Αναμοχλεύουν τη γαλανομάτα soul σε ιστορίες για εξωγήινες αποικίες και τέρατα του διαστήματος, επί της ουσίας όμως δεν προσφέρουν παρά ζυγισμένες αναπαραγωγές αυθεντικών ήχων...
Πολύ θα ήθελα να ακούσω μια άσκηση ύφους πάνω στη μουσική του Serge Gainsbourg (ας πούμε) από έναν μεταμοντέρνο/ρετρό ερμηνευτή σαν τον Richard Hawley (ας πούμε). Δεν θα ήθελα όμως να ακούσω το συγκεκριμένο πείραμα από ένα συγκρότημα σαν τους Arctic Monkeys –από τους Last Shadow Puppets ίσως να ήταν πιο ευπρόσδεκτο.
Η φρεσκάδα ιδεών που έφερνε ως τώρα το γκρουπ με κάθε νέο δίσκο υποχωρεί, αφήνοντας έδαφος σε εξυπνακισμούς. Η μπάντα που πάντα έκανε ρουά ματ κινήσεις στην καρδιά των βρετανοθρεμμένων millennials (κυρίως εκείνων που έχουν indie ευαισθησίες), είναι εδώ πιο αμήχανη από ποτέ. Υπάρχει μια άβολη ανάγκη για νέο στυλ στο Tranquility Base Hotel + Casino. Ακόμη κι αν τα τραγούδια συχνά δημιουργούν ονειρόκοσμους, σε ξενοδοχεία πολυτελείας στο φεγγάρι.
Στο Tranquility Base Hotel + Casino υπάρχουν βέβαια υπέροχα αγκιστράκια, τα οποία σε κρατούν αγκαλιά με αγαπημένα ακούσματα: το γλυκό σόλο στο “One Point Perspective”, οι επισκέψεις του φαντάσματος του David Bowie και οι αδιόρατες glam rock πινελιές στο "Four Out Of Five", που τις αισθάνεσαι γαργαλιστικά, σαν γλώσσα στο αυτί... Πρόκειται όμως για ζυγισμένες αναπαραγωγές αυθεντικών ήχων.
Στο 6ο του άλμπουμ, το κουαρτέτο απ' το Σέφιλντ δείχνει να περιφρονεί τη ρεαλιστική πραγματικότητα με την ίδια ένταση που περιφρονεί και τα ρεφρέν. Οι στίχοι περιστρέφονται γύρω από pulp ιστορίες με εξωγήινες αποικίες και τέρατα του διαστήματος, με τη sci-fi αυτή θεματική να έρχεται ποτισμένη με jazzy κιθάρες, οι οποίες συνοδεύουν τις soul αφηγήσεις. Μην περιμένετε ωστόσο να σιγομουρμουρήσετε κάποιον στρογγυλό ρυθμό: κάθε που ξεκινάει το επόμενο τραγούδι, έχεις ξεχάσει τι άκουγες στο προηγούμενο. Ο ακροατής ψάχνει μάταια να βρει έναν ρυθμό να κρατήσει στη μνήμη του, σαν να ψάχνει για χειρολαβή να κρατηθεί στο τρένο.
Υπάρχουν λοιπόν δύο μεγάλα αρνητικά στο Tranquility Base Hotel + Casino.
Πρώτα-πρώτα, βρίσκω αποκαρδιωτικό ότι μία ομάδα φρέσκων ακόμη παιδιών, στέκει πρόθυμη να σου πει τα πάντα για τη νοσταλγία, αλλά είναι αδιάφορη για το αύριο. Σαν να μην υπάρχει ένας καινούργιος τροχός που περιμένει να ανακαλυφθεί από τους ταλαντούχους αυτού του κόσμου. Το άλλο αρνητικό είναι πως οι Arctic Monkeys μπαίνουν σε ένα αντιδημοκρατικό ...«Radiohead mode». Με άλλα λόγια, οι υπόλοιποι μουσικοί συρρικνώνονται μπροστά στις υπαρξιακές και στυλιστικές αγωνίες ταυτότητας και αυτοέκφρασης του μπροστάρη Alex Turner.
Ο Turner θέλει να προκρίνει το ταλέντο του ως αναμοχλευτής της γαλανομάτας soul και ως σκαπανέας της βινυλιακής παράδοσης. Υποδύεται έτσι τον δανδή της νυχτερινής soul, τον crooner που τραγουδάει για ολιγάριθμο κοινό το οποίο χύνει δάκρυα στη μπύρα του, τον φαλσέτο τύπο που κουβαλάει εμπειρία, τον lounge κήρυκα των αρετών του «αναλογικού» κόσμου. Δεν σχετίζεται όμως με καμία από τις αντίστοιχες κουλτούρες· απλά τις παριστάνει πειστικά για τις ανάγκες της στροφής που αποφάσισε το συγκρότημα, 5 χρόνια μετά το εκρηκτικό ΑΜ του 2013.
Οι Arctic Monkeys φαίνονται να έκαναν πραγματικά πολλές ώρες brainstorming ώστε να βρουν τον δρόμο που ήθελαν να ακολουθήσουν προκειμένου να μην πέσουν σε παγίδες επανάληψης. Όμως τελικά δεν προκύπτει από πουθενά η ανάγκη για κάτι ουσιαστικό. Μοναδικός στόχος στο Tranquility Base Hotel + Casino μοιάζει η ψυχαγωγία με χωνεμένους ήχους από τη δισκοθήκη. Ανάμεσα λοιπόν σε επάξια καλούδια όπως το τεχνοφοβικό “She Looks Like Fun”, το αντικαπιταλιστικό “The World’s First Ever Monster Truck Front Flip”, ανάμεσα στην τρυφερότητα του “Golden Trunks” και στη σοσιαλμιντιακή κριτική του “Batphone”, ο ακροατής μάλλον περνάει θαυμάσια.
Αλλά δεν νιώθεις ποτέ ότι υπήρξε κάποια επείγουσα καλλιτεχνική ανάγκη να γραφτούν τα συγκεκριμένα τραγούδια, όσο καλαίσθητα και να είναι. Δεν αισθάνεσαι ποτέ δηλαδή ότι οι Arctic Monkeys ΕΙΝΑΙ αυτά τα τραγούδια.
{youtube}71Es-8FfATo{/youtube}