Άγγελος Κλειτσίκας

Υπάρχει ένα προβλέψιμο μοτίβο στη φύση των συζητήσεων που επιδιώκω να ξεκινήσω, τόσο με άτομα που γνωρίζω ελάχιστα (ως καθόλου) όσο και με ανθρώπους που –νομίζω μπορώ να πω πια με ασφάλεια– γνωρίζω (σχεδόν) κάθε γωνιά των σκέψεών τους και μοιραζόμαστε (περίπου) την ίδια φιλοσοφία ζωής. Όλες οι κουβέντες, με έναν μαγικό τρόπο θα (υπο)κινηθούν έτσι,  άθελα μου πάντα (όπως ισχυρίζομαι), ώστε να καταλήξουν σε κάποιο θέμα το οποίο εφάπτεται της μουσικής. Είτε δηλαδή αυτό έχει καθαρά (αμπελο)φιλοσοφικό χαρακτήρα όπως, σε κλισέ πνεύμα, το νόημα της ζωής, είτε καθαρά πρακτικό –μια ερωτική συμβουλή, λ.χ.– κοινό σημείο από όπου θα περάσουν όλα θα είναι κάποιο μουσικό trivia υπό τη μορφή στίχου, αποφθέγματος, ιστορικής γνώσης ή αλληγορίας. Μπορεί να γίνει/ω πολύ κουραστικό(ς), το γνωρίζω.

Σε μία τέτοια συζήτηση, λοιπόν –με καθαρά μουσικοϋπαρξιακό περιεχόμενο αυτή τη φορά– επιχειρήσαμε με τον, δικαιολογημένα ισχυρογνώμων, συνομιλητή μου να προσδιορίσουμε ποιο ήταν το τελευταίο ρεύμα/κίνημα με πολιτικοκοινωνικό εκτόπισμα που γεννήθηκε και εξαπλώθηκε εκτός διαδικτυακού πλασαρίσματος και χειραγώγησης. Δεν θυμάμαι τα ακριβή επιμέρους επιχειρήματα και πώς φτάσαμε ως εκεί, αλλά καταλήξαμε στο οργισμένο, φεμινιστικό riot girrrrl κύμα ως φαβορί. Στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από τότε μέχρι τις ημέρες που άρχισα να ασχολούμαι με το συγκεκριμένο άρθρο, υπήρχαν μόνο χλιαρές και παροδικές μετατοπίσεις προς άλλες προτάσεις· ανίκανες να ανατρέψουν την αρχική μου γνώμη.

Εμβαθύνοντας όμως στις γνώσεις μου για το New Weird America «δημιούργημα», συνειδητοποίησα πως οι αγνότερες, αυθεντικότερες και μαζικώς δημοσιογραφικά προστατευμένες πτυχές του, κατακλύζονται από ένα αθεράπευτα ρομαντικό πνεύμα, αλλά και από μία βαθιά αίσθηση πολιτικοκοινωνικής συνείδησης, εντός μίας δεμένης κοινότητας. Το ρεύμα έχει πρωταγωνιστές που συνεχώς συνεργάζονταν καλλιτεχνικά, διαθέτει τα δικά του φεστιβάλ/τόπους συνάντησης των μυημένων μελών, αλλά κι ένα (έντυπο) περιοδικό να καταγράφει και να αναδεικνύει τη ζωή του, σαν τις παλιές καλές ημέρες. Ας μην προτρέχουμε, εντούτοις. Ας πιάσουμε την ιστορία από εκεί όπου την αφήσαμε την τελευταία φορά, δηλαδή στην αρχή της νέας χιλιετίας, όταν το κίνημα βρισκόταν πια στα πρόθυρα της ευρύτερης αναγνώρισης του.

{youtube}6xg8W_2oZVs{/youtube}

Στα 3 πρώτα χρόνια των noughties, άρχισε να εμφανίζεται αιφνίδια ένας μεγάλος αριθμός από νέες μπάντες που υιοθετούσαν αυτόν τον μυστηριακό, ακατέργαστο ήχο-σύνοψη όλων των αμερικάνικων μουσικών νορμών και των εξωτικότερων εισαγωγών τους: σαν να περίμεναν την κατάλληλη στιγμή για να έχουν απήχηση οι ιδεολογικές και υπαρξιακές τους ανησυχίες, έστω και στους λίγους με τους οποίους ταυτίζονταν. Μέχρι και τα τέλη του 2002 είχαμε αρκετά τέτοια δείγματα γραφής από νέες παρουσίες, αλλά και από κάποιες που έχουμε ήδη συναντήσει.

Στην πρώτη κατηγορία συγκαταλέγεται το ομώνυμο ντεμπούτο παραισθησιογόνας, αναγεννησιακής folk της Fursaxa, ο απαλλάχιος νεοψυχεδελικός πειραματισμός των MV & EE στον επίσημο πρώτο δίσκο τους Ragantula, αλλά και το παρθενικό άλμπουμ του Devendra Obi Banhart, ενός πολλά υποσχόμενου (τότε) και μυστήριου, μεταμοντέρνου χίπη με καταβολές από Βενεζουέλα, στη δισκογραφική Young God Records του Michael Gira –αθόρυβου μα σταθερού παίχτη για τη σκηνή την οποία εξερευνούμε. Στη δεύτερη ανήκουν οι νέες δουλειές του θεαματικά εξελισσόμενου και παραγωγικότατου avant-folk κιθαρίστα Ben Chasney (ο οποίος έφτιαχνε σταθερά 2-3 δίσκους τον χρόνο με το προσωπικό του σχήμα Six Organs Of Admittance), τα χαμένα σε μία παρελθοντομελλοντική διάσταση του αμερικάνικου γαλαξία έργα των Califone, αλλά και οι πάντα σε σωστή δόση μελαγχολίας και ψυχικής ευεξίας νέοι δίσκοι του Will Oldham ως Bonnie Prince Billy.

Amer_2.jpg

Σε αυτό το συνεχώς μεταβαλλόμενο τοπίο ήρθαν να προστεθούν όμως και ονόματα που κουβαλούσαν indie ευαισθησίες, προοικονομώντας  μελλοντικές διασπάσεις και μεταλλάξεις στους New Weird America κύκλους. Αρχικά, η συστάδα μπήκε κάτω από την ομπρέλα της freak folk ετικέτας, η οποία στη συνέχεια μετατράπηκε σε indie folk –αν και τα όρια μεταξύ τέτοιων ταμπελών είναι απίστευτα δυσδιάκριτα και βοηθούν τελικά μόνο εκείνους που παρακολουθούν πολύ στενά τις μουσικές εξελίξεις. Όπως και να έχει, οι πρώτοι δίσκοι των Animal Collective, του Sufjan Stevens, όλες οι δουλειές των lo-fi νατουραλιστών Microphones (με σπουδαιότερη το Glow Part.2) και λίγο αργότερα το ντεμπούτο των Grizzly Bear (Horn Of Plenty) και οι πρώτες 2-3 δουλειές των Dirty Projectors μοιράζονται κοινές επιρροές: από τις αρμονίες του Brian Wilson, μέχρι πιο πρόσφατες, όπως π.χ. τους άτυπους πατέρες και εμπνευστές της freak folk συνομοταξίας, Neutral Milk Hotel.

{youtube}L7lDCY4smvg{/youtube}

Τα πιο πυκνά, δημιουργικά και εμπνευσμένα χρόνια του κινήματος είναι τα 3 επόμενα που ακολούθησαν, με το 2004 να ξεχωρίζει λόγω της συγχρονισμένης κυκλοφορίας μερικών από των κομβικότερων New Weird America δίσκων. Όλα ξεκίνησαν ήδη από τον Οκτώβριο του 2002, όταν συνεργάστηκαν ο εκδότης Laris Kreslins και ο μουσικός συντάκτης Jay Babcock (με προϋπηρεσία στο Mojo) για να κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα, δημιουργώντας το Arthur στο Λος Άντζελες: ένα περιοδικό καλλιτεχνικής θεώρησης και αποτύπωσης του παρόντος, το οποίο θα φιλοξενούσε σημαντικότατα πρόσωπα απ' όλα τα φάσματα της τέχνης, με εστίαση στη μουσική. Μέσα από τις σελίδες του θα περνούσαν όλοι οι αντιπροσωπευτικότεροι καλλιτέχνες του New Weird America ιδιώματος, σε υπέροχα άρθρα και εκτενείς αναλύσεις, κάτι που τελικά το ανέδειξε σε πνεύμονα για την υγιή εξάπλωση των ιδεών του ρεύματος. Μάλιστα, τον Σεπτέμβριο 2005 θα διοργανωνόταν στο L.A. και το πρώτο (και μοναδικό) ArthurFest, που συνδύασε στο line-up του μεγάλα ονόματα της ανεξάρτητης ροκ σκηνής σαν τους Sonic Youth με φρέσκες παρουσίες όπως τον Devendra Banhart και τους Six Organs Of Admittance.

Amer_3.jpg

To 2003 μοιάζει σαν τη χρονιά πριν το μεγάλο ξέσπασμα, σαν την απόλυτη ηρεμία πριν τη καταιγίδα. Κατά τη διάρκεια του έτους μπήκαν οι βάσεις για την ισχυροποίηση της αίσθησης κοινότητας της σκηνής, αφού δημιουργήθηκαν δύο φεστιβάλ αποκλειστικά για τη διάδοσή της –σε ένα δε από αυτά σφυρηλατήθηκε και ο όρος New Weird America από τον David Keenan (δες προηγούμενο Indiestopia). Αυτό συνέβη στο Brattleboro Festival του Βερμόντ, ενός τόπου που μοιάζει υπόλειμμα μίας παλαιότερης, αμόλυντης εποχής, θαμμένου στη βλάστηση. Εκεί μεγάλωσαν τα μέλη των MV & EE (η μπάντα-διοργανωτής του φεστιβάλ), κι εκεί συγκεντρώθηκαν ονόματα όπως οι Califone, οι Iron & Wine (πριν το κασέ του Samuel Bean ανέβει) και οι Comets On Fire, που με τον Grateful Dead/Hawkind ήχο τους χάρισαν μία Woodstock διάσταση στο Brattleboro.

Το δεύτερο φεστιβάλ, βρισκόταν στην ακριβώς αντίπερα όχθη της αχανής αμερικάνικης έκτασης: το Quiet Quiet Festival διοργανωνόταν σε διάφορες παρθένες τοποθεσίες της Δυτικής Ακτής, όπως το Big Sur. Πίσω από αυτό βρισκόταν η μπάντα-ορισμός της αναβίωσης του χίπικου πνεύματος Brightbalck Morning Light, οι οποίοι ζούσαν για χρόνια μόνο σε σκηνές και ηχογραφούσαν τους δίσκους τους μόνο με τη βοήθεια της ...ηλιακής ενέργειας! Εκεί γνωρίστηκαν μάλιστα για πρώτη φορά πολλοί πρωταγωνιστές της σκηνής, όπως η νεαρή (τότε) Joanna Newsom με τον Devendra Banhart, και ο Will Oldham με τους Vetiver.

{youtube}47yuiPK01kg{/youtube}

Όλη όμως η εκθετικά κλιμακούμενη  ορμή και ενέργεια της σκηνής εκτονώθηκε το 2004, όταν και κυκλοφόρησαν οι δίσκοι-ορόσημά της, αναγκάζοντας μεγάλα μουσικά (και μη) δημοσιογραφικά μέσα να ταξιδέψουν μέχρι το Βερμόντ ή το Big Sur για να εξηγήσουν σε εκτενή άρθρα το τι στο καλό συνέβαινε τελοσπάντων με όλους εκείνους τους βγαλμένους από το 1969 γενειοφόρους και μύστες της counter-culrure ιδεολογίας.

Ας δούμε λοιπόν όσο πιο περιεκτικά γίνεται τις κυκλοφορίες: οι εκ Φιλαδέλφειας ερχόμενοι Espers κυκλοφόρησαν το ομώνυμο ντεμπούτο τους, ένα αστραφτερό διαμάντι ψυχεδελικής βρετανίζουσας φολκ στον αστερισμό του Bert Jansch και των Incredible String Band. Ο αποθανών το 2009 Jack Rose, ένας δεινός avant-garde κιθαρίστας και κάτοχος του μουσικού πλούτου των Ηνωμένων Πολιτειών, κυκλοφορεί το Raag Manifestos έναν δίσκο-κράμα των ινδικών ragas και των country blues, που θα μπορούσε να είχε κυκλοφορήσει πριν 60 χρόνια ή 60 χρόνια μετά. Η Alela Diane επισκέφθηκε με τη χρονομηχανή της gospel χορωδίες στα 1940s και 1950s ποιώντας το δικό της «πειρατικό gospel» (Pirate’s Gospel). Οι Vetiver επιβεβαίωσαν με το ομώνυμο ντεμπούτο τους τη σταδιακή εισβολή μίας indie αισθητικής στις τάξεις του ρεύματος, ενώ το ξωτικίσιο ανδρόγυνο στυλ των αδερφών Cocorosie ιντρίγκαρε τη μουσική σφαίρα περισσότερο από το lo-fi χωνευτήρι επίκαιρων τάσεων ντεμπούτο τους (La Maison De Mon Reve).

Amer_4.jpg

Ως πραγματικοί φάροι όμως της New Weird America μυθολογίας στέκονται οι παρακάτω δίσκοι: το σαν κρησφύγετο κάτω από τα παπλώματα, 3ο άλμπουμ του Devendra Banhart Rejoicing In The Hands, το οποίο περιέχει συμβολική συνεργασία με μία από τις ηρωίδες/μούσες του ρεύματος, τη Vashti Bunyan. Το παρθενικό δημιούργημα της νεραϊδένιας αρπίστριας Joanna Newsom, Milk-Eyed Mender, ένα λίκνο αυθεντικής αμερικάνικης τραγουδοποιίας. Το Sung Tongs των Animal Collective, ένας πηχτός χυλός που βράζει στο καζάνι του χίπικου πνεύματος με μπαχαρικά τον πειραματισμό, τον νατουραλισμό και τις αγγελικές αρμονίες. Η πρώτη προσπάθεια του Sam Bean ως Iron Wine, το Our Endless Numbered Days, ένας συμβατικός μεν folk δίσκος, γεμάτος δε από ανταποδοτικές λεπτομέρειες. Και, περισσότερο απ’ όλα, το Seven Swans: η θρηνωδία του Sufjan Stevens, γεμάτη πνευματικές μπαλάντες και πένθιμα διδάγματα για την εύρεση της ευτυχίας. Η συλλογή πάλι Golden Apples Of The Sun –κυκλοφόρησε μέσω του Arthur Magazine με επιμελητή της τον Banhart– ήρθε να σφραγίσει και επίσημα την ύπαρξη της σκηνής, εμπεριέχοντας νέες και παλαιότερες ηχογραφήσεις των βασικών της πρωταγωνιστών.

{youtube}y-D6-PIG6x0{/youtube}

Τα επόμενα 3 χρόνια, μέχρι και το 2008 περίπου, η σκηνή απόλαυσε μία περίοδο ωριμότητας και δημιουργίας νέων, καλών δίσκων, στο γνωστό πλουραλιστικό πνεύμα. Σταδιακά όμως άρχισε να γνωρίζει διασπάσεις, μεταλλάξεις και απώλειες, οδηγούμενη τελικά στην αφομοίωσή της από άλλες επικρατούσες τάσεις. Το 2005 και το 2006 είχαμε λοιπόν μερικούς πολύ αξιόλογους δίσκους, όπως το ντεμπούτο της Josephine Foster ως σόλο καλλιτέχνιδας (Hazel Eyes I Will Lead You), την πρώτη δουλειά του εγκέφαλου των Microphones Phil Elverum με το νέο του project Mount Eerie, το ομότιτλο 2ο άλμπουμ των Brightblack Morning Light που γρήγορα απέκτησε cult διαστάσεις ανάμεσα στους μελλοντικούς χίπστερς, αλλά και τους πρώτους δύο δίσκους των Akron/Family, μίας μπάντας με έντονο το αυτοσχεδιαστικό και πολιτικό στοιχείο. Αυτό που συνέβη στη συνέχεια, είναι πως η σκηνή έχασε την ταυτότητά της και το ιδεολογικό της υπόβαθρο: οι σημαντικότεροι εκπρόσωποί της (οι Animal Collective, o Sufjan Stevens και η Joanna Newsom κάπως λιγότερο) την εγκατέλειπαν με κάθε καινούργιο τους δίσκο, ενώ άλλοι υπέγραψαν σε μεγαλύτερες δισκογραφικές (Devendra Banhart). Η λέξη «κοινότητα» έχασε το περιεχόμενό της.

Amer_5.jpg

Τελικά η New Weird America ιδέα εγκαταλείφθηκε εντελώς εκεί γύρω στις παρυφές της νέας δεκαετίας, ακόμη και αν στη πορεία υπήρξαν πολλές μπάντες και καλλιτέχνες που ο ήχος τους αποκρυστάλλωσε το πνεύμα της κάποτε σκηνής. Οι Fleet Foxes, οι Bon Iver, οι Blitzen Trapper, οι Band Of Horses, ο Wooden Wand, αλλά και ακόμη πιο πρόσφατα παραδείγματα (DM Stith, Hiss Golden Messenger, Ryley Walker, Promised Last Sound) μπαίνουν κάτω από την εύκολη και άτσαλη ταμπέλα του indie folk –και όλοι δείχνουν χαρούμενοι, μα μοιάζουν περισσότερο σαν μία αναβίωση της αναβίωσης.

Η αλήθεια είναι βέβαια πως ταυτότητα της σκηνής και χαρακτηριστικό της γνώρισμα, δεν υπήρξε η συγκεκριμένη ηχητική υφή, αλλά ακριβώς ο πλουραλισμός και η δημοκρατικότητα στην αφομοίωση της απύθμενης αμερικάνικης (και όχι μόνο) κληρονομιάς. Ακόμη περισσότερο, όμως, αποτέλεσε την ηχηρή κραυγή μίας γενιάς απέναντι στα αμαρτήματα και στις τοξικές επιλογές της προηγούμενης, όσα δηλητηρίασαν τον κάποτε άσπιλο κόσμο. Έστω και αν τελικά αποδείχθηκε πως κάθε γενιά, όσο βουτάει βαθύτερα στην ενήλικη ζωή, τείνει να ξεχνάει τους ιερούς όρκους της νεότητάς της.

Προτεινόμενη Δισκογραφία:

The Microphones – The Glow Pt.2 (2001)
Joanna Newsom – Mik-Eyed Mender (2004)
Sufjan Stevens – Seven Swans (2004)
New Weird America Compilation – The Golden Apples Of The Sun (2004)

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured