Στυλιανός Τζιρίτας

Οι ηχογραφήσεις πεδίου –ή field recordings, όπως ονομάζονται– είναι αποδεδειγμένα αναγκαίες σε κάθε είδους καλλιτεχνική ή εμπορική χρήση του ήχου, αλλά και περιοχή διερευνήσεων όταν μιλάμε για τον πειραματικό χώρο. 
 
Στη θαυμάσια ταινία του Jerry Skolimowsky The Shout [*1] έχουμε μια tour de force αντιπαράθεση του φυσικού ήχου με τον τεχνητό, μια μάχη η οποία μπορεί να απλώνεται στις ίνες του καμβά ενός ερωτικού τρίο, γεγονός που εξηγεί και την αντιπαράθεση. Αλλά αυτό δεν αναιρεί σε καμία περίπτωση την ανάγκη να παρακολουθήσει την ταινία κάθε αφιονισμένος οπαδός της ηχοληψίας και των πολλαπλών (προ)οπτικών του ήχου. Ο πειραματιστής μουσικός και ηχολήπτης o οποίος ηχογραφεί αποκλειστικά σε κλινικό περιβάλλον δωματίου ζητήματα και θέματα της φύσης (έντομα, παλινδρομήσεις αντικειμένων, συμπιέσεις ατμόσφαιρας), δέχεται την επιδρομή στη ζωή του –σε όλα τα μήκη και πλάτη της– ενός παράξενου άνδρα, με τη δυνατότητα να αναπαράγει την Κραυγή του Θανάτου όπως την έχει διδαχθεί από τους Αβορίγινες. Η επίδειξη της κραυγής σε φυσικό περιβάλλον θα υπάρξει συντριπτική για τον ηχολήπτη. 
 
{youtube}MyDIKsHzddY{/youtube}
 
Κάποια στιγμή τη δεκαετία του 1990, εξ αντανακλάσεως από τον επαγγελματικό χώρο όπου βρισκόμουν (τον κινηματογραφικό), έμεινε στην κατοχή μου –στη φύλαξή μου, για την ακρίβεια– για 5 μέρες του Ιούλη ένα Nagra IV-S [*2], από αυτά που χρησιμοποιούνται εδώ και πολλά χρόνια στον κινηματογράφο για το capture του ήχου. Μαζί με άλλους δύο βαρεμένους, οργανώθηκαν μέσα σε αυτό το διάστημα (παίζοντας το κεφάλι μου κορώνα-γράμματα, μιας και δεν πήρα άδεια από τον ιδιοκτήτη του μηχανήματος για κάτι τέτοιο) τρεις πορείες ανά το Λεκανοπέδιο με αυτοκίνητο όπου ηχογραφούσαμε τα πάντα: από το πώς το αεράκι φυσούσε στον λόφο πάνω στο Πέραμα, μέχρι το θρόισμα των φύλλων στο Καβούρι· όχι, δεν πήγαμε προς τα σταθμευμένα εν μέσω της νυκτός αυτοκίνητα, σας προλαβαίνω. 
 
Avotek_3_2
 
Ακούγοντας λοιπόν τις ηχογραφήσεις και προσπαθώντας αργότερα να μιξάρουμε πολλές από αυτές στα πονήματα που ο καθείς από τους τρεις έφτιαχνε εκείνη την περίοδο, διαπιστώσαμε το εξής: υπάρχουν δύο ρήματα για τη λήψη του ήχου από τον άνθρωπο. Το ένα είναι το «ακούω» και το άλλο το «ακροάζομαι». Είναι κάτι σαν τη διαφορά των φράσεων «είμαι ερωτευμένος μαζί σου» και «σε αγαπάω». Το πρώτο δηλαδή είναι λήψη ενστικτώδης, το δεύτερο ενέργεια συνειδητή. Όταν λοιπον αρχίζεις κι ακούς τα field recordings που έχεις κάνει και βρίσκεσαι στο πρωταρχικό στάδιο μιας τέτοιας φόρμας δράσης στο ενεργητικό σου, διαπιστώνεις όχι μόνο τη διαστρωμάτωση του ήχου σε τελείως διαφορετικές πλατφόρμες (η σχέση με τον χώρο λήψης, οι αντηχήσεις, οι επιπλέον/άσχετοι ήχοι με το επίκεντρο του ενδιαφέροντος σου), αλλά και την ίδια τη φιλοσοφία του ήχου. 
 
Avotek_3_3
 
Ο σκύλος που αλυχτά κάπου στο βάθος, η αλυσίδα της άγκυρας όπως ανασύρεται από το νερό για να βρει θέση στα σωθικά του πλοίου, αποκτούν άλλη οντότητα. Παύουν να είναι ο σκύλος και η αλυσίδα με την οργανική ή ανόργανη υπόστασή τους, και αποκτούν (ΠΡΕΠΕΙ να αποκτήσουν) συχνοτική οντότητα. Ναι, σαφώς, τον σκύλο και τον μεταλλισμό της αλυσίδας γυρεύουμε για να πλαισιώσουμε μια ηχογράφηση (ή για να φτιάξουμε μια ηχογράφηση με βάσει τον πρωτογενή ήχο), όμως ο ήχος λαμβάνει νέα ενδυμασία. Γι’ αυτό και σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα συνειδητοποιείς ότι οι ήχοι υπάρχουν πάντα και για όλους. Ο καθείς μπορεί να ηχογραφήσει –ακόμα και με το iPhone του πια– τον ήχο σε έναν συρμό του μετρό, αλλά είναι αυτό το ζητούμενο; Όχι, το θέμα μεταλλάσσεται στο πώς κάνεις εγγραφή του ήχου, μα και στο πώς τοποθετείς εαυτόν στο χώρο. 
 
Δεν μπορούσα λοιπόν να μην παραθέσω τις απόψεις επί του εξοπλισμού δύο ανθρώπων των οποίων τη δουλειά εκτιμώ, όπως και τον τρόπο που ασχολούνται με το ζήτημα του ήχου σαν οντότητα αυτοτελή, πέρα των μουσικών τους αναζητήσεων. Ο πρώτος είναι ο Γιώργης Σακελλαρίου [*3], ο οποίος απαντά για ζητήματα που αφορούν τυχόν εμπόδια στις αστικές ηχογραφήσεις: 
 
«Ένας εξοπλισμός που αποτελείται από το recorder, ακουστικά και το μικρόφωνο, ειδικά αν χρησιμοποιούμε και μπουμ, μόνο διακριτικός δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα αν βρισκόμαστε μόνοι σε κάποιο απόμακρο σημείο, αλλά όταν ηχογραφούμε στην πόλη, το θέαμα που αποτελούμε μπορεί να προκαλέσει ανεπιθύμητες καταστάσεις, με κύρια την ενδεχόμενη παρενόχληση από αστυνομικούς ή πάσης φύσεως σεκιουριτάδες. Επίσης έτσι τραβάμε την προσοχή των περαστικών και ενδεχομένως την λεκτική (και απρόσκλητη) συμμετοχή τους στην ηχογράφηση. Επιπλέον, όταν κάποιος ή κάποια αντιλαμβάνεται ότι ηχογραφείται, μπορεί να αισθανθεί αμήχανα και συνήθως αλλάζει και συμπεριφορά.
 
Avotek3_4
 
Μια καλή λύση αποτελεί η χρήση διακριτικών Omni μικροφώνων τα οποία έχουν μικρές κάψουλες που μπορούμε να συνδέσουμε με κλιπ στο σακίδιο ή στο πανωφόρι μας. Σε αυτήν την περίπτωση θα μοιάζουμε περισσότερο με κάποιον ο οποίος απλώς ακούει μουσική. Ιδανικά για αυτές τις συνθήκες, και εξαιρετικά καλόηχα αν και λίγο ακριβά, είναι τα DPA 4060. Φτηνότερη και ιδιαίτερα αξιόπιστη λύση είναι τα Naiant X-X, υπάρχει δε και η περίπτωση των Soundman OKM II που τοποθετούνται απευθείας στα αυτιά. Με αυτόν τον τρόπο έχω ηχογραφήσει σε πολυσύχναστους δρόμους, σταθμούς μετρό και σε μουσεία, εντελώς απερίσπαστος και χωρίς να τραβήξω την προσοχή κανενός».
 
Avotek3_5O δεύτερος είναι ο Αλέξης Ρέτσης [*4], ο οποίος με την παροιμιώδη θα έλεγα λακωνικότητά του επικεντρώνεται στον εξοπλισμό:
 
«Η προσωπική μου επιλογή σε εξοπλισμό είναι ένα setup το οποίο μπορεί να καλύψει (τεχνικά και όχι δημιουργικά) κάθε ανάγκη για field recording ή foley [*5]. Χρησιμοποιώ το Zoom H4n portable recorder –με τα δικά του μικρόφωνα ή σε συνδυασμό με το Neumann RSM-191, το Sanken CSS-5 shotgun mic και το DPA SMK4060 miniature Omni directional microphone. Είναι ένα αρκετά ευέλικτο setup, το οποίο ουσιαστικά μπορεί να καλύψει (σχεδόν) οποιαδήποτε ανάγκη recording».
 
Όμως, πέραν της αποτύπωσης, υπάρχει και η αισθητική. Και θα μπορούσα να φέρω ως παράδειγμα τον δίσκο Αμερικανού καλλιτέχνη ο οποίος ηχογραφούσε τη γέφυρα του Μπρούκλιν για 3 χρόνια κάτω από τελείως διαφορετικές συνθήκες (αέρα, καραζέστη κλπ.), αλλά όταν πήγε να φτιάξει σύνθεση πάνω σε αυτά εμπλέκοντας τους ήχους με λογικές Steve Reich, κατάφερε να κάνει έναν από τους πλέον βαρετούς δίσκους που έχω ακούσει στη ζωή μου. Η αισθητική λοιπόν των field recordings μέσα στις συνθέσεις είναι ένα ζήτημα τελείως διαφορετικό, το οποίο δεν θα μπορούσε να μας απασχολήσει εδώ. Είναι άλλο λιβάδι. Ο συγκεκριμένος καλλιτέχνης, αν είχε μείνει στον χώρο του librarian –στην αρχειοθέτηση δηλαδή των ήχων είτε για δική του χρήση, είτε για διάθεση προς το κοινό– θα τα είχε καταφέρει περίφημα. Δεκάδες χρόνια τώρα, άλλωστε, οι βιβλιοθήκες ήχων και εφέ έχουν σώσει και στηρίξει ταινίες και δίσκους. Παλιότερα μάλιστα οι δίσκοι στην Ελλάδα με καλά field recordings ήταν πανάκριβοι και παρακαλούσες μπας και έβαζες χέρι στη βιβλιοθήκη κάποιου στούντιο για να ακούσεις ωραία πράγματα [*6]. 
 
Avotek_3_6
 
Να υποσημειώσω ότι θα επανέλθουμε στο ζήτημα των επιτόπιων ηχογραφήσεων, παρουσιάζοντας στο άμεσο μέλλον handy recorders τα οποία θα κάνουν τη ζωή σας πιο εύκολη. Θα δείτε ότι έχουν βοηθήσει ανθρώπους από διάφορα σημεία του ηχητικού φάσματος της ημεδαπής, από τη Δήμητρα Γαλάνη μέχρι τους harshάδες Mob [*7] να κρατήσουν και να καταγράψουν τις ιδέες τους.
 
Όσο για τον υπογράφοντα, ακόμα ψάχνει εκείνο τον δίσκο όπου ένας τρελαμένος Αμερικανός ηχολήπτης –κάπου στη δεκαετία του 1980 – ηχογραφούσε σχεδόν(;) με κίνδυνο της ζωής του σεισμούς σε όλη την υφήλιο, με ιδιαίτερη μάλιστα προτίμηση στα ηφαίστεια, όπου υπάρχει πάντα το σιγουράκι του «έρχομαι θέλεις δεν θέλεις ανά πάσα στιγμή» από μεριάς Εγκέλαδου. Άγιο Δισκοπότηρο ισάξιο της όποιας σταυροφορίας, μιας και ο δίσκος δεν βγήκε παρά σε ελάχιστα αντίτυπα. Δεν τον έχω ακούσει ούτε μία φορά, μήτε από κασέτα, μήτε από ανάρτηση κάποιου σχιζοφρενή του χώρου· έχω απλά κρεμαστεί από λεκτική αναφορά γνώστη του πειραματικού territory (ούτε αυτός ωστόσο τον έχει ακούσει) για την ύπαρξή του. Ναι, ναι, το ομολογώ, μήτε το όνομα του δημιουργού δεν γνωρίζω… 
 
Μην γκουγκλάρετε ρε τελειωμένοι, δεν θα βρείτε τίποτα… Σε (φυσικές, όχι cloudικές) αποθήκες ψάχνουμε τόσα χρόνια και δεν… Αλλά που θα μου πας ρε σεισμολάγνε, θα ακούσω κάποια στιγμή –αφαιρώντας από μέσα μου τον τρόμο και πόνο που προκαλεί μία από τις πλέον σκληρογενείς εκφράσεις του πλανήτη– το έδαφος να σείεται, όπως ακριβώς το αποτύπωσες στα (καραευαίσθητα, υποθέτω) μικρόφωνά σου και στο (γι’ αυτό βάζω στοίχημα το μικρότερο μπομπινόφωνό μου) Nagra σου … 
 
Αλλά ρίξτε και μια ματιά σε αυτό…
 
* Στη γεμάτη χιούμορ (ναι! Και χωρίς να χάνει μήτε σε μία γραμμή τη φίλα προσκείμενη στη θρησκεία θέση της) και θαυμάσια οργανωμένη ιστοσελίδα http://saints.sqpn.com/, υπάρχει ένα ξεχωριστό section όπου ο administrator –αν και παραθέτει τους προστάτες αγίους πολλών επαγγελμάτων– δεν έχει πουθενά κάποιον άγιο για τους έρμους τους μηχανικούς ήχου ή τους παραγωγούς δίσκων. Κάτι που εξηγείται ίσως από το γεγονός ότι ο Eno είναι ένας άγιος, Θου Κύριε φυλακήν τω στόματι μου! Πέραν της πλάκας και προλαβαίνω το αντεπιχείρημα σας, σας πληροφορώ ότι υπάρχουν άγιοι για τελείως σύγχρονα επαγγέλματα, όπως για τους προγραμματιστές ή για τους χρηματιστές (αυτοί δηλαδή χρειάζονται άγιο;). Η δε ανάδειξη αγίων ως πομπών βοήθειας προς τους εξασκούντες την όποια επαγγελματική ασχολία, δεν άπτεται ζητημάτων τα οποία τέλεψαν κάπου στα εσχατικά του 19ου αιώνα. Άρα οδηγούμεθα στο συμπέρασμα ότι ο μηχανικός ήχου και ο παραγωγός είναι συνθέσεις του κοινωνικού ορίζοντα που δεν διαθέτουν οντότητα στο γενικότερο συλλογικό συνειδητό. Πραγματικά ενδιαφέρουσα σημειολογία…
 
Υπόμνημα
 
[1] Το Shout βασιζόταν σε ένα διήγημα του (θαυμάσιου σε όλο το εύρος του έργου του, ειδικότερα του ποιητικού) Robert Graves και τιμήθηκε στο Φεστιβάλ των Καννών του 1978 με το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής. Στους τρεις βασικούς ρόλους ήταν ο (πραγματικά τρομακτικός) Alan Bates ως ο ξένος, ο ανεπανάληπτος John Hurt στον ρόλο του ηχολήπτη που την ακούει (κυριολεκτικά και μεταφορικά) και η Susannah York ως το αντικείμενο του πόθου των προαναφερθέντων.
 
[2] Ο σχεδιαστής του αξιόπιστου αυτού εγγραφέα, του πραγματικού θηρίου αντοχής, ο Πολωνός Stefan Kudelski έφυγε μόλις πέρυσι, τον Ιανουάριο του 2013. Σημειωτέον ότι τα Nagra είναι ελβετικής κατασκευής.
 
[3] O Γιώργης Σακελλαρίου (γνωστός μέχρι πρότινος με το όνομα Mecha Orga) είναι συνθέτης πειραματικής ηλεκτρονικής μουσικής. Δισκογραφεί από το 2003 είτε σε πλαίσια συνεργασιών είτε ως σόλο καλλιτέχνης. Έχει συνθέσει μουσική για ταινίες μικρού μήκους και θεατρικές παραστάσεις, έχει συμμετάσχει σε πολλά workshops και έχει εμφανιστεί επί σκηνής σε πολλά σημεία ανά τον κόσμο. Η πρακτική του βασίζεται στην ψηφιακή χειραγώγηση των περιβαλλοντικών ηχογραφήσεων. Είναι μέλος του Κέντρου Αθηναϊκής Σύγχρονης Μουσικής Έρευνας και του Ελληνικού Συνδέσμου Συνθετών Ηλεκτροακουστικής Μουσικής. Από το 2004 επιμελείται την ετικέτα Echomusic.
 
[4] Ο Αλέξης Ρέτσης είναι μουσικός παραγωγός και sound designer στον χώρο της δισκογραφίας, του θεάτρου, της τηλεόρασης και της διαφήμισης. Το 2012 μαζί με τον George Apergis ίδρυσε δυο δισκογραφικές εταιρείες, την Modular Expansion Records και την Anthropos-Mekhane. Έχει στο ενεργητικό του πολλές προσωπικές κυκλοφορίες και συνεργασίες, όπως με τον George Aggelides ως Qebo και Videogame Orchestra aka VGO. Έχει πραγματοποιήσει συναυλίες στην Ευρώπη (Αγγλία, Ιταλία, Γερμανία, Γαλλία, Ισπανία, Σερβία και Νορβηγία –συμπεριλαμβανομένου του Ινστιτούτου Τεχνών Βερολίνου) και σε πολλά εγχώρια φεστιβάλ και events (Synch, Bios κ.ά.). Αυτή τη στιγμή είναι endorsed artist από την Korg, και τον Έλληνα αντιπρόσωπο Bon Studio
 
[5] Foley > Ήχος που προστίθεται σε κινηματογραφική ταινία ή video clip στη φάση του post production.
 
[6] Να ομολογήσω ότι παραμένει η απορία μου αν στο "Προσκλητήριο" του Μάκη Χριστοδουλόπουλου οι καμπάνες στην αρχή είναι field recording, το οποίο έγινε για τις ανάγκες της ηχογράφησης ή είναι copy-paste βιβλιοθήκης ήχου. Αν είναι το πρώτο θα με κάνει ακόμα πιο φανατικό οπαδό του αοιδού. 
 
[7] Οι Μob είναι δίδυμο πειραματικού ήχου «με στόχο», όπως δηλώνουν οι ίδιοι, «την εξερεύνηση των ορίων του ηχητικού θορύβου». Χρησιμοποιούν αναλογικό εξοπλισμό, μέρος του οποίου είναι συχνά αυτοσχέδιος.
Δισκογραφία 
* Mob (2013)
* Heolstor (2014)
 
Για τις όποιες παρατηρήσεις σας, γράψτε στο Αυτή η διεύθυνση Email προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
 
Μέχρι την επόμενη Κυριακή, όταν το Avotek #4 θα χτυπήσει τις οθόνες σας, Keep the Mics Up! (και τους κομπρέσορες σε λογικά επίπεδα βρε Αντίχριστοι, που μου γίνατε Butch Vig –αγιασθήτω το όνομά του by the way…). Και πάρτε κι έναν Τάο Τάο για το σπάσιμο...
 
{youtube}1OkrZ2GbSgc{/youtube} 
 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured