8:30 το πρωί χαμηλά στην Ερμού, λίγο πιο πάνω από την Καπνικαρέα, ένα τυχαίο χειμωνιάτικο πρωινό καθημερινής με κρυστάλλινο ήλιο. Το mp4 μου είναι αφόρτιστο, ενώ βαριέμαι να επιλέξω μουσική από το κινητό, φοβούμενος το χάος των απεριόριστων επιλογών του διαδικτύου και το ξεφόρτισμα της μπαταρίας. Από τις λίγες φορές που έχω μείνει εκτεθειμένος στους αστικούς ήχους, επιλέγω να αφεθώ σε εκείνους και να τους επιτρέψω να ορίσουν τη «γεωγραφία» των σκέψεών μου.
Το σχετικά πρωινό της υπόθεσης έδωσε ανώδυνες διαστάσεις στον θαρραλέο αυθορμητισμό μου, αλλά αυτός ανταμείφθηκε ακόμα περισσότερο μόλις μερικές στιγμές αργότερα. Σε μία Ερμού άδεια από τους τυπικούς της θαμώνες και τους αντίστοιχους (κάποιοι θα έλεγαν αντιαισθητικούς) βόμβους που δημιουργούν, αντήχησε ξεθωριασμένος ο ήχος μίας λατέρνας. Σε έναν από τους πρώτους κάθετους του παλαιότερου εμπορικού δρόμου της πόλης, εμφανίστηκε ξαφνικά ο συναισθηματικός «ταραχοποιός» της ιστορίας: βγαλμένος κατευθείαν από παρελθοντικές εποχές, ρομαντικότερες μόνο στην φανταστική αναπόλησή τους, χάριζε ευγενικά τις απαραίτητες κυκλικές περιστροφές στο κινούμενο μουσικό του κουτί, έτσι ώστε να αναδυθεί η τόσο μελαγχολική και γλυκόπικρη αίσθηση που επιφέρει.
Ξαφνικά, μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτων, το μυαλό μου προσγειώθηκε σε μία σειρά από θαμμένες εικόνες. Εικόνες που δεν είχα δει ποτέ με τα μάτια μου, αλλά τις είχα σχηματίσει μέσα από ιστορίες της γιαγιάς μου και μακρινών θείων, από βιβλία εγχώριων συγγραφέων της μεταπολεμικής περιόδου και από μία γενικότερη αίσθηση «ελληνικότητας», η οποία σμιλεύεται στο ψυχικό ασυνείδητο όσων ατόμων εκτέθηκαν στα νεότερά τους χρόνια στην ιστορία αυτού του τόπου. Ακόμη πιο αναπάντεχη, όμως, ήταν η ανεξέλεγκτη νοσταλγία που ακολούθησε: σαν να είχα βιώσει όντως εκείνες τις ανέμελες ημέρες της λατέρνας και του ακορντεόν στους χωμάτινους δρόμους και στα λαϊκά σαλόνια. Ένα είδος συλλογικής νοσταλγίας, που ήξερα ότι πιθανότατα μοιράζομαι και με ομοεθνείς μου με τους οποίους μπορεί κατά τα άλλα να μην έχω απολύτως κανένα κοινό σημείο συζήτησης.
Αυτό ακριβώς το brand νοσταλγίας (αλλά με μπάντζο και βιολιά ως πυροκροτητές) ενός παρελθόντος αμόλυντου από τo καπιταλιστικό μικρόβιο –μα και η φαντασίωση ενός διαφορετικού, απαλότερου μέλλοντος– είναι που πυροδότησε ένα νέο κύμα Αμερικάνων μουσικών στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, να επιστρέψει στις ρίζες της δικής του παράδοσης, μπασταρδεύοντάς τις με μία πληθώρα ερεθισμάτων και αναφορών που προέρχονται από την αμερικάνικη (αντι)ποπ μυθολογία των περασμένων δεκαετιών.
{youtube}eVdpXdpzvYY{/youtube}
Το ρεύμα βαφτίστηκε «New Weird America» από τον μουσικό δημοσιογράφο David Keenan, σε ένα άρθρο του στο underground μα επιδραστικό βρετανικό περιοδικό The Wire, πίσω στο 2003, όταν παρακολούθησε το Brattleboro Free Folk Festival –τη Μέκκα και σημείο συνάντησης των καλλιτεχνών της σκηνής. Το ξετύλιγμα όμως της ιστορίας για το πώς φτάσαμε ως εδώ θα μας οδηγήσει πίσω στο 1952, ατις beatnik ημέρες της αμερικάνικης Δυτικής Ακτής.
Σε ένα τυπικό διαμέρισμα του Σαν Φρανσίσκο της εποχής, ο εκκεντρικός κινηματογραφιστής και μποέμ φιγούρα, Harry Smith, είχε συγκεντρώσει έναν αμέτρητο αριθμό singles 78 στροφών, από όλα τα μουσικά παρακλάδια που είχε γεννήσει ο αμερικάνικος πολιτισμός μέχρι τότε: blues, jazz, country και folk. Είχε αρχίσει να συλλέγει ήδη από το 1940, με αποτέλεσμα το σπίτι του να έχει πια μετατραπεί σε κάτι σαν αντικερί. Έχοντας ενισχυμένη την αίσθηση υστεροφημίας και λαογραφικού χρέους απέναντι στην άυλη πολιτιστική κληρονομιά της πατρίδας του, ο Smith αποφάσισε να επιλέξει τα πιο αντιπροσωπευτικά κομμάτια από τη δισκοθήκη του –ηχογραφημένα από το 1926 ως το 1933– και να τα κυκλοφορήσει σε μία συλλογή με τίτλο Anthology Of American Folk Music, μέσω της δισκογραφικής Folkways (1952).
Η ανθολογία υπήρξε βαθιά επιδραστική, γενόμενη Βίβλος για τους καλλιτέχνες της folk αναγέννησης που σημειώθηκε στα τέλη των 1950s στη σκηνή του Greenwich Village, μέσα στην οποία έλαμψε και το άστρο του Bob Dylan. Πέρα όμως από τους θρυλικούς Αμερικάνους τραγουδοποιούς, ειδική μνεία σε αυτήν είχαν κάνει και δρυίδες της ψυχεδελικής folk στις αρχές των 1960s –όπως ο πρωτοπόρος John Fahey και ο Σκωτσέζος πανηδονιστής Donovan. Από τη δεκαετία του 1970 μέχρι τα τέλη των 1980s, πάλι, η folk μυθολογία πέρασε βαθιά περίοδο στασιμότητας και ελάχιστοι καλλιτέχνες που την επαναεπισκέφθηκαν, μπόρεσαν να βγουν στο προσκήνιο.
Κάπου εκεί δημιουργήθηκε όμως ένα νέο ρεύμα, με το όνομα «anti-folk κίνημα», με στέγη του το Fort club της Νέας Υόρκης: απαρτίστηκε από καλλιτέχνες που επιθυμούσαν να σατιρίσουν την πολιτική σοβαρότητα των folk ηρώων της γερασμένης Αμερικής, μέσω της ωμής παράδοσης ασυνάρτητων στίχων. Στις αρχές της επόμενης δεκαετίας (και στο ακριβώς αντίθετο πνεύμα), το ενδιαφέρον για την γηγενή τραγουδοποιία αναθερμάνθηκε μέσω κυρίως του Will Oldham, ο οποίος με τις κυκλοφορίες του στη Drag City –άλλοτε ως Palace Brothers και άλλοτε ως Palace Music– απέδειξε πως οι ρίζες μπορούν να αναμειχθούν με τις νεότερες νόρμες (punk, hardcore) και να δώσουν ένα άκρως αντιφατικό, συναισθηματικό υβρίδιο.
{youtube}Icv6U4cfBPE{/youtube}
Αλλά η πλήρης επαναφορά της προσοχής για τις παρθένες και αδηλητηρίαστες γωνιές της αμερικάνικης μουσικής τοπολογίας πυροδοτήθηκε το 1997, μέσω της συνδυαστικής επίδρασης δύο καλλιτεχνικών γεγονότων. Το πρώτο είναι η κυκλοφορία του βιβλίου Invisible Republic: Bob Dylan’s Basement Tapes από τον γνωστό μουσικοκριτικό Greil Marcus. Σε αυτό επαινεί την αξία αυτών των underground ηχογραφήσεων του Bob Dylan μαζί με τους Hawks –δηλαδή τους μετέπειτα Band– οι οποίες αποτελούν αρχείο περιφρούρησης και διατήρησης των καταβολών της αμερικάνικης παράδοσης. Αναφέρεται μάλιστα στην ανθολογία του Harry Smith ως «κιβωτό» και χαρακτηρίζει την μουσική της υφή ως «old, weird America» (φράση που έδωσε και στο νέο ρεύμα την ονομασία του), ενώ παράλληλα εξηγεί πως η ευαισθησία εκείνων των προπολεμικών ηχογραφήσεων ηχεί στις «υπόγειες κασέτες» του Dylan.
Παράλληλα, επανακυκλοφόρησε σε 6 CD η Anthology Of American Folk Music, μαζί με αποσπάσματα από το βιβλίο του Marcus και κείμενα-φόρους τιμής από μουσικούς που επηρεάστηκαν από αυτή και συγγραφείς που μεγάλωσαν μαζί της. Τόσο το βιβλίο, όσο και ολόκληρο το σκονισμένο κεφάλαιο ιστορίας που εξερευνά, εισχώρησε γρήγορα στους εναλλακτικούς νεανικούς κύκλους, σπρώχνοντας μία ολόκληρη γενιά πρώιμων indie παιδιών και ετεροχρονισμένων χίπηδων σε φθηνά παζάρια με μεταχειρισμένα βινύλια και CDs (μην ξεχνάτε πως βρισκόμαστε ακόμη στις τελευταίες μέρες πριν το παράνομο downloading). Όπου και γινόταν η αναζήτηση της χαμένης, αυθεντικής αμερικάνικης ταυτότητας, η οποία βρισκόταν κάπου ανάμεσά τους, θαμμένη και ανενεργή.
Στα τέλη της δεκαετίας άρχισε λοιπόν, εκ των περιθωρίων, να αναδύεται αθόρυβα μία φουρνιά μουσικών η οποία συνδύαζε ένα πολυσχιδές φάσμα πολιτισμικών αναφορών και μελωδικών στοιχείων, παντρεύοντας αρετές από τα περισσότερα παρακλάδια της αμερικάνικης μουσικής ιστορίας. Στην αρχική του μορφή ο ήχος έπαιρνε την τζαζ ελευθερία ως ιδεολογικό τρόπο (από)δόμησης και την έντυνε με νατουραλιστικά ακουστικά στοιχεία, ψυχεδέλεια, ηλεκτρονικό πειραματισμό και μία γενικότερη χίπικη διάθεση αυτοσχεδιασμού.
Τα πρώτα ονόματα που δοκίμασαν να εκφραστούν μέσα από αυτό το πνευματικό και μουσικό stream of conciousness ήταν οι Τεξανοί Charalambides με τις εμφανείς επιρροές από τους 13th Floor Elevators, το επταμελές σχήμα No-Neck Blues Band με το μεταμοντέρνο delta blues του, οι Six Organs Of Admittance με τις ανατολίτικες, χειροποίητες κιθαριστικές εξερευνήσεις, οι Faun Fables (οι οποίοι ταρακούνησαν τα κόκαλα των yodeling τροβαδούρων) οι Califone μία lo-fi μπάντα-χωνευτήρι όλης της αμερικάνικης μουσικής ιστορίας, αλλά και οι πιο σκληροί μυστικιστικές Sunburned Hand Of The Man. Με κάθε νέο τους δίσκο, όλοι οι παραπάνω εμπλούτιζαν τον καμβά αναφορών της σκηνής, βάζοντας μέσα musique concrète στοιχεία, new age κοσμοθεωρία, hillbily ορεσίβιες θρηνωδίες, απαλλάχια βιολιά, country funk, αλλά και krautrock ή βρετανική ψυχεδελική folk, επιχειρώντας να γράψουν ένα εναλλακτικό αφήγημα made-in-USA.
{youtube}nhqAfSzFDgs{/youtube}
Μέχρι και τις αρχές της νέας χιλιετίας, η ιδέα για την αναγνώριση κάποιου νέου ρεύματος ήταν ακόμη ισχνή, ενώ όσοι καλλιτέχνες μοιράζονταν αυτή την κοινή αναπόληση του πρωτόγονου παρελθόντος είχαν μείνει μακριά από οποιαδήποτε δημοσιογραφική έκθεση. Όπως συμβαίνει όμως σχεδόν σε κάθε κίνημα με ιδιότυπα χαρακτηριστικά και δυνητικό δημοσιογραφικό κέρδος (όχι πάντα με την κακή έννοια), το New Weird America στερέωμα γρήγορα άρχισε να αναδύεται στην επιφάνεια της εναλλακτικής κουλτούρας, απολαμβάνοντας μία σειρά από νέα ονόματα και αισθητικές προσθήκες.
Από εδώ και πέρα οι ιστορίες πυκνώνουν, η ανάγκη για εμβάθυνση μεγαλώνει και το ρεύμα φτάνει στην κορύφωσή του. Γι' αυτόν τον λόγο η συνέχεια του αφηγήματος θα ακολουθήσει στο Indiestopia του επόμενου Σαββάτου. Μέχρι τότε σας προτείνω να αφιερώσετε λίγο χρόνο στη μυθική ανθολογία του Harry Smith, έτσι ώστε να συνειδητοποιήσετε και εσείς από πρώτο χέρι πόσο βαθιά και υπόγεια είναι η σύνδεσή της με τους καλλιτέχνες της επόμενης στήλης, αλλά –ακόμη περισσότερο– πόσο πολυσχιδές είναι το μωσαϊκό της αμερικάνικης μουσικής κληρονομιάς.
Προτεινόμενη Δισκογραφία:
Harry Smith – Anthology Of American Folk Music (1952, 1997)
Bob Dylan & The Band – The Basement Tapes (1967)
Palace Music – Viva Last Blues (1996)
Califone – Califone (1999)