Πάντα τέτοιο καιρό έχω στο μυαλό μου τους λιλιπούτειους καρναβαλιστές. Αυτά τα ανιαρά πλάσματα που ζουν ανάμεσα μας τις μέρες του Φεβρουαρίου και ενδιαφέρονται μόνο για το γλέντι, τις ακολασίες και το πιόμα. Και για να μην παρεξηγηθώ, η σκέψη μου δεν πάει στα παιδάκια που φοράνε τις αποκριάτικες στολές τους, αλλά πλέον η συγκεκριμένη έκφραση έχει λάβει μια φαντασιακή διάσταση στο υποσυνείδητο μου. Οι λιλιπούτειοι καρνιβαλιστές είναι πιθανότατα κάποιοι μικροκαμωμένοι άνθρωποι, συνήθως δημόσιοι υπάλληλοι, με μεγάλα κεφάλια και πόδια σαν τα χόμπιτ ένα πράγμα αλλά όχι τόσο γλυκούλικα και γούτσου γούτσου. Ούτε καλικάντζαρους θα τους χαρακτήριζα γιατί αυτοί είναι δημιουργήματα της λαϊκής παράδοσης και τους έχει αποδοθεί μια αρνητική χροιά, ενώ τα χαρακτηρίζει η ασχήμια και η σκανταλιά. Οι λιλιπούτειοι καρνιβαλιστές που έχουν στοιχειώσει την σκέψη μου είναι διονυσιακά πλάσματα, ανδρόγυνα σε μεγάλη αναλογία, που όσο μπόι τους λείπει, τόση ενέργεια και κέφι έχουν. Ανάμεσα τους υπάρχει μια κεντρική, μυστηριώδης, θηλυκή παρουσία με εκπληκτικό σώμα και μπουκλωτό μαλλί που καθώς γυρίζει το πρόσωπο της προς εμένα, το πρώτο πράγμα που παρατηρείς είναι το πυκνό, μαύρο μούσι.
Μονίμως πιωμένα, μονίμως χαμογελαστά χορεύουν κετελαπόγκο και κολεγιάλα και μακαρένα, ντυμένα πανομοιότυπα συνήθως με φτηνές στολές από γνωστή αλυσίδα παιχνιδιών με κρίντζ διαφημίσεις. Ένα από αυτά ξέρει να σφυρίζει τόσο δυνατά που συνήθως ξυπνά κάποιο αρχαίο κακό θαμμένο στα υπόγεια της πόλης. Τρέφονται με πιάτα «για την μέση» και σαλάτες, έτσι ώστε να μην βαρύνουν και να μπορούν να αποδώσουν τα μέγιστα στις πίστες. Σηκώνονται πρώτοι να ανάψουν το κέφι, ενώ εγώ ακόμα μασουλάω νωχελικά την μπριζόλα μου. Όσο καλύτερα μασάς την τροφή πριν την καταπιείς, τόσο καλύτερα για την πέψη λένε οι ειδικοί. Ισχύει το ίδιο και για την κοκακόλα αλλά ίσως δεν πλήρωσαν το διαφημιστικό κόστος. Κερδίζουν τις εντυπώσεις με τις αστείες χορευτικές τους πιρουέτες, όμως σιγά σιγά γίνονται κουραστικοί γιατί απαιτούν από όλους τους μετριοπαθείς να συμβάλλουν στην δική τους επίπλαστη ευτυχία. Καθοριστικό ρόλο στην παροχέτευση της ανίας που μου προκαλούν, είναι η σχέση μου με την περιρρέουσα μουσική πραγματικότητα, συνήθως λάτιν καταβολών. Η ταυτοτική σχέση που διατηρώ πλέον με το μέταλ έχει προσδώσει στις αντοχές μου, κάτι σαν υπερδυνάμεις. Έτσι, παρά τον εγγενή φόβο που τρέφω για τις αγνές τους προθέσεις, ένα είδος ανησυχίας που πιθανώς οφείλεται στην αποστροφή που είχα στην διττή προσωπικότητα του Γκόλουμ, τους προσφέρω επί πολλά συναπτά έτη την πολύτιμη ανοχή μου, ελπίζοντας στην γρήγορη και έγκαιρη επάνοδο της νηφαλιότητας. Ας σταματήσω όμως εδώ. Όλα αυτά ήταν σκόρπιες σκέψεις που ήθελα να μοιραστώ μαζί σας για απολύτως κανέναν λόγο, ίσως υπάρχει εκεί έξω κάποια ψυχή που νιώθει τους ίδιους φόβους με εμένα. Έδώ είμαστε για την μουσική και όχι για το πόσο απεχθάνομαι εγώ τις Απόκριες. Οπότε, προχωράμε.
Δύο ολόκληρους νέους δίσκους μας έσκασε στην μούρη ο Scrillex και ενώ περιμέναμε να πάθουμε πλάκα, μάλλον o DJ έχει αποτραβηχτεί εμφανώς από την προσπάθεια να παραγάγει κάτι πραγματικά ρηξικέλευθο, όπως πριν στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας με το Scary Monsters and Nice Sprites. Και το Don’t Get Too Close αλλά κυρίως το Quest of Fire έχουν κάποιες δυνατές στιγμές αλλά σε συντριπτική πλειοψηφία δεν περιλαμβάνουν απολύτως τίποτα από το απόλυτα αναγνωρίσιμο mechanic/industrial dubstep EDM στυλ. Απαλλαγμένος από τα τρανσφόρμερς, είπε να παίξει μπάλα με την trap/pop/dance σάρα-μάρα και το αποτέλεσμα είναι απλά ΟΚ, αν και ο DJ προσπαθεί να το κάνει πιο καλλιτεχνικό, τελικά δεν του βγαίνει. Στα 27 τραγούδια, άντε να σήκωσα το φρύδι στα 5. Όχι πως βαρέθηκα, όμως. Καλά θα περάσεις, δεν θα ξετρελαθείς. Πλέον αντίστοιχες ιδέες βρίσκεις και αλλού, από νεότερους τυπάκους/τύπισσες που έχουν ενσωματώσει στον ήχο τους την επιρροή “σκριλεξ”.
Αυτό που συμβαίνει στην Δανία με τις σύγχρονες εκφάνσεις του rock, core και metal δεν έχει προηγούμενο. Οι μπάντες κυκλοφορούν την μια δισκάρα πίσω από την άλλη και πλέον δεν βρίσκουμε χρόνο να ελέγχουμε την τρομερή σκηνή που υπάρχει εκεί πάνου. Σειρά παίρνουν οι Eyes και ο δίσκος Congratulations!, o οποίος είναι άξιος συγχαρητηρίων. Παρά το φτηνό αστείο, οι μπανταίοι από την Κοπεγχάγη εμφανίζονται με όρεξη να φτιάξουν τον απόλυτο noisecore δίσκο. Κραυγές που ματώνουν το λαρύγγι και riff βγαλμένα από τα πιο τρελά όνειρα των Melvins ή των Fugazi ή των Mastodon, ανάλογα με το τραγούδι που θα διαλέξεις να ακούσεις. Αυτό που έχει σημασία, είναι πως στο τέλος θα θυμάσαι πολλά πράγματα, θα θες να τα ξανακούσεις, θα θες να τα ζήσεις χορεύοντας μέσα σε ένα ιδρωμένο pit. Παίρνω τα ρίσκα μου να πω πως πάμε για ψηλά εδώ, μάγκες.
Πολύ καλά τα πάει και η εγχώρια σκηνή στον underground hardcore/punk ήχο, όπου και προκύπτουν πολύ ενδιαφέροντα πραγματάκια με επιθυμητές rock’n’roll τσαχπινιές. Οι Πυρ Κατά Βούληση βγάζουν το πρώτο τους EP, με τίτλο Θύματα Ειρήνης και μπαίνουν στον χορό μιας σκηνής που μεγαλώνει συνεχώς. Τα φωνητικά του Μίλτου τα λάτρεψα και εάν συνυπολογίσουμε τον υπερτίμιο ήχο που έχουν (μάλλον πρόκειται για home made φάση), μάλλον τα παλικαράκια ξέρουν ακριβώς τι κάνουν εδώ πέρα. Περιμένω ανάλογη και καλύτερη συνέχεια. Ξεκινήστε από το τέλος, το "Πνευματική Αποχαύνωση" που είναι κομματάρα.
10 χρόνια πριν, τον Φεβρουάριο του 2013, οι Αυστραλοί Sacriphyx κυκλοφορούν το εντελώς raw The Western Front αλμπουμ, για να τιμήσουν τις επιρροές τους. Με τον ήχο τους να θυμίζει τρομερά πρώιμους Rotting Christ, Necromantia και λοιπούς ‘90s Έλληνες metal black metal pioneers αν ακολουθούσαν το death metal μονοπάτι, το άκουσμα ήταν (και παραμένει) εξαιρετικά familiar. Με θεματικές που αφορούν την καταστροφική μανία του πρώτου Παγκοσμίου πολέμου και την όλη αισθητική να χτυπά κόκκινα στα cultόμετρα, ο δίσκος ήταν ένα ακατέργαστο διαμάντι που θα μπορούσε να είχε κυκλοφορήσει σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο μεταξύ late 80s και σήμερα. Σήμερα όμως που μιλάμε, αν και ερευνήσαμε ενδελεχώς την φασούλα τους, δεν γνωρίζουμε την τύχη των μελών που αποτελούν τους Sacriphyx, μιας και φαίνεται πως ήταν η τελευταία κυκλοφορία τους.