontman Sebastian Murphy ενώ αυτοσαρκάζεται καθώς φυτοζωεί πλάι στη σύντροφό του, όντας εθισμένος στο speed, της απαιτεί χρήματα για να συντηρεί… τη συλλογή vintage αριθμομηχανών του. Ο Murphy γνωρίζει καλά πως φέρεται άθλια, κάτι που φαίνεται στα υπόλοιπα, περισσότερο εξομολογητικά τραγούδια του άλμπουμ. Το οποίο, ενώ αρχικά δανείζεται μια περιφρονητική «μπορώ και χωρίς εσένα» στάση, κομμάτι το κομμάτι, συνειδητοποιεί πως τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Εξάλλου, από το τρίτο "Toad" που κερνάει τα blues vibes του Magic Slim και διατείνεται πως καμία γυναίκα δεν είναι αρκετή, ο δίσκος περνάει σταδιακά στα πιο ήπια και συγχωρητικά "Into The Sun" ("What kind of person have I become? / The ghost of an outlaw who was captured and hung") και "Creatures" ("I used to live there under the water / I couldn't breathe, but I didn't bother"). Το τελευταίο βρίσκεται μεταξύ των τραγουδιών που υπαινίσσονται έναν ελαφρύ εμπλουτισμό στον ήχο των Viagra Boys, αφού βρίσκεται ένα remix μακριά από το να γίνει electro pop ύμνος.
Στο σημείο που το "Welfare Jazz" τείνει να γίνει ένας post-breakup δίσκος του Murphy, υπεισέρχονται καθοριστικά τα τυπικά πλέον Viagra Boys κομμάτια που σερβίρουν αλλόφρονες αφηγήσεις παράξενων ιστοριών. Ήδη στο ορχηστρικό "6 Shooter", σαν σε διάλογο με το υπόλοιπο tracklist, ακούγεται στο sample η φράση "that doesn't sound like their music", προτού το "Best in Show II", υπενθυμίζοντας πως όσα ακούμε δεν είναι τίποτα άλλο από ένα θέαμα, προετοιμάσει το έδαφος για το "Seceret Canine Agent". Εκεί η κατά τα άλλα έκδηλη αγάπη του συγκροτήματος για τα σκυλιά, μετατρέπεται σε εφιάλτη, αφού ο τετράποδος πρωταγωνιστής του τραγουδιού «μυρίζεται» πόσο «κόκαλο» είναι ο ταλαιπωρημένος Murphy.
Εν τέλει, κατά ειρωνική σύμπτωση, το απαύγασμα της ουσίας των Viagra Boys έρχεται μέσω των διασκευών. Το ότι μπορούν να φέρουν στα μέτρα της ξεχωριστής αισθητικής ταυτότητάς τους τραγούδια «ξένα», αποδείχθηκε μια πρώτη φορά στη σπουδαία εκτέλεση του "Ain’t My Fault" (μαζί με την ταλαντούχα Stella Explorer) και το ότι δεν υπάρχει σε ένα δίσκο αποτελεί έγκλημα. Η ικανότητά τους αυτή απογειώνεται στη δική τους εκδοχή του "In Spite Of Ourselves" του John Prine. Συντροφιά της Amy Taylor των Amyl and the Sniffers στα φωνητικά, οι δυο πλευρές δίνουν φρέσκια πνοή σε έναν ύμνο για τις αδιέξοδες αντιφάσεις και την αγάπη που προσφέρει πολύτιμο καταφύγιο από το υπαρξιακό άλγος. Η συναισθηματική πίεση των απωθημένων και των χαμένων ονείρων είναι φυσικά παρόντα και εδώ, ωστόσο η αθωότητα που βρίσκεται στην καρδιά αυτού του κομματιού δίνει όχι απλά το τέλειο κλείσιμο σε έναν υπέροχο δίσκο, αλλά επαληθεύει το άτυπο μότο της ίδιας της μπάντας: "The only way I can go forward is by fucking up".