Στα σχεδόν 5 χρόνια που φιλοξενείται στο Avopolis, η στήλη αποφεύγει συστηματικά να σχολιάζει οποιαδήποτε άλλη πτυχή της μουσικής επικαιρότητας, πέρα από τη δισκογραφία. Την περασμένη εβδομάδα, ωστόσο, η αντίδραση μεγάλου μέρους του κοινού του Release Athens Festival στην –εντελώς απρόσμενη– ανακοίνωση της εμφάνισης της Rosalía στο πλαίσιο του φεστιβάλ ήταν τόσο άδικη, στενόμυαλη, ενδεικτική απόλυτης άγνοιας και εν τέλει αποκαρδιωτική, που γέννησε την ανάγκη να γραφτεί ένα κείμενο που θα απευθύνεται σε καλόπιστους αναγνώστες (οι υπόλοιποι… δεν έχουν σωτηρία) και θα επιχειρήσει να αποκαταστήσει τα πράγματα εξηγώντας τι εστί Rosalía, αλλά κυρίως τι εστί Rosalía live. Αν είναι να βγούμε εκτός θεματολογίας μια φορά, ας βγούμε για μια τέτοια περίπτωση συναυλίας.

Ξεκινάμε με το συμπέρασμα, μην τυχόν και ξεφύγει σε εκείνους που δεν σκοπεύουν να σκρολάρουν παρακάτω: η συναυλιακή εμπειρία που προσφέρει η Ισπανή στο σύνολό της δεν μοιάζει με τίποτα από όσα έχετε δει και δεν είναι από εκείνες που χάνονται, τουλάχιστον για όσους έχουν μέσα τους έστω και λίγο από το pop γονίδιο. Αυτή ήταν η κυρίαρχη σκέψη του γράφοντα μετά το τέλος του live της στο Άμστερνταμ τον Δεκέμβριο του 2022 στο πλαίσιο του Motomami tour, το οποίο κατάφερε να εντυπωσιάσει ακόμα και κάποιον εξοικειωμένο με τη μουσική της και λίγο πολύ υποψιασμένο για το τι πρόκειται να παρακολουθήσει.

Υπάρχουν πολλοί λόγοι που μπορεί κανείς να αραδιάσει για να τεκμηριώσει μια τέτοια, ομολογουμένως βαρύγδουπη διατύπωση, αλλά για να μη χάσουμε τη μπάλα ας τους ομαδοποιήσουμε σε 5 βασικούς. Έχουμε και λέμε:

 

1. Το στήσιμο του show είναι η επιτομή του σύγχρονου creative direction

Είναι δύσκολο να το περιγράψει κανείς αποφεύγοντας εντελώς τα spoilers, αλλά ας πούμε ότι τα performances του Motomami tour είναι σκηνοθετημένα στην εντέλεια. Με σκηνοθεσία, μάλιστα, πιο κοντά στην κινηματογραφική λογική, παρά στις συνθήκες ενός stage. Εν ολίγοις, το όλο show είναι στημένο με τρόπο τέτοιον, ώστε να παρακολουθείται κυρίως από τις γιγαντοοθόνες και όχι τόσο απευθείας από τη σκηνή. Τη Rosalía ακολουθεί παντού και πάντα μια κινητή κάμερα, ενίοτε κρύβοντάς την μάλιστα, η οποία στέλνει εικόνα απευθείας στις γιγαντοοθόνες, συμπληρωματικά προς τις standard κάμερες. Και για εκείνους που θα βιαστούν να πουν «τι πιο σύνηθες;», η απάντηση είναι ότι οι γωνίες λήψης, τα φίλτρα, τα εφέ και το timing της κάθε λήψης με τη δραστηριότητα της τραγουδίστριας και των χορευτών είναι επιμελημένο μέχρι κεραίας, σε σημείο που σε κάνει να νιώθεις ότι ούτε ένα δευτερόλεπτο δεν έχει αφεθεί στην τύχη του. Σαν να παρακολουθείς μια σειρά από βίντεο κλιπ να γυρίζονται σε πραγματικό χρόνο, μπροστά στα μάτια σου. Την ίδια στιγμή τα μινιμαλιστικά σκηνικά, ο φωτισμός, οι χορογραφίες, τα κοστούμια, η αισθητική και το όλο curation του οπτικού σκέλους του show στο σύνολό του, είναι ίσως ό,τι πιο cutting edge υπάρχει αυτή τη στιγμή στο σύμπαν της pop (χωρίς το budget του να είναι αστρονομικό) και «φωνάζει» προσωπικότητα. Και ας το αφήσουμε εδώ, για να μη δώσουμε περισσότερα.

 

2. Οι ερμηνείες της Rosalía είναι ακόμα καλύτερες live απ’ ό,τι στις ηχογραφήσεις

Είναι εύκολο να διαπιστώσει κανείς ακόμα και από τις ηχογραφήσεις την εκπληκτική τεχνική της Ισπανής, αλλά οι live ερμηνείες της δίνουν το κάτι παραπάνω και διαλύουν κάθε αμφιβολία. Ακόμα και εκείνων των προκατειλημμένων, που συνηθίζουν να εξάγουν συμπεράσματα για το ταλέντο μιας τραγουδίστριας με βάση τις ενδυματολογικές της επιλογές, κάτι που συνέβη βέβαια και στην προκειμένη περίπτωση. Και τι στον κόσμο να βλέπαμε από μια γωνία τις πρώτες αντιδράσεις των συγκεκριμένων στην ερμηνεία του “BULERĺAS”, για παράδειγμα. Eνός από τα κομμάτια του περσινού MOTOMAMI, flamenco στον πυρήνα του (περιοχή που μάλλον είναι το φόρτε της), το οποίο της δίνει χώρο να δείξει τι μπορεί να κάνει με τη φωνή της. Το βιμπράτο της είναι όνειρο, απόλυτα ελεγχόμενο ακόμα και όταν τραγουδάει σε πολύ χαμηλή ένταση, οι ανάσες της διαρκούν μία αιωνιότητα, το κούρδισμά της είναι αλάνθαστο, ενώ το πιο αξιοσημείωτο είναι ότι δεν αναλώνει το προφανές ταλέντο της σε άψυχες, επιδεικτικές powerhouse ερμηνείες, αλλά παραμένει εκφραστική καθ’όλη τη διάρκεια. Δεν είναι όλα τα κομμάτια της setlist απαιτητικά σε επίπεδο φωνητικών, αλλά όσα είναι θα σας καθηλώσουν.

 

3. Το περσινό MOTOMAMI είναι ένα από τα καλύτερα άλμπουμ των τελευταίων ετών

Μιλάμε πάντα για μουσική: ούτε το προσεγμένο show, ούτε οι φωνητικές δεξιότητες αρκούν για μια καλή συναυλία, όταν δεν υπάρχει αντίστοιχου επιπέδου υλικό –καλά τραγούδια, με απλά λόγια. Η Rosalía και σε αυτόν τον τομέα παίρνει άριστα. Το MOTOMAMI ιδιαίτερα, ένας δίσκος που συγκεράζει λατινογενή ιδιώματα με εναλλακτική pop εντελώς σύγχρονης αντίληψης, ξεχώρισε άνετα στη δισκογραφία του 2022. Και αυτό δεν είναι μια μεμονωμένη άποψη του Avopolis (καθόλου δεν δυσκολευτήκαμε να το συμπεριλάβουμε στη λίστα μας με τους δίσκους της περσινής χρονιάς), αλλά λίγο πολύ η αθροιστική ετυμηγορία του συνόλου των μεγάλο-μεσαίων μουσικών media του δυτικού κόσμου: στη συγκεντρωτική λίστα του albumoftheyear.org, η οποία προέκυψε συνεκτιμώντας 129 μεμονωμένες λίστες επιδραστικών μέσων, ο δίσκος έφτασε στη δεύτερη θέση αφήνοντας πίσω του τους δίσκους του Kendrick Lamar, των Big Thief, των Fontaines D.C. και των Wet Leg μεταξύ άλλων -με το Renaissance της Beyoncé να είναι το μοναδικό που κατάφερε να το ξεπεράσει. Τα του δίσκου τα έχουμε αναλύσει στην κριτική μας, ας κλείσουμε σημειώνοντας ότι MOTOMAMI βρίσκεται σχεδόν ολόκληρο στις setlists του tour.

 

4. Η Rosalía «συμβαίνει τώρα»

Πέραν της ομόφωνης σχεδόν κριτικής αναγνώρισης, η Rosalía έχει μέσα σε ελάχιστα χρόνια καταφέρει να χτίσει αξιοθαύμαστο εμπορικό εκτόπισμα, το οποίο βρίσκεται στο απόγειό του τώρα που μιλάμε –και εξακολουθεί να γιγαντώνεται. Είναι 56η στον κόσμο στα rankings του Spotify (με το “DESPECHÁ” να προσεγγίζει τα 600 εκατομμύρια streams), νωρίτερα μέσα στο μήνα κέρδισε το δεύτερό της Grammy, ενώ τους επόμενους μήνες ετοιμάζεται για Primavera, Lollapalooza Brazil και Coachella -σε όλα headliner ή δεύτερο όνομα στη χειρότερη περίπτωση. Και όσοι αναρωτιούνται τι σημασία έχουν όλα αυτά, ας πάρουν λίγο χρόνο για να σκεφτούν πόσες φορές στην τελευταία εικοσαετία είχε την ευκαιρία το ελληνικό κοινό να απολαύσει ονόματα που να συνδυάζουν κάθε ένα από τα χαρακτηριστικά αυτά, ταυτόχρονα: μεγάλη εμπορική απήχηση, σχεδόν καθολική αναγνώριση από τους μουσικόφιλους κύκλους και στην πιο επιτυχημένη φάση της διαδρομής τους (με έμφαση σε αυτό το τελευταίο). Δεν είστε οι μόνοι που δυσκολεύεστε να φτάσετε στη δεύτερη παλάμη.

 

5. Η συναυλιακή αναβάθμιση της Ελλάδας θα κριθεί από τη στήριξη (ή μη) τέτοιων πρωτοβουλιών

Πιάνοντας τον συλλογισμό από εκεί που τον αφήσαμε στην προηγούμενη παράγραφο, αντιλαμβάνεται κανείς πόσο κρίσιμο είναι να στηρίξει το ελληνικό κοινό bookings σαν κι αυτό. Είναι γνωστό ότι η Ελλάδα δεν είναι ιδιαίτερα ελκυστικός προορισμός για μεγάλου και μεσαίου-προς-μεγάλου βεληνεκούς μπάντες και καλλιτέχνες που βρίσκονται σε tour, για ποικίλους λόγους: η αγορά είναι μικρή και υπολείπεται σε μουσική ενημερότητα, το budget είναι περιορισμένο για τη συντριπτική πλειονότητα των promoters, η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων είναι σχετικά χαμηλή, ενώ η απομονωμένη γεωγραφική θέση της χώρας στη Νοτιοανατολική άκρη του ευρωπαϊκού χάρτη (μακριά δηλαδή από τις μεγάλες αγορές της Βόρειας και Δυτικής Ευρώπης, οι οποίες βρίσκονται λίγο πολύ συγκεντρωμένες σε κοντινές αποστάσεις) επιφέρει πρακτικές δυσκολίες.

Κατά συνέπεια, πλην μεμονωμένων εξαιρέσεων, η εγχώρια συναυλιακή κίνηση αφορά είτε μικρομεσαίου εμπορικού μεγέθους ονόματα, είτε μεγαλύτερα ονόματα τα οποία όμως έχουν χτίσει ειδική σχέση με το ελληνικό κοινό σε βάθος πολλών χρόνων και θεωρούνται «σιγουράκια» –και παρεμπιπτόντως, σπανίως παίζουν στη χώρα μας στη φάση της εμπορικής ή/και καλλιτεχνικής τους ακμής. Καλοδεχούμενοι ασφαλώς οι Pet Shop Boys, ο Nick Cave και ο Liam Gallagher, αλλά δεν αρκούν τέτοια ονόματα από μόνα τους για να συνθέσουν ένα συναυλιακό τοπίο πλούσιο, πλουραλιστικό και εναρμονισμένο με τις τάσεις των κραταιών Δυτικών αγορών.

Ο μοναδικός μοχλός που ενδεχομένως έχει τη δύναμη να γυρίσει το παιχνίδι και να επικαιροποιήσει το συναυλιακό status της Ελλάδας είναι η έμπρακτη στήριξη του κοινού στους διοργανωτές εκείνους οι οποίοι ρισκάρουν να επενδύσουν τα χρήματά τους σε τολμηρές (για τα ελληνικά δεδομένα) επιλογές όπως η Rosalía, με κίνδυνο να υποστούν σοβαρή οικονομική ζημία. Θα έχουμε φτάσει στο επιθυμητό σημείο όταν η ανακοίνωση τέτοιων ονομάτων θα έχει πάψει να προκαλεί ιδιαίτερες εκπλήξεις και συζητήσεις. Όταν η Αθήνα των τεσσάρων εκατομμυρίων κατοίκων θα έχει καλομάθει στο να υποδέχεται κάθε δεύτερη εβδομάδα κάτι μεγάλο ή τέλος πάντων relevant, όπως αρμόζει στο μέγεθός της, χωρίς αυτό να αποτελεί «γεγονός». Όταν δεν θα αρκεί πια ο χρόνος για να γραφτούν και να συζητηθούν όλα τα συναυλιακά στη δημόσια σφαίρα. Για να συμβούν όλα αυτά όμως, το sold out της Rosalía –και της κάθε Rosalía που θα ακολουθήσει– είναι συνθήκη αν όχι ικανή, τότε οπωσδήποτε αναγκαία.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured