Αν σας φάνηκε παλαβός και αλλοπρόσαλλος ο τίτλος της σημερινής στήλης –όχι μόνο γραμματικά, αλλά και νοηματικά– κρατήστε το υποσημείωση, γιατί έχετε πολλά να διαβάσετε. Πολλά βέβαια διάβασαν και οι ιδιοκτήτες μαγαζιού ηλεκτρικών συσκευών στον Βόλο του 1956 όταν έλαβαν το γράμμα ανήσυχου καλλιτέχνη που θα δείτε κι εσείς με τη σειρά σας, κάτωθι.
Το γράμμα αυτό ανασύρθηκε από το θαυμάσιο μα ξεχασμένο βιβλίο Το Λιβάδι με τους Μαργαρίτες του Αθανάσιου Φωτιάδη (1921-1989), ενός ιδιαίτερου ανθρώπου των ελληνικών γραμμάτων που κακώς πέρασε στα ψιλά της ιστορίας. Σε αυτό, ο Φωτιάδης κατέγραψε κατηγοριοποιώντας ανάλογα με την πλατφόρμα έκφρασης (εμπόριο, εφημερίδες, ραδιόφωνο, βιβλία, κυβερνητικές δηλώσεις) έναν ωκεανό από μαργαριτάρια που κόσμησαν από αρχής του 20ου αιώνα και μέχρι την εποχή έκδοσης του βιβλίου (1964) την εγχώρια πραγματικότητα. Βιβλιοφάγος ολκής, αλίευσε τα τυπωμένα ευτράπελα μετά από ενδελεχή παρακολούθηση δημοσιεύσεων, αλλά και μελέτη των απανταχού εκδόσεων. Κάπου εκεί λοιπόν υπάρχει και η εξής επιστολή, κατά πώς φαίνεται εκμυστηρευμένη σε εκείνον από τους συνεταίρους σε ένα μαγαζί ηλεκτρικών του Βόλου.
* Κρατήσαμε όχι μόνο το πολυτονικό του γράμματος, αλλά και την ακριβή ορθογραφία του. ΔΕΝ έχει γίνει κανένα λάθος από μεριάς μας: ακόμα και τα διαστήματα, όπως και τα ρηξικέλευθα κεφαλαία, είναι όπως ακριβώς εγράφησαν στο πρωτότυπο κείμενο
«Ἐν Βόλω τη 14.12.56
Κύριε Δημητριάδη και Σκορδά, Καλημέρα σας
Είμε ο Νικόλαςο Κεφαλληνός ἀπο τόν Βόλον καί προ δυόν μινῶν ἀγόρασα ἀπό τό καταστιμάσας ἔν Μαγνιτόφωνο μάρκας GRUNDIG Γκρόντικ 7.000 χιλιαδ δραχμόν.
Καί παρουσιάζη ἔνα μιονέκτιμα καί μία τεραστία διαφορά ἀπό τά ἄλλα. Έπιδήν Τηνχάνω τραγουδιστής Τό μιχάνιμα αὐτό δέν μου ἠκανοπιή ὅπος πρέπη. Δεν φιλητράρη την φονή οὒτε τήν μεταβάλη στό καλίτερο οὐτε καί μουσικότιτα ἀκουῆς ἔχει, ἤτε τραγουδάς μέσα στο μαγνιτόφονο ἠτε ὄχι ένα καί τό αὐτο είναι, γιά νά είμαι ὐλικρινής αὐτο δέν συμφέρη σέ μας τούς καλιτέχνας ἐδῶ που τά λέμε, διότη κάνη πιστή ἀντιγραφή δέν έχει καλή εἰχό. ἐδό στόν βόλο έχει ὀραδιοφωνικός σταθμός ένα τἦς Ἰδίας μάρκας μέ τήν διαφορά μικρότερο τόν 5.000 καί δοκίμασα καί σ' αὐτ'ο την φονίν μου καί ἠδα μεγάλη διαφορά. Στο δικό μου εἰναι σκλιρή ἡ φονίν μου σάν ἀποτιχημένη μπαλαρίνα καί στό άλλο εἰμαι φτασμένος καλιτέχνης Γγιατή αὐτη ἡ διαφορά ; ἀφου ἐγῶ πλέροσα 2.000 παραπάνω δέν εἰναι κρίμα
Τέλος πάντον ἔκανα μερικά πιράματα μέ τό δικό του μικρόφονω τό ὁποίο εἰναι διαφορετικου σχηματος ἀλλά τής Ἰδίας μάρκας καί ἔχει πολύ καλίτερη ἀπόδωση Φιλητράρη τήν φωνή μέ μουσικότιτα καί τά ρέστα. Γιαυτό πολύ θά σάς παρακαλέσω νά μου στίλετε ἕνα ἄλλο μικρόφωνο ἀπό τά ἄλλα. ὄχι σάν τό δικό μέ τρίπες ἀλλά ἀπό ἄλλο τό μικρότερο μέ τά δύο ποδαράκια καί μέ ρίγες κάθετες ἐσείς τή λέτε δέν θα εἰναι καλίτερο; θά σάς παρακαλέσω νά μου το στίλετε εἰναι κρείμα νά πληρώσο 7.000 καί νά μήν μίνο εἰκανοπιημένος. Ἐδο θά κλίσο τήν ἐπιστολήν μου διότη πολοί σάς κούρασα
Γιάσας Σάς Εὐχαριστῶ
Νικ Κεφαλληνός»
Να σημειώσω τα εξής: η τριετία 1954/1957 είναι πραγματικά δύσκολη για την πόλη της Μαγνησίας, μιας και ο Εγκέλαδος χτύπησε πολλές φορές και με καταστροφικά αποτελέσματα. Ως αποτέλεσμα, μεταβλήθηκε το οικιστικό αλλά και το κοινωνικό της πεδίο, με πλήθος επιστημόνων και ανθρώπων των γραμμάτων να φεύγουν προς Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Ο φίλτατος όμως καλλιτέχνης επιμένει μέσα σε αυτό το μεταίχμιο να άδει και να πειραματίζεται (και πολύ καλά έκανε). Ο λόγος δε που μετέφερα επακριβώς την ορθογραφία του αποστολέα δεν έχει να κάνει με διάθεση καζούρας και χαβαλέ: από τη χρήση καθαρευουσιάνικων μα και λαϊκών φράσεων, προκύπτει το συμπέρασμα ότι μάλλον πρόκειται για άνθρωπο κινούμενο στον χώρο της ελαφράς μουσικής της εποχής –είδος που είχε το δικό του ακροατήριο και καλλιτεχνικό στρώμα στον Βόλο– προερχόμενο όμως από καθαρά λαϊκή βάση. Γι' αυτό και προσπαθεί να εδραιώσει στο γράμμα του έναν κάπως «κυριλέ» και κόσμιο τρόπο, ώστε να γίνει δεκτό το αίτημά του.
Από εκεί και πέρα έχει ενδιαφέρον να εντοπίσουμε για ποιο μαγνητόφωνο/μπομπινόφωνο της γερμανικής εταιρείας ομιλεί. Τα καταξιωμένα σε εμπορικό επίπεδο TK820 και ΤΚ830 εμφανίστηκαν το 1957 και 1959 αντίστοιχα, οπότε κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για το (εικονιζόμενο κάτωθι) «Reporter tape recorder» –όπως ήταν η περιγραφή του στις αγγλικές διαφημίσεις– ουσιαστικά το πρώτο που έβγαλε η εταιρεία (1952).
Από την άλλη, αν σας κίνησε την περιέργεια το ζήτημα του μικροφώνου (με τους όποιους τραγέλαφους στα αυτιά του πρωταγωνιστή μας), εκεί ειδικά όπου λέει για τα ποδαράκια, δεν είναι άλλο από το πραγματικά φουτουριστικό για την εποχή του μικρόφωνο για μπομπινόφωνα που είχε φτιάξει η ολλανδική Philips, με υλικά κατασκευής το πλαστικό και το μέταλλο. Το μικρόφωνο αυτό διέθετε βάση διότι, πολύ απλά, τα μαγνητόφωνα είχαν φτιαχτεί για πρακτικούς λόγους, και όχι για καλλιτεχνικούς –δημοσιογραφικούς, πιο συγκεκριμένα. Οπότε τα ποδαράκια που αναφέρει ο αποστολέας/καλλιτέχνης ήταν για να έχει ελεύθερα τα χέρια ο δημοσιογράφος σε συνεντεύξεις επιτραπέζιες…
Εκείνη την εποχή τα μικρόφωνα ανά χείρας δεν είχαν την τιμητική τους και έτσι οι δημοσιογράφοι, όταν κυνηγούσαν σε αεροδρόμια, διαδρόμους και υπουργεία πολιτικούς και καλλιτέχνες, κρατούσαν σημειώσεις σε μπλοκάκια. Θυμηθείτε και τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, πολλά χρόνια μετά, όταν κάνει τον δημοσιογράφο στην ταινία του Ορέστη Λάσκου Της Ζήλειας τα Καμώματα (1971) και παίρνει συνέντευξη από έναν Αφρικανό μονάρχη στο αεροδρόμιο του Ελληνικού κρατώντας σημειώσεις. Το μικρόφωνο που στην προκειμένη ΔΕΝ κάνει στον καλλιτέχνη μας, είναι μάλλον ένα από τα δεκάδες ανάλογα του Ampro 194 που κυκλοφορούσαν τότε, όντας όμοια με εκείνα που χρησιμοποιούσαν στα καράβια οι καπετάνιοι για να μιλήσουν με το μηχανοστάσιο. Πράγματι, διαθέτουν χαμηλή δυνατότητα αποτύπωσης.
* Υστερόγραφο #1: Ο Αθανάσιος Φωτιάδης γνώρισε τη δική του μικρή επιτυχία με το Λιβάδι με τους Μαργαρίτες, αφού το αντίτυπο που έχω στην κατοχή μου γράφει χαρακτηριστικά: «Τρίτη ανατύπωση, 9η χιλιάδα». Το δε 1965 έβγαλε και το ...σήκουελ με τίτλο Το Περιβόλι με τους Μαργαρίτες, ενώ ο γιος του, Χρήστος Φωτιάδης, έβγαλε το 2006 την τρίτη συνέχεια, ονόματι Ο Μπαχτσές με τους Μαργαρίτες (στα Ελληνικά Γράμματα). Η βιβλιογραφία του πατέρα του εκτείνεται μέχρι και τη δεκαετία του 1980, όταν μάλιστα κέρδισε και το βραβείο Ιπεκτσί για το βιβλίο Καραγκιόζης ο Πρόσφυγας, όπου κορυφώνει τη μελέτη χρόνων πάνω στον λαϊκό ήρωα του θεάτρου σκιών, θέμα που τον απασχόλησε για μια μεγάλη σειρά δημοσιεύσεων.
* Υστερόγραφο #2: Kάποια στοιχεία αντλήθηκαν από το μοναδικό on-line άρθρο που υπάρχει περί του Φωτιάδη και βρίσκεται στο blog: http://gerontakos.blogspot.gr/