Για κάθε μια υποσχόμενη μπάντα που έβγαλε ένα σούπερ πρώτο άλμπουμ 6 με 8 χρόνια πριν, ακολουθώντας πιστά τον εταιρικό κανόνα του v +2 (όπου v η κυκλοφορία του νέου υλικού ακολουθούμενη από τα δύο τουλάχιστον χρόνια αξιοποίησης αυτού του υλικού), τη στιγμή που θα κυκλοφορούσε το 4ο θα λέγαμε στην καλύτερη περίπτωση πως «τώρα είναι η στιγμή που η εμπειρία συμβαδίζει με τη δημιουργικότητά τους» ή στη χειρότερη ότι «ακόμα βρίσκονται στη σκιά εκείνου του πρώτου άλμπουμ» και θα βαθμολογούσαμε ανάλογα.
Αλλά για τους Arctic Monkeys, οι οποίοι μέσα σε 5 χρόνια τα έχουν κάνει όλα –όπου όλα η κυκλοφορία ενός από τα σημαντικότερα ντεμπούτα στη βρετανική μουσική, η με άνεση εναλλαγή του ήχου από το βρετανικό brit-rock στο αμερικανικό fast and loud χωρίς να χάνεται το προσωπικό ύφος και η μέχρι πρότινος stoner-ική προσέγγιση– τα κλισέ και οι αναλύσεις αρχίζουν να χάνουν την αξία και το νόημά τους.
Με την εμπλοκή του Josh Homme και του James Ford στην παραγωγή του Humbug, το επόμενο βήμα της μπάντας ύστερα από αυτήν την επιλογή έτσι κι αλλιώς θα προκαλούσε ενδιαφέρον. Θα ακολουθούσε το σταυροδρόμι του σκληρού ήχου ή ήταν απλά ένα διάλειμμα; Δυο χρόνια μετά, στο Suck It And See το ενδιαφέρον τελικά έγκειται όχι στο αν οι Arctic Monkeys έγιναν το νέο παιχνίδι του Josh Homme βγάζοντας το αγγλικό Songs For The Deaf, αλλά στο πώς υπερίσχυσε η δικιά τους νοοτροπία και το δικό τους στυλ βάζοντας τον (μόνο παραγωγό αυτήν τη φορά) James Ford και τον καλεσμένο Homme στα δικά τους νερά και θέλω.
Το μόνο stoner που περιέχει λοιπόν το Suck It And See είναι η «κελαηδούσα» κιθάρα του “All Μy Own Stunts”, όπου και συμμετέχει στα φωνητικά ο τραγουδιστής πλέον των Them Crooked Vultures. To πρώτο single “Don't Sit Down 'Cause I've Moved Your Chair” είναι ό,τι πιο βρώμικο, acid και ταυτόχρονα κολλητικό έχουν υπογράψει: θα έκανε περήφανους τους Jesus And Mary Chain, πως κάτι έμεινε από την κληρονομιά τους. Το “Brick By Brick” πάλι θαρρείς ότι βγήκε από τη γκαραζομηχανή των 1960s κάνοντας πλάκα στον Iggy Pop, πως τους έκλεψε τον τίτλο για το δικό του άλμπουμ στα 1990s, ενώ το “Hellcat Spangled Shalalala” χωράει άνετα σε κάποιον 1980s δίσκο των Cure και το "She's Thunderstorms" θα βρει τη δικιά του θέση ως ένα από τα πιο όμορφα ανοίγματα σε άλμπουμ.
Κι ενώ όλα αυτά θυμίζουν έντονα τη διαδρομή της rock-psych-garage-pop-indie-alternative (αποκαλέστε την όπως θέλετε) μουσικής από τα 1960s μέχρι σήμερα, σε κανένα σημείο δεν μπορείς να μην παραδεχτείς πως είναι και Arctic Monkeys. Μάλιστα είναι ίσως πιο πολύ Arctic Monkeys από οτιδήποτε άλλο. Και, για να πέσω στα τετριμμένα και στα κλισέ, αυτό είναι το μεγάλο χαρακτηριστικό της μπάντας, που όχι μόνο διατηρείται ανέπαφο μα καλλιεργείται ακόμα περισσότερο στο Suck It And See.
Την ίδια λοιπόν ώρα που τα «ινδάλματα» του Turner –οι Oasis– ποτέ δεν κατάφεραν να ξεφύγουν από την κατηγορία ότι κοπιάρουν τους Beatles, ο ίδιος και η μπάντα του μπορούν να κοπιάρουν τα πάντα και να είναι και δικά τους. Και από τη στιγμή που η ακρόαση 40 λεπτών (τόσο διαρκεί το Suck It And See) μετουσιώνεται σε ένα άκοπο (χωρίς δηλαδή βάλε-βγάλε στο CD player) ταξίδι σε 40 χρόνια μουσικής με όρους (παραγωγής και αισθητικής) του σήμερα, η όποια κούραση από αυτό –και πιο συγκεκριμένα από το κατέβασμα ρυθμού και παλμού στο τέλος του δίσκου– φαντάζει σχεδόν αμελητέα και αποτελεί μόνο αφορμή για να γραφεί/ειπωθεί ακόμα ένα κλισέ.