Αν υπάρχει μια πόλη στην οποία ακόμη και ο τελευταίος που ασχολείται με οποιαδήποτε μορφή τέχνης αμείβεται μακροπρόθεσμα ή βραχυπρόθεσμα, αυτή είναι η Νέα Υόρκη. Να μην έχετε αμφιβολία περί τούτου. Για κάποιον απροσδιόριστο λόγο, το συναυλιακό overdose του Coachella έμελλε να συνεχιστεί στο Crossing Brooklyn Ferry Festival, το οποίο λάμβανε χώρα από τις 25 έως τις 27 Απριλίου κάθε απόγευμα στο Brooklyn Academy Of Music (BAM): τρεις μέρες γεμάτες ανεξάρτητα φιλμ μεγάλου και μικρού μήκους και μπάντες μικρού και μεγάλου βεληνεκούς υπό την καλλιτεχνική επιμέλεια των δύο αδελφών-μελών των National, του Αaron και του Bryce Dessner.
Η Sarah Garvey από το γραφείο τύπου του BAM φρόντισε για το τριήμερο πάσο μου κι έτσι το απόγευμα της Πέμπτης 25/4 βρέθηκα δίπλα στον David Byrne, να ξύνω το κεφάλι μου με την hip hop παρωδία των Champagne Jerry. Κάτι ανάμεσα στη rap εκδοχή των Beastie Boys και του Riff Raff, το σόου των Νεοϋορκέζων ήταν σε στιγμές αστείο και σε άλλες επιεικώς απαράδεκτο, αν και εκ των υστέρων αντιλαμβανόσουν πως αυτός ακριβώς ήταν κι ο σκοπός του. Μια κυλιόμενη σκάλα κάτω, και από το καφέ του BAM βρίσκεσαι στο Howard Gilman Opera House, όπου η Julia Holter έχει βάλει στοίχημα να μας κοιμίσει. Περιμένω υπομονετικά την εμφάνιση των Roots προσπαθώντας παράλληλα να μπω στο μυαλό των αδερφών Dessner. Μόνο οι Ηiggins Water Proof Black Magic Band καταφέρνουν να με κρατήσουν στο μπαρ για παραπάνω από δύο τραγούδια, κι αυτό γιατί ακούγονται σαν πρώιμοι TV On The Radio.
Στις 11 παρά, η οκταμελής παρέα του Questlove από τη Φιλαδέλφεια ανεβαίνει στη σκηνή και νομίζω ότι κατανοώ επιτέλους τη λογική του φεστιβάλ: ένας σκασμός από καινούριους καλλιτέχνες της Νέας Υόρκης, όλοι στα όρια του avant-garde με μια λογική «η τέχνη για την τέχνη» (κλασική περίπτωση νεοϋορκέζικης άποψης δηλαδή), χρησιμεύει ώστε να κορυφωθούν όλα στο μεγάλο όνομα κάθε βραδιάς. Στο Οpera House υποτίθεται τώρα ότι έχει κλασάτα καθίσματα και ότι ενίοτε τα θεάματα είναι για καθιστούς, αλλά στα δύο πρώτα λεπτά της γκρούβας των Roots είμαστε όλοι όρθιοι και σύσσωμοι τους αποθεώνουμε. Σχεδόν νιώθω περήφανος που καταφέρνω επιτέλους να δω στη σκηνή την τελευταία μεγάλη hip hop μπάντα των ημερών μας. Το σόου είναι στημένο από τον mastermind Questo, με δυνατό intro, κλιμακωτή ροή με medley διασκευών ("Jungle Boogie," "Sweet Child Of Mine", "The Immigrant Song"), το καθιερωμένο drum solo break (που περιλάμβανε σόλο drumming με παράλληλο tweet) και κορύφωση με τις μεγαλύτερες των επιτυχιών τους (βλ. "Thought At Work", "You Got Me", "The Seed 2.0" κ.ά.). Ό,τι φαίνεται μεγάλο μουσικά για εμάς στην Ευρώπη, ίσως φαντάζει υπερβολικά mainstream για τα προχώ δεδομένα της Νέας Υόρκης και ίσως το εν λόγω σόου των Roots που εντυπωσίασε εμάς να αποτελεί τον μέσο όρο τους. Κι έτσι όμως αν είναι, μην τους αγνοήσετε αν βρεθούν στον δρόμο σας: αρπάξτε μέχρι και την τελευταία μπαγκέτα που θα πετάξει ο Questo!
Την Παρασκευή 26/4 την ξόδεψα στις γκαλερί του Chelsea, ΔΕΝ έφαγα στο Momofuku (το αγαπημένο Κινέζικο του Questo) και οι αντοχές μου δεν ήταν αρκετές για την εμφάνιση της Solagne στο ΒΑΜ. Έμαθα ωστόσο από πρώτο χέρι ότι όσο απογοητευτικά ήταν τα υπόλοιπα ονόματα της Παρασκευής άλλο τόσο ξεσηκωτική υπήρξε η ίδια. Προτίμησα κατά τα άλλα την promo έκδοση της Late Night Tales συλλογής που είχαν μόλις επιμεληθεί οι Röyksopp. Melow σούπα ήταν βέβαια η κατακλείδα, αλλά λίγο το γεγονός ότι κυκλοφορούσε 16 Ιουνίου και στη Νέα Υόρκη είχε ήδη ξεκινήσει η άνοιξη και λίγο το γεγονός ότι ο Ronson δεν έβγαινε στον αέρα από τα στούντιο του γειτονικού East Village Radio είπα να αφουγκραστώ τα σκοτάδια τους. Το "Passing Through" των Rare Birds –που είχε χρησιμοποιήσει και ο Erol Alkan στο Bugged In Mix σχεδόν μια δεκαετία πριν– το πολυπαιγμένο "A Matter Of Speaking" των Tuxedomoon, ο Vangelis από το Blade Runner, οι XTC, οι Τhis Mortal Coil, καθώς και ιντερλούδια κλασικής μουσικής στο πιο νυχτερινό των νυχτερινών.
Το μεσημέρι του Σαββάτου 27/4 είχε επιστρέψει στην πόλη ένας εκ των γκουρού του music management, ο Paul Adams. Στο καλλιτεχνικό στέκι Smile Cafe της Bond Str. ανανέωσα έτσι το άγραφο συμβόλαιό μου με τη μουσικoγραφία και τη γενικότερη ενασχόληση με τα νέα μουσικά δρώμενα. Την ίδια ώρα που το domain της justgazing.com έπεφτε για να αγοραστεί από μια ιαπωνική εταιρεία και ο Sillyboy συμφωνούσε για την παρθενική 7ιντση κυκλοφορία του με το νεοσύστατο αμερικάνικο label The Vinyl District –κερδίζοντας τον on line διαγωνισμό τους με το "Supply Chain"– (http://www.thevinyldistrict.com/storefront/2013/04/tvd500-the-winner-is/#more-212325), εγώ συναντούσα (μετά από προτροπή της Αlex Papasimakopoulou) τον επί χρόνια μάνατζερ των Duran Duran και πλέον ιδιοκτήτη της εταιρείας μουσικού management Bang The Drum (http://www.btdrum.com/). Καθώς μοιραζόμασταν εντυπώσεις από το φετινό Coachella, συνειδητοποιούσα πώς κάποιος που ασχολείται τρεις δεκαετίες με τη μουσική βιομηχανία μπορεί να παραμένει φρέσκος, επίκαιρος και αγέραστος όσον αφορά στη ματιά του. Για μία ακόμη φορά, επέστρεψαν στη σκέψη μου οι καρεκλοκένταυροι της ελληνικής μουσικογραφίας με τη σκουριασμένη αντίληψη και τις ροκ παρωπίδες, αλλά οι ασταμάτητες ανταλλαγές νέων μουσικών ιδεών και φρέσκων ήχων γρήγορα ανανέωσαν την πίστη μου στη συνεχή αναζήτηση του ήχου που συμβαίνει τώρα.
Λίγο νοιάστηκα για τους TV On The Radio, οι οποίοι κλείνανε ένα ακόμη sold-out τριήμερο για το Crossing Brooklyn Ferry στο BAM. Πέρασα αντίθετα το Σαββατόβραδό μου συνδυάζοντας μύδια με αψέντι κοκτέιλ στο εξαιρετικό Oyster coctail bar του Williamsburg.
Το πρωί της Κυριακής 28/4 το gospel εκκλησίασμα σε μία από τις ενορίες του Χάρλεμ ήταν must, αλλά όχι για μένα. Στο πάρκο της 1ης Λεωφόρου στο East Village ερχόσουν σε επαφή με το χωνευτήρι των φυλών της μητρόπολης σε κατάσταση bbq, ενώ τα brunch μενού στα καφέ είχαν την τιμητική τους: (Αlmost) Summertime and the living was easy! Η πάλαι ποτέ ντίσκο αύρα της Νέας Υόρκης δεν θα μπορούσε εντωμεταξύ να εκφράζεται καλύτερα από αυτό το promo CD το οποίο είχα μαζί μου.
Στις 10 Ιουνίου, η Ζ Records του Joey Negro κυκλοφορεί το τρίτο μέρος της συλλογής Under The Influence, με vintage disco funk επιλογές ενός ακόμη DJ των DJs, του επιδραστικού James Glass. Από την afro-funky disco των Sweet Talks μέχρι το σκονισμένο "B-Side's" των Magnum (ακούγεται σαν P-funkesque jam) και την απολαυστική disco/reggae/dub του "Do It Anyway" του Harold Butler, ο Glass συνδυάζει μια ευρεία γκάμα εκλεκτικών ήχων με σπάνια αξία, αντλώντας από τους καλά κρυμμένους θησαυρούς του είδους πίσω στα τέλη των 1970s και στις αρχές των 1980s (στην pre-house era, δηλαδή). Αυτό άλλωστε ήταν και το διάστημα που πέρασε και ο ίδιος στη Ν.Υ., διάλεξε λοιπόν τα λιγότερο προφανή κομμάτια για τους club DJs της εποχής. Το blast from the past στο οποίο έχει στηρίξει τη μουσική του κουλτούρα το Μεγάλο Μήλο θα συνεχιζόταν και το βράδυ της Δευτέρας 29/4.
Έχοντας μοιράσει τη μέρα κάπου ανάμεσα στη λίμνη του Central Park και στην έκθεση της ιαπωνικής μεταπολεμικής κολεκτίβας Gutai (1954-1974) με τίτλο Splendid Playground στο μουσείο Guggenheim (http://www.guggenheim.org/gutai), έφτασα στο Bowery Electric γύρω στις 22.00 για το Mobile Mondays πάρτυ της Red Bull. Η οποία γιόρταζε 15 χρόνια καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων στο μεγαλύτερο μουσικό χωνευτήρι του πλανήτη με μια σειρά από σπάνια events, που θα συνεχίζονταν και ολόκληρο τον Μάιο. Το line-up της Δευτέρας περιλάμβανε μερικούς από τους πιο περιβόητους δισκοκαβαλάρηδες του dusty funk και underground dub ήχου, στο πιο κοντινό παράδειγμα τζαμαϊκανικού mobile party που θα μπορούσε να συναντήσει κανείς.
Για έξι (και βάλε) ώρες, παρέλασε λοιπόν από τα δύο stages του Βowery το επιλεκτικό γούστο των Bobbito Garcia & Amir Abdullah (από τους Kon & Amir) και Jefferson Chairman Mao, καθώς και οι residents των Mobile Mondays!, οι Operator Emz, Joey Carvello, Natasha Diggs, $$$ Mike & DJ Misbehaviour. Από τα dub roots στη σκονισμένη soul, στο funk, στα breaks, στο hip hop και στη disco, η παλιά γενιά των DJs της πόλης μεταλαμπάδευσε στους νεότερους τους ήχους που τη μεγάλωσαν, όσο εκείνοι επιδίδονταν σε ασταμάτητο break dancing.
Η Νέα Υόρκη το κρατάει λοιπόν ακόμα αληθινό. Ξέρει πού είναι οι ρίζες της καλύτερα από κάθε άλλη πόλη στον κόσμο –κι ας προέκυψε από ένα αμάλγαμα εθνικοτήτων και πολιτισμών. Όπως θα αποδείκνυαν άλλωστε και οι επόμενες πέντε χαλαρωτικές μέρες (με την παραδοσιακή βόλτα στο Moma, τα μεξικάνικα γεύματα στο Calexico του Μπρούκλιν και την από κοντά παρακολούθηση της άνισης μάχης των Brooknyl Nets με τους Chicago Bulls) σε αυτή την πόλη, ακόμα κι αν δεν έχεις τη «μεγάλη ιδέα», το μόνο που χρειάζεσαι για να τα καταφέρεις είναι πολλά δολάρια και λίγο χρόνο στους δρόμους της...