Η ποιότητα της μουσικής καθορίζεται από κριτήρια άφθαρτης αντικειμενικότητας, ανεξαρτήτως ιδιώματος ή προτιμήσεων του εκάστοτε ακροατή. Το φαινόμενο ότι ένας δίσκος ενδέχεται να μην είναι αρεστός στις απανταχού οπαδικές εντυπώσεις, πολλάκις αφορά μια ατελή ζύμωση ή μια ελλειπή επαφή αναφορικά με τα δομικά συστατικά που τον απαρτίζουν. Κοινώς, υπάρχουν ορισμένα αίτια σύμφωνα με τα οποία κάποιοι δίσκοι φαντάζουν αξιόλογοι, αλλά αφορούν περισσότερο όσα ακροατήρια μετρούν απρόσιτα χιλιόμετρα στο στερεοφωνικό τους. Η δε πλειονότητα επιλέγει να ακολουθεί ό,τι πιο γνώριμο ή συναφές, σύμφωνα πάντα με τις επιταγές της επικαιρότητας.
Η αλήθεια, ωστόσο, είναι πως οι περισσότεροι ακροατές δεν ενδιαφέρονται να εντρυφήσουν σε νέους, συναρπαστικούς ήχους ή να λειτουργήσουν με το κριτήριο μιας καθόλα σχολαστικής ενασχόλησης με τη μουσική. Θα προτιμήσουν να δώσουν χρόνο σε κάτι ήδη δημοφιλές ή γνωστό, αντί μιας άλλης, ουσιωδέστερης επιλογής. «Σου αρέσουν τόσο πολύ αυτές οι κυκλοφορίες;», ρώτησα μια άλλη εποχή έναν φίλο μου, μιας και αδυνατούσα να αποδομήσω το σκεπτικό, καθώς και τις αιτίες πίσω από τις επιλογές των ακροάσεων που συγκέντρωνε. «Ε, ναι, εγώ δεν ψάχνομαι...», μου απάντησε, «Είναι ωραίοι δίσκοι, βέβαια, ακούγονται... Μου αρέσουν! Έχουν ένα-δύο τραγούδια ο καθένας, τα οποία ξεχωρίζουν από τα υπόλοιπα».
Με τον καιρό, αντιλήφθηκα πως το ευρύ κοινό δεν ενδιαφέρεται σε βάθος για την Τέχνη –και δη σε μια εποχή όπου η προάσπιση της ευαισθησίας έχει πρωτεύοντα ρόλο. Πολλά πράγματα γύρω μας τείνουν δηλαδή να παρουσιάζουν μια πιο καλωπισμένη, καλλιεργημένη υφή· από μουσικές εκδηλώσεις, μέχρι και ενδιαφέρουσες εικαστικές αναζητήσεις. Η αλήθεια όμως είναι ότι πίσω από αυτά κρύβεται μια έκδηλη υποκρισία: έκδηλη, διότι η πλειονότητα αναπαράγει ό,τι υποστηρίζει, με το κριτήριο του τι αρέσει στον διπλανό. Θέλεις, κοινώς, να μετατρέψεις ένα συγκρότημα σε κάτι πιο αρεστό στις εντυπώσεις των μέσων κοινωνικής δικτύωσης; Ζήτα από 200 ανθρώπους να ποστάρουν ταυτόχρονα ένα αξιόλογο τραγούδι του στο Facebook, ώστε να το δουν σε συνάρτηση όλες οι υπόλοιπες επαφές τους.
Προσωπικά, απεχθάνομαι το Facebook για μια σειρά από διαφορετικούς λόγους. Ένας από αυτούς είναι η πεποίθησή μου πως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης οφείλεται η σηπτική διάβρωση της μουσικής μας. Κάποτε, δηλαδή, η μουσική γινόταν ένα άχρηστο παράσημο στον νου ενός αφελούς rock/metal ακροατή, έστω κι αν πυροδοτούσε ομοιογενώς τον ενθουσιασμό του με το συναφές μεράκι της. Τώρα, αντιθέτως, όλοι δύνανται να προβληθούν μέσω του Facebook, οπότε οι όποιοι δεσμοί μεταξύ πηγής και δέκτη άρχισαν να εξαϋλώνονται. Τώρα, η προσοχή εστιάστηκε σε μια φθαρμένη οθόνη, αντί της εμβάθυνσης σε κάποιον νέο, υποσχόμενο δίσκο. Αντίστοιχα, το κοινό έγινε πιο βαρετό –όπως και λίγο πιο άνευρο, συνολικά– όσον αφορά τα βαθύτερα οπαδικά του θεμέλια. Αλλά και πιο «άνοιωθο» σε μερικές περιπτώσεις, λησμονώντας αυθεντικές αρετές μιας λ.χ. 1990s νιότης.
Φυσικά, η πρόθεση πίσω από το κείμενο δεν είναι να τσουβαλιάσουμε ακροατές αδιακρίτως, μιας και κάθε προσωπικότητα αποτελεί περίπτωση διαφορετική. Παραμένει όμως άκαμπτο ερωτηματικό το γεγονός πως η πλειονότητα μιας νέας μουσικής γενιάς δεν διαδέχεται την προγενέστερη, όταν οι σημερινοί 30άρηδες –ή 40άρηδες– εμβαθύνουν όλο και περισσότερο στα αμιγώς μουσικά ζητήματα. Και εδώ ανασύρουμε τη ζύμωση που αναφέρθηκε στον πρόλογο: το νεαρότερο σε ηλικία κοινό δεν διαμόρφωσε ποτέ κριτήρια με βιωματικό χαρακτήρα. Αντιθέτως, οι κατευθύνσεις της σημερινής μάζας μοιάζουν πιο συγκεχυμένες, αλλά και στοχευμένα καθοδηγούμενες από τις όποιες επιταγές της μοδός.
Ανοίγοντας το δεύτερο σκέλος, ενθυμούμαι τον επίλογο του προηγούμενου «τεύχους», με τίτλο "A Diadem of Dead Stars". Αφενός, φαντάζει προτιμότερο που κάποιες μόδες δεν εξαπλώθηκαν ποτέ διατρητικά στην ευρύτερη ελλαδική περιφέρεια, μιας και οι όποιοι ενδιαφέροντες ήχοι πολλάκις συνοδεύτηκαν από μια παρωπισμένη κοπαδοποίηση. Καταληλλότερο παράδειγμα σε αντιδιαστολή, αποτελεί το τελευταίο Nidrosian Black Mass Festival του Βελγίου, το line-up του οποίου φάνταζε λίαν ονειρικό, περιλαμβάνοντας την αφρόκρεμα του σημερινού underground. Ο κόσμος, από την άλλη, δεν απεδείχθη εξίσου ποιοτικός, μιας και ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του φεστιβάλ προσέλκυσε κάθε απολωλό πρόβατο· όπως ο βοσκός στο γραφικό μαντρί.
Εν ολίγοις, προσπαθήστε να σκιαγραφήσετε την εικόνα ενός club, στο οποίο, όχι μόνο οι μπάντες, αλλά και το κοινό παρακολουθούσε φορώντας κουκούλες και δερμάτινα, ενόσω η θερμοκρασία κατά μήκος και πλάτος του χώρου άγγιζε επίπεδα πραγματικής σάουνας. Προφανώς, οι περισσότεροι δεν ευχαριστήθηκαν κατάλληλα τις εμφανίσεις –αντιθέτως, αναλώνονταν διαρκώς σε γειτονικά στενά γύρω από το club, πίνοντας αλκοόλ (και ό,τι άλλο παρελκόμενο) μέχρι την απώλεια του επόμενου κατά σειρά γκρουπ. Αξίζει δε να σημειωθεί πως η μοναδική μπάντα που συγκίνησε διακριτά το κοινό ήταν ο synthwave κατακλυσμός του retromaster Perturbator, στον οποίον η αρένα συμμετείχε σύσσωμη σε βαθμό παροξυσμού.
Εν συγκρίσει, όπως και αναφορικά με τις πιο «μαύρες» μουσικές των καιρών μας (και όχι τα ανάλογα post παρακλάδια), το σημερινό underground δεν διαφέρει ιδιαίτερα σε νοοτροπία από τις δομές του mainstream τις οποίες περιγράψαμε. Παρότι υφίσταται ορατή πληθώρα σοβαρών ακροατών στις τάξεις του, ουσιαστική μερίδα επιλέγει να υιοθετεί αντιλήψεις που αφορούν περισσότερο την εικόνα και αισθητική των ομοίων, παρά μια εμβάθυνση στην αντίστοιχη μουσικότητα. Αν έχεις, δηλαδή, τη σωστή επικάλυψη Ορθοδοξίας ή απύθμενου βάραθρου ή και ακατανόητης ριφφολογίας, τότε τηρείς ορισμένες από τις τρέχουσες κατευθύνσεις ενός τυποποιημένου ακροατή του ρεύματος. Αν μάλιστα παρατηρήσεις τους καταλόγους των πιο ευκατάστατων εταιριών του χώρου, πλήθη από καταξιωμένες μπάντες μοιάζουν λίγο-πολύ μεταξύ τους.
Παρόλα αυτά, οι επιδερμικοί ακροατές μοιραία θα αποχωρήσουν. Αναπόφευκτο επίσης παραμένει πως, στο μέλλον, μερίδα των όποιων διαθέσεων θα μεταλλαχθεί υπό ανόμοια πολύπτυχες κατευθύνσεις. Ενδεχομένως το ρεύμα της κουκούλας να ακολουθεί κάποιες συγκυριακές επιταγές, αλλά, όπως υπαγορεύει κι ένα ξενόγλωσσο ρητό, «too much of a good thing is not always good». Η Necropolis Records, άλλωστε, κάποτε κυκλοφορούσε έργα από τους σουηδικά αμαυρωμένους Marduk, Nifelheim και Dawn, αλλά δεν δίστασε να υπογράψει και τους Φινλανδούς death-rockers Babylon Whores, μόλις η ευκαιρία της χτύπησε την πόρτα.
Η «ξεροκεφαλιά» εις βάρος της μουσικότητας δεν είναι πάντα ασφαλής, διότι διατηρεί μια αστάθεια στο ρεύμα της, υπό νοερά στεγανά καθόλα προδιεγραμμένα. Αυτό θέτει λοιπόν ορισμένους Κανόνες, οι οποίοι ενισχύονται λοιμωδώς από τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, με έναν ανόμοια «cool» τρόπο σε όσες ενδείξεις διαφέρουν σε μέτρα και σταθμά. Η τροχοπέδη της, ωστόσο, εντοπίζεται στην ίδια τη σύνθεσή της –γιατί η ανάγκη μιας διαδραστικής επικαιρότητας μοιραία εμπίπτει σε σοβαρά σφάλματα δισκογραφίας. Οι περισσότερες εταιρίες υποχρεούνται έτσι να επενδύουν και σε κατώτερες κυκλοφορίες του φάσματος, ρίχνοντας την ποιότητα του καταλόγου τους, αλλά ανεβάζοντας τον πήχη του κορεσμού συγκριτικά.
{youtube}eYAXHOsf4wY{/youtube}