Η νέα (14η στούντιο) δισκογραφική κατάθεση του Cave και των Κακών του Σπόρων είναι, όπως πολλοί είχαν προβλέψει πριν καν τις σχετικές δηλώσεις του Cave, πιο κοντά, ηχητικά, στο Grinderman project και στις τωρινές, μουστακαλίδικες, ανησυχίες του μεγάλου Αυστραλού τραγουδοποιού, παρά κάτι που αντανακλά το μεγαλείο των albums τα οποία τον καθιέρωσαν.
Και καλύτερα έτσι, ξέρετε, γιατί τον προτιμώ τον Cave μου ανήσυχο - και ας μην κάνει πράγματα ακριβώς της προτίμησής μου - παρά ξεραμένο από έμπνευση ανακυκλωτή μιας παρελθούσας δόξας. Άλλωστε, γελιούνται όσοι πίστευαν ότι οι Bad Seeds θα μπορούσαν να ηχούν ίδιοι μετά την αποχώρηση του Blixa Bargeld.
Αυτό όμως που δεν είχε μπορέσει να προβλέψει κανείς, είναι πόσο δύσκολο και δύστροπο θα ήταν το Dig!!! Lazarus Dig!!! μέσα στην, υποτίθεται, πιο άμεση και βατή garage rock ‘n’ roll φόρμα του. Πολλοί κριτικοί στο εξωτερικό βιάστηκαν να αποθεώσουν, χειροκροτώντας, ουσιαστικά, τη νέα παρουσία του Cave, παρά ερχόμενοι σε επαφή με την «ψυχή» της νέας του δουλειάς - άσχετα, αν τελικά, βαθμολόγησαν σωστά πάνω-κάτω Γιατί το Dig!!! Lazarus Dig!!! είναι ένα album που θέλει ακροάσεις, θέλει δοκιμές σε διαφορετικές ψυχικές διαθέσεις, θέλει να το ακούς με το φως του κυριακάτικου ήλιου, με τη γκρίζα μουνταμάρα ενός συννεφιασμένου απογεύματος και με τις αγωνίες που φέρνουν οι μεταμεσονύκτιες ώρες - και πάλι, μπορεί να μην συλλάβεις κάθε του πλευρά, τόσο πολυσχιδής είναι ο άτιμος ο Cave, ακόμα και όταν διαλέγει να κάνει πιο «απλά» πράγματα.
Το δεδομένο είναι ένα: την πρώτη φορά που θα ακούσεις το Dig!!! Lazarus Dig!!!, δεν θα σου αρέσει. Ηχεί μέτριο, πληκτικό και δεδομένο. Χρειάζεται να το ανακαλύψεις - κάτι που στη download εποχή πολλοί έχουν ξεχάσει να κάνουν, έτσι όπως ακούνε, ξεπέτα και κάνοντας συνήθως κάτι άλλο παράλληλα, μουσική. Χρειάζεται επίσης να διαβάσεις τους στίχους προσεκτικά, να τους σκεφτείς. Χρειάζεται με λίγα λόγια να αφοσιωθείς στην εμπειρία. Τότε μόνο καταλαβαίνεις γιατί το εναρκτήριο “Dig, Lazarus, Dig!!!” δεν είναι μια παράδοξη σαχλαμάρα, όπου ο Cave αφηγείται περισσότερο παρά τραγουδάει, αφήνοντας το τραγούδι για τα χορωδιακά μέρη. Εδώ ο Cave βουτάει πίσω στις gospel τεχνικές του call-and-response, για να διηγηθεί μια, ουσιαστικά, βιβλική ιστορία που όλοι ξέρουμε, τοποθετημένη όμως στις σύγχρονες αμερικάνικες μεγαλουπόλεις και - εδώ είναι όλο το ζουμί - για να αντιστρέψει το χριστιανικό θαύμα: μέγας ο Ιησούς που ανέστησε τον νεκρό Λάζαρο, αλλά ο Λάζαρος πώς αισθάνθηκε για όλα αυτά; Άσχετο τώρα αν τελικά σου αρέσει ή όχι αυτό το παιχνίδι στο οποίο σε καλεί.
Με παρόμοιο τρόπο, ακρόαση με την ακρόαση, σου αποκαλύπτεται ο πλούτος και άλλων γωνιών τούτης της δουλειάς, οι οποίες έχουν επιμελώς κρυφτεί κατά την πρώτη σου επαφή μαζί της. Κάποιες πιο εξωστρεφείς στιγμές, στις οποίες ο Cave γίνεται πιο δεδομένος (δίχως αυτό να σημαίνει λιγότερο ευχάριστος), οπωσδήποτε τραβάνε το αυτί σου από νωρίς - τέτοιες είναι π.χ. το “Today’s Lesson”, το θεατρικής υφής “We Call Upon The Author”, οι όμορφοι ρυθμοί του “More News From Nowhere” ή επίσης το “Lie Down Here (& Be My Girl)”. Αλλά η μυσταγωγία του “Night Of The Lotus Eaters”, η πυρετώδης αγωνία του “Hold On To Yourself” («I try my best to chase outside the phantoms & the ghosts & fairy-girls on 1001 nights like these»), το πωρωτικό rock ‘n’ roll του “Midnight Man” ή το εκπληκτικό “Jesus Of The Moon” δεν σου δίνουν με την ίδια ευκολία τα κλειδιά προς τους θησαυρούς τους. Απαιτούν από σένα να τα κερδίσεις...
Ο μυστακοφόρος Nick Cave, λοιπόν, βρίσκεται σε μια νέα φάση της μακράς καριέρας του με τους Bad Seeds. Όπως απέδειξε και με το Abbatoir Blues/The Lyre Of Orpheus, αλλά και με το Grinderman (σε μικρότερο βαθμό), υπήρξε ικανός να επανεφεύρει τον εαυτό του και να αναζητήσει νέους δρόμους ώστε να ξορκίσει και να κοινωνήσει τις εμμονές του, μετά το ώριμο κορύφωμα του No More Shall We Part και τη, σχεδόν ντροπιαστική για έναν τέτοιον κολοσσό, αμηχανία του Nocturama. Αναμφίβολα, αυτή η νέα διαδρομή δεν κάνει για όλους τους παλιούς του φίλους, ούτε έχει ακόμα να επιδείξει κάτι τόσο αριστουργηματικό, όσο εκείνα τα albums που έκαναν πολλούς από εμάς «κεϊβικούς». Θα έπρεπε όμως να μας φτάνει που, 13 albums μετά το From Her To Eternity, ο Cave δεν έχει καταντήσει δεινόσαυρος, αλλά ακόμα το ψάχνει και ακόμα βγάζει καλούς δίσκους, σαν και τον παρόντα.
ΥΓ: Με την ευκαιρία αυτής της κριτικής, θέλω να αποκηρύξω δημόσια ένα αφιέρωμα στη δισκογραφία του Nick Cave που έχει δημοσιευτεί στο τεύχος 2 του Sonik, φέροντας το όνομά μου - το οποίο πολύ έχω πληρώσει έκτοτε. Το αφιέρωμα αυτό δημοσιεύτηκε με διαφορετικές βαθμολογίες από εκείνες με τις οποίες το έστειλα και, σε περιπτώσεις, και με διαφορετικά κείμενα, χωρίς ποτέ να ενημερωθώ ή να εγκρίνω αυτές τις αλλαγές - για λόγους που προτιμώ να ξεχάσω, παρά να ξαναφέρω στο προσκήνιο. Παρότι λοιπόν εμφανίζεται με την υπογραφή μου, είναι ένα αφιέρωμα που καθόλου δεν εκπροσωπεί τη σχέση μου με τον Cave και τη γνώμη μου για τους διάφορους δισκογραφικούς του σταθμούς.