«…Σχόλασα απ’ τη δουλειά μέσα στα υπογεγραμμένα όρια, ύστερα από καμιά βδομάδα ξεδιάντροπης χλεύης της θεωρίας από μέρους της πράξης. Με μηδενικό χρόνο αναμονής, πήδηξα στο σωστό το λεωφορείο, την κατάλληλη στιγμή – λίγο πριν με μαγκώσουν οι πόρτες δηλαδή – μουρμουρίζοντας και υπομειδιώντας: παλιοκουφαλίτσα Μέρφι, σήμερα πήρες τα παπάρια μου, αύριο τα ξαναλέμε. Έπιασα τη μοναχική θέση παράθυρο κι άρχισα να επεξεργάζομαι το ημερήσιο βρώσιμο σχέδιο. Όλα έβαιναν ησύχως, μέχρι που αστικός ραλίστας στο τιμόνι απέκτησε ορεξούλες. Όχι μόνο βάλθηκε να μετράει μία-μία τις διαφοροποιήσεις στην επιφάνεια της ασφάλτου – οι δρόμοι τούτης  της κωλοπόλης έχουν χοντρό ζήτημα με την ομοιογένεια – αλλά ήθελε να κάνει την καταμέτρηση με το κοντέρ σταθερά κοντά στην κατοστάρα. Στην αρχή δεν έδωσα σημασία, μα κατά τη διάρκεια μιας απ’ τις βυθομετρήσεις ένοιωσα κάτι πρωτόγνωρο και ανησυχητικό: τα στήθια μου τα αρρενωπά πάλλονταν ρυθμικά πάνω κάτω, πάνω κάτω σε τέλειο συγχρονισμό…».


 


Διονύσης Κοτταρίδης

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured