Ο παραγνωρισμένος στην Ελλάδα παραγωγός και συνθέτης Robert Glasper στη προσπάθεια του να τιθασεύει το φλερτ της -κατά βάση- jazz μουσικής του με όλα τα διαφορετικά είδη, και πρωτίστως το hip hop, είχε πει ότι για εκείνον η μουσική είναι σαν ένα σπίτι με πολλά δωμάτια. Στο κάθε ένα υπάρχει από ένα μουσικό είδος και όποτε μπαίνει σε αυτό το σπίτι, του αρέσει οι πόρτες από όλα τα δωμάτια να είναι ανοιχτές και να περνάει όσο περισσότερο χρόνο γίνεται σε όσο το δυνατόν διαφορετικά -κάθε φορά- δωμάτια. Damn,αυτό είναι βαθύ. Σε επίπεδο που θα ευχόσουν να το είχε πει κάποιος σύγχρονος μουσικός δικός μας εδώ στην Ελλάδα και να μην είμαστε αναγκασμένοι να διαβάζουμε σε meme ή σε ρομαντικά instagram post και stories ξανά και ξανά δηλώσεις ή αποσπάσματα από συνεντεύξεις προηγούμενων δεκαετιών του κυρίου Μάνου Χατζιδάκι.
Λίγο αργότερα, ο Glasper ανέφερε το πόσο σημαντικό θεωρεί οι νέοι ακροατές του να τον βλέπουν πάντα ντυμένο με cool ρούχα, όχι απαραίτητα αυτά που είναι στη μόδα, αλλά γενικά cool ρούχα, ακριβώς όπως αυτά που φόραγαν οι δικοί του jazz θρύλοι όπως ο Roy Hargrove (R.I.P) όταν τον είδε για πρώτη φορά λαιβ στο κολλέγιο του Glasper πίσω στα 90s. Φόραγε Timberland μποτάκια και ολόσωμη τζιν φόρμα, απελευθερώνοντας τον εαυτό του και όσους πιτσιρικάδες, όπως ο Glasper, που τον έβλεπαν να παίζει μεν jazz αλλά να είναι μακριά από τον στυλιστικό jazz φορμαλισμό ή εκείνον τον άτυπο κώδικα που ήθελε τους τζαζίστες να φοράνε κουστούμια. Γνωρίζετε ασφαλώς ότι οι θρύλοι αυτού του ήχου ήταν πάντα ντυμένοι σωστά, αλλά όταν κατάλαβαν (με τις ευλογίες και του Miles Davis) ότι η jazz είναι μουσική που θα κοιτάει το μέλλον, τότε η γενικότερη εικόνα τους συνδέθηκε ακόμη περισσότερο με το coolnees. Και το σημαντικότερο, διατηρούσε μια φρέσκια εικόνα που απελευθέρωνε τους ακροατές ώστε να πάρουν όποιο στοιχείο του ήχου θέλουν και να το εξελίξουν, να το κάνου δικό τους και να το φέρουν στα μέτρα και τα σταθμά της εποχής του. Αλληγορικά γράφοντας, η στιγμή που ο Glasper αποκαθήλωσε τα κουστουμάτα jazz standards, βλέποντας τον μουσικό ήρωα του ντυμένο όσο μοντέρνα και cool ήταν ο ίδιος, συνειδητοποίησε ότι πρέπει να αφήσει πίσω την εξειδανικευμένη ιδέα που είχε από την jazz - funk - soul - gospel του παρελθόντος που τον μεγάλωσε και να προχωρήσει με τον δικό του ήχο, ανάλογο των ημερών του. Το ότι έκτοτε θα φρόντιζε οι φανς της μουσικής του να το βλέπουν πάντα καλοντυμένο με fresh και cool ρούχα, ήταν και είναι ο δικός του τρόπος για να εκφράσει ότι αυτό που κάνει μουσικά επιθυμεί να είναι ή ελπίζει να ακούγεται πάντα επίκαιρο.
Παρόλα αυτά, να σημειωθεί ότι κατά καιρούς συμβαίνει σε όλους μας (ειδικά σε εποχές σαν και αυτή, είναι επόμενο) να «κλειδώνουμε» σε μία, την αγαπήμενη μας ίσως μουσικά, εποχή και σε ένα είδος και να το απολαμβάνουμε στο repeat.
Και εγώ θα ευχόμουν να άκουγα φανατικά rap αντί για grunge το 1994 (χρονιά που κυκλοφόρησαν milestones όπως το Illmatic, το Ready To Die, το Ill Communication, το Main Ingredient και το Regulate, μεταξύ άλλων) για να έχω να λέω πως με μεγάλωσε αυτή η μουσική, όμως τότε το ΠΟΠ & ΡΟΚ και τα λίγα ροκ ραδιόφωνα είχαν εστιάσει στο να «γαλουχήσουν» ένα κοινό που ακόμα και σήμερα περιμένει τους Pulp ή τους Χ,Ψ, altr ροκ σωσίες. Από την άλλη, στ’αλήθεια τι νόημα έχει να διατείνομαι ότι θα ήθελα να ζήσω μουσικά σε ένα hip hop χρονοντούλαπο όταν -ουσιαστικά- για το τι συνέβαινε τότε έμαθα μέσα από ιστορίες και ντοκιμαντέρ, αλλά προφανώς δεν είχα την τύχη να ζήσω real time. Η δική μου -και όχι μόνο- μουσική ιστορία (όπως όχι ακριβώς μου το επέβαλλαν, αλλά σίγουρα με κατεύθυναν) ήταν κάτι άλλο, τελείως διαφορετικό από όλα τα μουσικά είδη που θα εκτιμούσα πραγματικά στη συνέχεια και ευτυχώς έστω με μερικές δεκαετίες καθυστέρηση κατάλαβα ότι σημασία δεν έχει να ανακυκλώνω ή να μείνω κολλημένος σε οποιαδήποτε golden era, αλλά να πάρω τις αναφορές αυτών που έζησα και αυτών που θα ήθελα να ζήσω και να δημιουργήσω κάτι -ιδανικά νέο- από αυτό.
Η μουσική παρελθοντολαγνία είναι δυστυχώς για τους ακαδημαϊκούς -και θα πρέπει να μείνει σε αυτούς ή σε όσους από εμάς τους γραφιάδες, που επιχειρούμε σε ένα βαθμό να εκπαιδεύουμε τους αναγνώστες μας. Η πραγματική μουσική ιστορία όμως θα γράφεται πάντοτε στα studio, τα live και τους δίσκους και θα εξαρτάται από το πόσο φρέσκος και cool καταφέρνει να ακούγεται ο καθένας ανάλογα με αυτό που έχει φιλτράρει από το παρελθόν του.
Ακολουθούν τρεις συλλογές που κυκλοφόρησαν στα τέλη του 2022 και, ως είθισται, έτυχαν ελάχιστης κάλυψης στη χώρα μας.
1. Ciao Italia Volume 2 - Generazioni Underground (Rebirth)
Το δεύτερο volume της Rebirth ρίχνει περισσότερο φως στο καλύτερο ηλεκτρονικό dance κύμα που είδε ποτέ η γείτονα χώρα, δηλαδή την DJ, club έκρηξη που συνέχισε την Italo disco μόδας στις αρχές των 90s και την ενώνει με την αφρόκρεμα των νέων ταλέντων που σήμερα περιοδεύουν στο παγκόσμιο club circus.
Το κλειδί όπως πάντα στις παραγωγές made in Italy βρίσκεται στην ατμόσφαιρα, το groove ακόμα και με afro προεκτάσεις όπως στο εξαιρετικό “Tribal Groove” και στην ενέργεια. Ξεκινάει με τo deep balaeric θέμα του “Ι Don’t Wanna Give Up Your Love” των E.v.o.e. στο remix του Leopardo από το 1993, περνάει μια φλάουτο φάση που κορυφώνει στο ολόφρεσκο “Flusso” των Donato Dozzy & Rumi και κορυφώνει με τις sensual to acid φωνητικές μελωδίες των “XTC” από Leo Rosi και “LaLaLaa” του Cosmo.
2. Antinote - 10 Years Of Loving Notes (Antinote)
Το σπίτι με τις eclectic κυκλοφορίες που χτίζει από το 2012 ο Zaltan στο Παριζιάνικο label Antinote δεν είναι για όλους. Πρέπει να έχεις τεστάρει τα αυτιά σου στα πειραματικά ηχοτοπία προκατόχων όπως η PAN, να έχεις εκτιμήσει τoν cosmic χαρακτήρα στις κυκλοφορίες της Into The Light και να είσαι ανοιχτός στο να δεχτείς από τους νεο jazz acid σχηματισμούς όπως το La Truite του Jean Luc μέχρι τις 80s proto rap to house απόπειρες ονομάτων όπως οι Development Hell, Panoptique και Sammy Patanegra. Επιδραστικά ονόματα ή απλά οι κολλητοί φίλοι του Dj Zaltan (ένας από τους καλύτερους Ευρωπαίους DJs), σφραγίζουν την συλλογή με αναλόγου ύφους δύσκολες dance φόρμες και ο λόγος για παίχτες επιπέδου Low Jack, D.K. -που ήταν από την αρχή στο ρόστερ της Antinote- και Ron Morelli που εδώ δίνει την πιο lo-fi disco house εκδοχή του.
3. Luke Una - E-Soul Cultura (Mr. Bongo)
Μία από τις πιο βασανισμένες ψυχές του Μάνστεστερ και ένας από τους αφανείς ήρωες της Βρετανικής club κουλτούρας, ο Luke Unabomber, όχι μακριά από τον δρόμο που είχε χαράξει ο καλός του φίλος Andrew Weatherall αλλά πιο κοντά στα μαύρα "from soul to R'n'B to disco to house” ακούσματα, επιχειρεί να επιστρέψει στο φορμάτ των συλλογών που ξεκάθαρα κατείχε όπως αποδυκνείουν οι περίφημες Electric Soul συλλογές των Unabombers πίσω στα early 00s και παραδίδει μάλλον την καλύτερη συλλογή του 2022. Aπόρροια του εκλέκτικ μουσικού γούστου που μεγάλωσε από τους "E-Soul Cultura” μαραθώνιους που έκανε για το Worldwide FM του Gilles Peterson (και λειτουργούσαν σαν αντίδοτο στη σταθεροποίηση της πνευματικής του υγείας), μοιραία βρήκε σπίτι στο πάντα φιλόξενο για rarities περιβάλλον της Mr. Bongo και εγέννετο φως. Τα ονόματα και μόνο των Yusef Lateef, Airto Moreira, Crooked Man, Henri Texie ή υπόγεια Paradise Garage anthems όπως το “Space Queen” του King Errisson θα πρέπει να λένε κάτι στους μυημένος, ενώ οι υπόλοιποι απλά πατήστε play και αφέθειτε στο υπερβατικό ταξίδι ενός τύπου που ζει και αναπνέει για την μουσική. Καθόλου τυχαία, η φοβερή περσόνα που είναι ο Luke Una με το δικό του “Homobloc” φεστιβάλ μετράει παραπάνω από 50 χιλιάδες followers και 8Κ posts της καθημερινότητας του στο instagram και αν κατάφερε να κεδίσει τον τίτλο της συλλογής της χρονιάς, αφιερώνοντας σε 6 γραμμές review μόλις μερικές λέξεις για τις μουσικές αναφορές που περιλαμβάνει είναι γιατί οι επιλογές του σε αυτό το πρώτο E-Soul Cultura είναι από αυτές που απλά σου φτιάχνουν τη μέρα και σε κάνουν να συνειδητοποιείς πόσοι ακόμα μουσικοί παράδεισοι είναι κρυμμένοι εκεί έξω.