Μία από τις πιο συζητημένες ελληνικές ταινίες της χρονιάς, βρίσκει σιγά-σιγά τον δρόμο για τις κινηματογραφικές αίθουσες (πρεμιέρα: Πέμπτη, 3 Δεκεμβρίου). Η ταινία του Μανούσου Μανουσάκη "Ουζερί Τσιτσάνης" βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη και διαδραματίζεται στη Θεσσαλονίκη της περιόδου 1942/1943. Ως γνωστόν, η σαλονικιώτικη περίοδος του Βασίλη Τσιτσάνη θεωρείται –και όχι άδικα– από τις πλέον παραγωγικές του.
Τη μουσική της ταινίας έχει επιμεληθεί ο Θέμης Καραμουρατίδης, αλλά στον ήχο και στο sound design την εποπτεία είχε ο υιός του σκηνοθέτη, ο Μανώλης Μανουσάκης.* Με τον τελευταίο, μέσω του κοινού μας φίλου ηχολήπτη/παραγωγού/μουσικού (και δαιμόνιου στις πατέντες) Θοδωρή Ζιούτου, έχω δουλέψει μερικές φορές στα πλαίσια ηχογραφήσεων, είτε για soundtracks ταινιών μικρού μήκους, είτε στην παραγωγή συναυλιών δημιουργικής μουσικής. Σκέφθηκα λοιπόν να τον καλέσω σήμερα στο Avotek, ώστε να μας μιλήσει όχι μόνο για το sound design του "Ουζερί Τσιτσάνης", αλλά και γενικότερα γι' αυτόν τον τομέα παραγωγής και επεξεργασίας ήχου...
*Ο Μανώλης Μανουσάκης έχει σπουδάσει σύνθεση και σκηνοθεσία στο Columbia College Chicago, στο Ιλλινόι των Ηνωμένων Πολιτειών. Ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στις τέχνες και τεχνολογίες του Ήχου στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο (τμήμα Μουσικών Σπουδών). Είναι υποψήφιος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου DMU στο Λέστερ της Μεγάλης Βρετανίας με αντικείμενο την "Παραγωγή Πολυμεσικών Έργων Τέχνης Μέσω Κολλεκτιβικών Ομάδων". Δραστηριοποιείται ως συνθέτης και sound designer από το 1998, με την εργογραφία του να περιλαμβάνει έργα για μικρά μουσικά σύνολα, σόλο, έργα με ηλεκτρονικά, video και διαδραστικά ηλεκτρονικά μέσα. Έχει επίσης γράψει μουσική και έχει επιμεληθεί το sound design για θεατρικές παραστάσεις, ντοκιμαντέρ, ταινίες, τηλεοπτικές σειρές και χοροθέατρο. Τέλος, είναι συνιδρυτής της Medea Electronique
Μπορείτε να μας περιγράψετε την κλασική διαδικασία που ακολουθείτε, σχεδιάζοντας τον ήχο σε μια ταινία;
Ο σχεδιασμός του ήχου σε μια ταινία μεγάλου μήκους ξεκινάει από την προ-παραγωγή του έργου. Δηλαδή από την οργάνωση και επιλογή όλων των τεχνικών και καλλιτεχνών του ήχου. Οι βασικές ιδιότητες σε μια μεγάλου μήκους ταινία είναι Sound Supervisor, Sound Design, Sound Mixer, Production Sound Mixer, Boom Operator, Foley Artist, ADR Recording, Dialogue Editing.
Το Location Sound είναι ο ήχος που παράγεται κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, ο διάλογος δηλαδή και ό,τι ήχο παράγουν τα αντικείμενα κατά τη δράση των ηθοποιών. Εκεί ο production sound mixer, ο ηχολήπτης πλατώ, έχει την ευθύνη να ηχογραφήσει τον διάλογο όσο πιο πιστά γίνεται. Για να μπορέσει να γίνει αυτό δουλεύει μαζί με τον μπούμαν –είναι ο τεχνικός ο οποίος βλέπουμε συνήθως να κρατάει ένα μακρύ κοντάρι (το μπουμ), με ένα μικρόφωνο στην άκρη του. Αυτοί είναι και οι πρώτοι ήχοι της ταινίας.
Στο "Ουζερί Τσιτσάνης" είχαμε 3 Foley Artists, δηλαδή τρεις καλλιτέχνες του ήχου που φτιάξανε όλα τα εφέ: βήματα, τον ήχο των αντικειμένων μέσα στο ουζερί, όπως και τον ήχο από τις καρέκλες, τα ποτήρια, τις φωνές κλπ. Για τα Foley στήσαμε στο στούντιο το μαγαζί της ταινίας. Εκεί ήρθαν ηθοποιοί οι οποίοι τραγούδησαν τα κομμάτια και κάνανε όλες τις φωνές και τις κινήσεις που θα έκαναν οι θαμώνες του μαγαζιού. Έτσι δημιουργήσαμε μια μεγάλη γκάμα ήχων, του οποίους μπορούσαμε να κάνουμε edit όπως θέλαμε χωρίς να επηρεάζεται ο διάλογος ή το τραγούδι. Δηλαδή είχαμε τον έλεγχο των ήχων. Είναι σημαντικό, γιατί με αυτόν τον τρόπο μπορείς να ενισχύσεις μια σκηνή δραματουργικά, όπως και να αφαιρέσεις ήχους –αν για παράδειγμα δεν λειτουργούν σωστά με τον διάλογο. Ηχογραφήσαμε επίσης φορτηγά εποχής, μοτοσικλέτες και αυτοκίνητα.
Παράλληλα με τα γυρίσματα στα οποία η ομάδα παραγωγής του ήχου είναι σε συνεννόηση με τον ηχολήπτη στο πλατώ, φροντίσαμε να οργανώσουμε και να καταγράψουμε όλα τα ηχητικά εφέ που θα χρειάζονταν στην ταινία. Ο ηχολήπτης, μαζί με τον μπούμαν, φρόντισαν λοιπόν να συλλέξουν όσο περισσότερους ήχους μπορούσαν από τη δράση των σκηνών στο πλατώ. Δηλαδή να κάνουν μια διεθνή μπάντα. Αυτό είναι όλες οι κινήσεις των ηθοποιών, χωρίς τον διάλογο. Ο λόγος που γίνεται κάτι τέτοιο είναι για να υπάρχουν όλοι οι ήχοι που παράγονται στο πλατώ σε ξεχωριστό audiotrack από τις φωνές. Έτσι, μπορούσε να αυξομειώνουμε τον διάλογο σε ένταση χωρίς να ανεβαίνει και ο ήχος των βημάτων, για παράδειγμα. Επίσης, αν η ταινία πάρει διεθνή διανομή, μπορεί να μεταγλωττιστεί.
Το ADR είναι η διαδικασία στην οποία ένα μέρος του διαλόγου της ταινίας αντικαθίσταται από τη φωνή του ίδιου του ηθοποιού. Αυτό γίνεται σε περιβάλλον στουντιακό: ο ηθοποιός έρχεται στο στούντιο και, βλέποντας τη σκηνή στην οποία πρέπει να αντικαταστήσει τη φωνή του, αναπαράγει πάλι τα λόγια του. Κάτι τέτοιο συμβαίνει για τον εξής λόγο, ότι σε ένα περιβάλλον πλατώ δεν υπάρχει έλεγχος εξωγενών ηχητικών παραγόντων. Δηλαδή δεν μπορεί ο ηχολήπτης εκεί να προβλέψει την κίνηση του δρόμου, αεροπλάνα, γειτονικά διαμερίσματα, περαστικούς κλπ. Πολλές σκηνές που έρχονται στο μοντάζ έχουν λοιπόν μέσα πολλούς «ανεπιθύμητους» ήχους. Γι' αυτόν τον λόγο διαλέγουμε την όσο πιο καθαρή ηχητικά σκηνή έχουμε και κατόπιν αντικαθιστούμε όλους τους ήχους, ώστε να βγει καθαρός ο τελικός ήχος. Έχοντας κατόπιν καθαρή τη φωνή των ηθοποιών από το στούντιο, μας επιτρέπεται να κάνουμε τη μίξη καλύτερη. Εδώ βέβαια θέλει την έξης προσοχή: ο Dialoque Editor πρέπει να συγχρονίσει τα λόγια του ηθοποιού ώστε να μην φαίνονται ψεύτικα. Δηλαδή να μην είναι ασύγχρονα, αλλού ο λόγος και αλλού τα χείλη.
Στη συνέχεια, πρέπει να φτιαχτεί οι περιβάλλων χώρος και η ακουστική του. Σαν παράδειγμα είναι οι σκηνές του ξυλουργείου και του παγοποιείου. Το ξυλουργείο στην ταινία βρίσκεται σε μια βιοτεχνική περιοχή –το πλατώ κατασκευάστηκε στα παλιό λατομείο του Λαυρίου. Για να είναι έτσι πιο πειστικό το περιβάλλον στο οποίο διαδραματίζονται οι σκηνές, συμπληρώσαμε ηχητικά όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες της περιοχής, παρότι δεν τις βλέπουμε. Το ίδιο συνέβη και για το παγοποιείο.
Στο τέλος, έχουμε το post-production του ήχου. Αφού έχουμε τελειώσει δηλαδή τα γυρίσματα και έχει γίνει το μοντάζ της ταινίας, καταγράφουμε τις ανάγκες που υπάρχουν στον ήχο. Αν για παράδειγμα χρειάζεται ADR, τότε αρχίζει αυτή η διαδικασία πρώτα. Στις ταινίες στο εξωτερικό περίπου το 80% του διαλόγου είναι ADR. Μετά αρχίζει το sound design, το οποίο περιλαμβάνει διάφορες φάσεις. Μία από αυτές είναι (όπως περιγράψαμε παραπάνω) τα Foley, η μίξη της μουσικής σε surround, η δημιουργία ήχων εφέ που συνοδεύουν τη μουσική. Σαν παράδειγμα στην ταινία "Ουζερί Τσιτσάνης", υπάρχει έντονο sound design στη σκηνή της μάχης. Εκεί οι ήχοι των όπλων είναι αγορασμένοι από βιβλιοθήκες και είναι πιστά αντίγραφα των όπλων που βλέπουμε στη μάχη. Οι ήχοι όμως του περιβάλλοντος (π.χ. ποδοβολητά, κραυγές) έχουν ηχογραφηθεί για την ταινία. Το ίδιο και οι σκηνές πλήθους, που είχαν έντονο σχεδιασμό ήχου για να μπορέσουμε να αναπαραστήσουμε το έντονο συναίσθημα της καταπίεσης και βίας που ήθελε ο σκηνοθέτης.
Ποιες ήταν οι απαιτήσεις του "Ουζερί Τσιτσάνης", πέρα από αυτές που έχει παραδοσιακά μια ταινία, ως πλατφόρμα αφετηρίας στον ήχο; Και ποια, επίσης, τα επιπλέον στοιχεία τα οποία ενυπάρχουν στις ταινίες εποχής, ειδικότερα όταν έχουμε να κάνουμε με ιστορικά και διάσημα ονόματα;
Το "Ουζερί Τσιτσάνης" διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου στη Θεσσαλονίκη. Τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν τόσο εκεί, όσο και σε άλλες πόλεις που διατηρούσαν κάποια χαρακτηριστικά της εποχής. Σε όλες τις περιπτώσεις, όμως, οι τοποθεσίες είναι ενταγμένες σε ένα σύγχρονο, αστικό περιβάλλον. Επίσης, οι ήχοι που παράγει μια σύγχρονη πόλη, είναι πολύ διαφορετικοί από εκείνους του παρελθόντος. Από πλευράς μας, κάναμε λοιπόν μια μελέτη γύρω από τους ήχους που παρήγαγαν τα αυτοκίνητα της εποχής και τα φορτηγά. Ήμασταν αρκετά τυχεροί, γατί βρήκαμε αυτοκίνητα και φορτηγά με τις original μηχανές, τις οποίες ηχογραφήσαμε. Προσπαθήσαμε γενικότερα να καταγράψουμε όλους τους ήχους της εποχής: τραμ, κάρα, άλογα.
Σημαντικό μέρος του ήχου στην ταινία αποτέλεσε και η απόδοση των τραγουδιών του Τσιτσάνη, σε συνάφεια με το γεγονός ότι το ουζερί ανακατασκευάστηκε κατά το πρωτότυπο. Ο Θέμης Καραμουρατίδης, ο οποίος είχε την επιμέλεια των τραγουδιών, επέλεξε μουσικούς που μπορούσαν να αναπαράγουν το ήχο των οργάνων και το στιλιστικό παίξιμο της εποχής. Ο μπουζουξής Βασίλης Κατσίκης έπαιξε και διασκεύασε τα τραγούδια, ο Τάσος ο Μπακασιέτας έκανε τη μίξη, ενώ τραγούδησε η Ανατολή. Η μελέτη γύρω από το υλικό και τον ήχο τις εποχής είχε δύο παράλληλες κατευθύνσεις: μία, ήταν η πιστότητα στο ερμηνευτικό μέρος· η άλλη, ήταν η ακουστική μνήμη και εμπειρία που έχουμε γύρω από τα τραγούδια της συγκεκριμένης εποχής.
Ηχοχρωματικά, τα ακούσματά μας είναι ηχογραφήσεις οι οποίες έχουν γίνει με παλιά μηχανήματα, με την αναπαραγωγή τους να γίνεται από βινύλιο –μερικές δε ηχογραφήσεις έχουν γίνει σε κέρινους κυλίνδρους. Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά αυτών των ηχογραφήσεων είναι πολύ ιδιαίτερα. Δηλαδή δεν υπάρχουν πολλές χαμηλές συχνότητες, ενώ χαρακτηρίζονται από έναν έντονα ένρινο, ας τον πούμε, ήχο. Επομένως, η αισθητική κατεύθυνση που πήραμε ήταν να αναπαράξουμε όσο πιστότερα γινόταν τον πραγματικό ήχο του μαγαζιού, με τη μνήμη των ηχογραφήσεων της εποχής να λειτουργεί συμπληρωματικά.
Ποια ζητήματα/προβλήματα ανέκυψαν πέραν του σχεδιασμού σας στην κατασκευή του ήχου της ταινίας;
Το κυριότερο θέμα που έπρεπε να αντιμετωπίσουμε προέκυψε απ' το ότι είχαμε μια ταινία εποχής, η οποία γυρίστηκε σε σύγχρονο, αστικό περιβάλλον. Κι αυτό δημιούργησε διάφορα προβλήματα, ως προς τον ήχο. Τα περισσότερα προέρχονταν από τον περιβάλλοντα χώρο, κυρίως της σημερινής Θεσσαλονίκης ή όπου άλλου έγιναν τα γυρίσματα. Έτσι, το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας διαθέτει ήχο που φτιάχτηκε στο post-production, με άξονα τη μεγαλύτερη δυνατή πιστότητά του ως προς την εποχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
{youtube}2ZNcvDBb-WI{/youtube}