Yπάρχουν πολλά κοσμητικά επίθετα και άλλοι τόσοι χαρακτηρισμοί που μπορεί να αποδώσει κάποιος στον Cave, αλλά προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι μόνο ένας χαρακτηρισμός μπορεί να σκιαγραφήσει άψογα τον καλλιτεχνικό του αγώνα. Αυτός του ότι o Cave δεν προσπάθησε ποτέ να εξαπατήσει το κοινό, που ισοδυναμεί με το γεγονός ότι στην εικοσάχρονη καριέρα του δεν μας έχει δώσει ούτε έναν κακό δίσκο.
Και δεν είναι εύκολο , πιστέψτε με. Με τον εντέκατο δε δίσκο του, έρχεται να μας πείσει ότι η εξέλιξη δεν τον αποδυναμώνει αλλά τον χτίζει. Δεν χρειαζόταν βέβαια κάτι τέτοιο ο Cave, αλλά έχει αποδείξει ότι είναι ευφυής και ακούραστος.
Μετά όμως από 20 χρόνια και έντεκα δίσκους, δεν μπορεί παρά να εμφανισθεί και κάποιο ψείγμα φθοράς. Ευτυχώς η φθορά αυτή αναλώνεται στην φωνή του και μόνο, που παρόλο ότι είναι ίσως το δυνατότερο ατού του τραγουδοποιού, δεν χάνει τη μαγική ιδιότητα της προσυλήτισης και της αυθυποβολής. Μετάλλαξη και μεταμόρφωση. Παρελθόν και μέλλον. Το αριστούργημα του Cave είναι επιτέλους εδώ.
Τέσσερα χρόνια μετά το αινιγματικό “The Boatman’s Call”, το “No more shall we part” αποστασιοποιείται και εξωτερικεύει αρετές που έχουν ενηλικιωθεί υπέρ του δέοντος και προσπαθεί να αρπάξει τον κουρασμένο κόσμο από τα μαλλιά για ένα ανευ προηγουμένου ταξίδι στην διαλυμένη από τη υπερβολική ενδοσκόπηση ψυχή του Cave. Tα θέματα φυσικά και δεν έχουν αλλάξει. Και ούτε πρόκειται. Από καταβολής κόσμου, από τότε που ο Καϊν σκότωσε τον Άβελ (ή το αντίστροφο), από τότε που ο Αδάμ δοκίμασε το μήλο, όλα τα τραγούδια λίγο πολύ ασχολούνται με τον έρωτα, τη θλίψη, το θάνατο, την απιστία, την προδοσία και την απομόνωση. Δεν επιτρέπεται κάποιος να προσάψει στον Cave δηλαδή κάποια εμμονή στη στιχουργική του δεινότητα. Αντίθετα μπορεί να του αναγνωρίσει την εξελικτική του πορεία στις απαντήσεις των αιώνιων ερωτηματων της ζωής που φυσικά και δεν θα βρει απάντηση, αλλά θα έχει προσπαθήσει όπως οφείλουμε όλοι μας να κάνουμε.
Από το “As I sat sadly by her side” μέχρι το τελευταίο κομμάτι του δίσκου, το “Darker with the day”, ο Cave μάχεται για ακόμη μία φορά με τους δαίμονες του και μας προκαλεί να ταυτιστούμε. Και το κάνουμε. Πρέπει να το κάνουμε. Δεν είναι πάντα εύκολο, αλλά αξίζει τον κόπο. Στο οχτάλεπτο και εξοντωτικό “Hallelujah”, η οδύσσεια του Cave, τον οδηγεί σε πειρασμούς και σε ακολασίες, αλλά η πλούσια εμπειρία του τον συνετίζει και τον οδηγεί στην ασφάλεια που ίσως όμως είναι υπερβολικά λυπηρή αλλά αναγκαία.
Όπως η ποίηση έτσι και οι στίχοι του Cave έχουν τη δυνατότητα να ερμηνευθούν διαφορετικά από τον καθένα. Είναι μία διαδικασία τόσο όμορφη και απολαυστική που δεν πρέπει να μοιράζεται προς αποφυγή απογοητέυσεων. Το “Fifteen feet of pure white snow” είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Το “God is in the house” που ακολουθεί είναι και το αγαπημένο μου από το δίσκο. Χαμηλών τόνων, εκπνέει σεβασμό από κάθε ξεχωριστή νότα του και ξεδιπλώνει μία καθαρτήρια μελωδία απ’αυτές που μόνο ο Cave ξέρει να γράφει. Στο αριστουργηματικό “Oh my Lord” συναντάμε κάτι παλιό και γνώριμο. Οι στίχοι εξαντλούν τον ακροατή και το αναμενόμενο συναίσθημα, που είναι φυσικά ο οίκτος, πολλαπλασιάζεται και παρηγορεί τον Cave. Η μουσική είναι σκληρή όπως και το νόημα. Αλλά αυτά πάντοτε μαζί βάδιζαν.
Το “The sorrowful wife” είναι και αυτό με τη σειρά του ένα κομμάτι που περιέχει πόνο που εκλύεται τόσο από το αρχικό πιάνο όσο και από τις ασήκωτες κιθάρες που εξαπολύονται στο μέσο. Ο Cave εδώ αναζητά συγχώρεση για την αδυναμία της μη εκπλήρωσης των υποσχέσεων και κατόπιν ζητά βοήθεια σαν να είναι κάτι το αυτονόητο. Ένα τραγούδι σπάνιας ομορφιάς.
Κλείνοντας, δεν πρέπει να παραλείψουμε την σημαντική προσφορά των ίσως καλύτερων Bad Seeds που είχε μαζί ο Cave. Mick Harvey, Blixa, Thomas Wylder, Conway Savage, Martyn P. Casey, Warren Ellis (στο μεθυστικό βιολί), Jim Sclavunos και οι καταπληκτικές Kate και Anna McGarrigle στα backround vocals, δεν είναι διακοσμητικά στοιχεία του δίσκου και πρέπει να τους αναγνωρισθεί μεγάλο credit. Στο δίσκο μπορεί να πρωταγωνιστούν το πιάνο και το βιολί, αλλά η αφαιρετική λειτουργία των υπολοίπων (στα περισσότερα τραγούδια τουλάχιστον) αξίζει τεράστιας μνείας. Ο δίσκος έχει πουλήσει μέχρι τη στιγμή που γράφουμε αυτά τα λόγια έναν εξωφρενικά ικανοποιητικό αριθμό αντιτύπων και πιθανότατα θα συνεχίσει μέχρι και την εμφάνιση του Cave στο Rockwave. Ευχάριστο είναι, έστω και αν ορισμένοι νομίζουν ότι δεν αξίζει στους περισσότερους να ακούν τόσο βαθυστόχαστη και πανέμορφη μουσική. Το ιδανικό θα ήταν όλοι να έδειχναν τελικά την απαιτούμενη ευγνωμοσύνη στον Cave, αλλά ξέρουμε πόσο ψεύτικα είναι τελικά όρισμένα προσωπεία σε αυτή τη χώρα. Χαρείτε το δίσκο όπως του αξίζει.