Στριμωγμένος όπως και οι υπόλοιποι 6 φίλοι στη γωνία, σε ένα τραπεζάκι, μόνο και μόνο για να μπορέσει η σερβιτόρα να βολέψει τους «δικούς» της στο κέντρο του μαγαζιού, τέλειωσα στα γρήγορα τη βότκα μου και βγήκα έξω αφήνοντας τους υπόλοιπους να χαίρονται αυτή την επίφαση της διασκέδασης, αυτή τη διακωμώδηση του «βγαίνουμε έξω». Βρισκόμουν στη Θεσσαλονίκη, στην Άνω Πόλη, στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου του Γεντί Κουλέ. Προσπέρασα το σπιτάκι του φύλακα, όπου το μόνο εσωτερικό φως του προερχόταν από μια αναμμένη τηλεόραση, πέρασα από την μπάρα που έχει τοποθετηθεί για τα αυτοκίνητα, παράλληλα με τα τείχη, βρισκόμενος ξαφνικά σε μια περιοχή εκπληκτική, με τα δέντρα της, την ποώδη βλάστησή της, τα πρώτα σπίτια της πόλης αλλά και μια θέα όλης της Θεσσαλονίκης έως το Θερμαϊκό. Μπροστά μου αχνοφαίνονταν δύο πιτσιρικάδες που πάνω στα υπολείμματα του τείχους σιγόπιναν την μπύρα τους, χωρίς σχεδόν να ακούγονται. Στα αριστερά μου, πάνω στο φθινοπωρινό γρασίδι, ένας ξαφνικός πλούτος από ξαπλωμένους κίονες, γρανιτένιες κολώνες βυζαντινών εκκλησιών, κομμάτια από ρωμαϊκό υδραγωγείο, μαρμάρινες επιγραφές με περικοπές του κορανίου, με λίγα λόγια όλη η ιστορία της πόλης σε θραύσματα. Θραύσματα πολύτιμα και κυρίως αφύλακτα. Είχα ξεχάσει ήδη την αλαζονεία της σερβιτόρας, την καταπιεσμένη διασκέδαση και την υποχρεωτική ευτυχία. Η πόλη γιόρταζε, ανήμερα του Αγίου Δημητρίου, την απελευθέρωσή της και την ένωσή της με την Ελλάδα, το 1912, αμέσως μετά το ΟΧΙ, με ένα μεθυσμένο τετραήμερο εκδηλώσεων και ευωχίας. Γιορτές αίματος και πολέμου, από τις οποίες άραγε πόσο απέχουμε; Πάνω από τα θραύσματα όλων των ηττημένων αρχόντων, που νόμιζαν ότι τα κτίσματά τους θα ήταν τόσο στέρεα όσο και η ίδια τους η εξουσία, ένιωσα ευτυχής. Και κυρίως ακόμα ζωντανός και εν ειρήνη, μέχρι νεωτέρας…