Αγγλία, Αύγουστος 1994. Το τελευταίο καλοκαίρι πριν τα μισά της τελευταίας δεκαετίας πριν το millennium ανήκει στους Blur και στο τρίτο τους album, Parklife που από τον Απρίλιο όταν και κυκλοφόρησε γράφει τις πρώτες λαμπρές σελίδες της Cool Britannia εποποιίας ενώ το  προσεχώς «αντίπαλο δέος» των αδελφών Gallagher δεν έχει πει ακόμα την τελευταία -ή μάλλον την πρώτη- του λέξη. Blur και Oasis, Parklife και Definitely Maybe, Λονδίνο και Μάντσεστερ – σημειώσατε Χ. Όμως ένα outsider από ένα γαλατικό χωριό στα δυτικά του αγγλικού νότου δεν είχε πει ακόμα την τελευταία του -ή μάλλον την πρώτη- του λέξη.

To 1994 το Bristol είχε ήδη μπει στην τροχιά του με το Blue Lines των Massive Attack να τραβάει τις πρώτες στέρεες γραμμές στον χάρτη της «σκηνής του Bristol» ενώνοντας το πλούσιο υπόβαθρο της κουλτούρας των soundsystems με την hip hop επανάσταση. Οι ζυμώσεις μεταξύ της παράδοσης του βρετανικού punk και των ζωηρών κοινοτήτων μεταναστών της πόλης -ανθρώπων από όλες τις χώρες της Καραϊβικής που ο άνεμος του Windrush είχε φέρει είτε τους ίδιους είτε το πιθανότερο τους προγόνους τους στο λιμάνι του Bristol- στα εύφορα με όρους underground εδάφη  μιας πόλης με την πολιτική και κοινωνική τοιχογραφία και ανθρωπογεωγραφία του Bristol είχαν ως προϊόν έναν χαρακτηριστικό και κυρίως πρωτότυπο ήχο που θα ανάβλυζε από τους samplers των crews για να γίνει η ρίζα ενός από τα τελευταία διακριτά νέα μουσικά γένη πριν τα major genres κατασπαραχθούν από τα subgenres τους και τις διαδοχικές αναβιώσεις που θα έφερνε ο 21ος αιώνας.

Το trip hop και η σκηνή του Bristol μοιράστηκαν με την brit pop κουλτούρα την ίδια Anarchy in the UK παιδική ηλικία, την ίδια love-and-hate σχέση με ό,τι συνέβαινε μουσικά από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, το ίδιο αντι-αμερικανικό όνειρο να κάνουν το ίδιο και καλύτερα αυτό που έκαναν οι Αμερικανοί ομόλογοί τους. Και κάπου εδώ σταματούν οι πολλές ομοιότητες. Στη χώρα που γέννησε το φαινόμενο Beatles τα πιασάρικα κιθαριστικά μοτίβα των Blur και των Oasis βρισκόταν μάλλον σίγουρα στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή, συνεπή στο ραντεβού τους με μια νεολαία διψασμένη να ζήσει το δικό της cool, βρετανικό μουσικό έπος, με τους δικούς της όρους και τρόπους, αλλά με το ίδιο πάθος που το είχαν ζήσει οι γονείς τους τη χρυσή εποχή του British Invasion. Σε αντίθεση με το νεογέννητο trip hop του οποίου η ανέλιξη από το undergound στο mainstream και από τα αυτοσχέδια στούντιο και πάρτι του Bristol στα “in” και μοδάτα clubs όλης της χώρας και στις κορυφές των charts αποτέλεσε μια μουσικά ρομαντική και καλλιτεχνικά συναρπαστική, «από το πουθενά» ιστορία επιτυχίας.

Σε αυτό το περιβάλλον και σε αυτό το γαλατικό χωριό της μουσικής Αγγλίας, σε αυτόν τον δρόμο που έχουν ξεκινήσει να δείχνουν οι Wild Bunch και οι Massive Attack, κάνει τα πρώτα του βήματα ένας νεαρός με λίγα χρόνια στην πλάτη και μεγάλα αλλά συγκεχυμένα μουσικά όνειρα στο μυαλό. Ο 18χρονος Geoff Barrow, κάτοικος μιας μικρής επαρχιακής πόλης εννέα μίλια απ’ το Bristol με το όνομα Portishead είναι κολλημένος με το hip hop και ξημεροβραδιάζεται πάνω απ’ το sampler του καπνίζοντας. Ανακατεύεται με διάφορες ροκ μπάντες όπως κάθε φιλόδοξος νεαρός μουσικός της γενιάς του (και μάλλον κάθε γενιάς), παίζει ντραμς, μπλέκεται και σε hip hop κολεκτίβες κάνοντας τα πρώτα του βήματα ως DJ. Τρέφοντας μεγάλο ενδιαφέρον για την παραγωγή πιάνει την πρώτη του δουλειά στα νεοσύστατα Coach House Studios και φτάνει μέχρι το κατώφλι των Massive Attack ακριβώς τη στιγμή που ετοιμάζονται να κάνουν το μεγάλο άλμα με το Blue Lines, αντλώντας πολύτιμη έμπνευση και χρόνο να δουλέψει τις προσωπικές του ιδέες κάτω απ’ την ευοίωνη σκιά του σχήματος. Όταν ο δίσκος έχει φτάσει πια στα ράφια των δισκοπωλείων ξεκινώντας να γράφει την δικιά του λαμπρή ιστορία ο Geoff Barrow έχει ήδη γνωρίσει την 25χρονη Beth Gibbons σε ένα διάλειμμα μιας συνάντησης του θατσερικού κοινωνικού επιχειρηματικού προγράμματος Enterprise Allowance (ένα ακόμα από τα παράπλευρα μουσικά ευτυχήματα της θατσερικής πολιτικής) και έχουν αρχίσει να δουλεύουν το υλικό τους υπό το ακαθόριστο ακόμα σχήμα των Portishead.

Η «τυχαία» προσθήκη του τριαντατετράχρονου τότε jazz σεσιονίστα Adrian Utley o οποίος γνωρίστηκε με τον Barrow και την Gibbons στα Coach House Studios γοητευμένος από τους ήχους του demo του “It Could Be Sweet” που ακουγόταν από τη μισάνοιχτη πόρτα του δωματίου όπου έκαναν πρόβα οι ημιτελείς Portishead ήταν το κομμάτι που ξεκλείδωσε το παζλ. Τρία διαφορετικά μουσικά μυαλά, τρεις διαφορετικές μουσικές προελεύσεις, τρεις διαφορετικές ηλικίες, τόσο όσο χρειαζόταν για να δέσει σωστά η συνταγή και ο νεαρός ήχος του Bristol να πάει ένα κρίσιμο βήμα παραπέρα. Το βαθύ R n D χρόνων του Barrow στις νέες τεχνικές του sampling, του looping και των breaks, η δισκοθήκη αλλά κυρίως η ταινιοθήκη του Utley με ατελείωτο υλικό για αυτές τις τεχνικές και -ίσως πανω απ’ όλα- η πένα και η φωνή της Beth Gibbons έγιναν τα βασικά συστατικά της πρότασης που ξεκίνησαν να γράφουν οι Portishead πιο συστηματικά από κάθε άλλη φορά. Πρωτόλεια σχέδια και σκαριφήματα που είχαν γίνει στον πάγκο της κουζίνας της Neneh Cherry, όταν o manager της Cameron McVey προσέλαβε τον Barrow για τις ανάγκες του album Homebrew. Βραδιές με κακό φαγητό σε άθλιες pubs του Bristol, δεκάδες τσιγάρα και μαραθώνιους με τις γραμμένες από την τηλεόραση βιντεοκασέτες του Utley προς αλίευση νέων ήχων, samples στα οποία κανένα άλλο σχήμα δεν θα μπορούσε να έχει πρόσβαση. Samples θησαυροί: Lalo Schifrin στο “Sour Times”, Weather Report στο “Strangers”, War στο “Wandering Star”, Isaac Hayes στο “Glory Box”. Η ιστορία της μουσικής και η ιστορία πολλών πόλεων κομμένες θαυματουργά σε κομματάκια περασμένα σε κομψές, απέριττες λούπες. Ξύσιμο δίσκων και σπασμένοι ενισχυτές για να βγει ο σπασμένος ήχος του “Dummy”. Συγχορδίες και αρμονίες που περιφρονούν την πεπατημένη, αδιαφορούν για την τελειότητα. Μια φωνή μαγική ικανή να βουτά και να ανασαίνει σε αδιανόητα συναισθηματικά βάθη όπου ο καθένας βρίσκεται μόνος του αλλά όλοι κάποια στιγμή έχουν βρεθεί. Ερωτικός πόνος, κοινωνικό άγχος, η καθημερινή ψυχική υγεία τεντωμένη σε ένα σχοινί. Τα ναρκωτικά ως νέα μόδα, τα ναρκωτικά ως νέος πόλεμος. Η ελπίδα για μια σύχρονη πολιτική που θα φροντίσει για όλα αυτά έχει αρχίσει να ξηλώνεται ανεπιστρεπτί. Ένα εναλλακτικό zeitgeist, τα ψιλά αλλά τόσο σημαντικά γράμματα στο νόμισμα που είχε στη μεριά της κορώνας τις φωτεινές britpop μελωδίες.

To Dummy κυκλοφόρησε στις 22 Αυγούστου του 1994 -μόλις μια εβδομάδα πριν το Definitely Maybe των Oasis- από την Go!Beat Records -and the rest is history. Μέχρι τον χειμώνα ακουγόταν σχεδόν παντού, σκαρφαλώνοντας στο Νο 3 των charts με τα singles “Sour Times” και “Glory Box” να φιγουράρουν σταθερά στο top 15. To 1995 κέρδισε το νεόκοπο ακόμα τότε Mercury Prize, επικρατώντας σε μια shortlist που φιγούραραν ως φαβορί οι Oasis με το δικό τους ντεμπούτο αλλά και o το συγγενές «φοβερό παιδί» Tricky με το εξαιρετικό Maxinquaye και όλη τη φόρα της νέας αγαπημένης underground εμμονής των μουσικών lifestyle κύκλων της εποχής. Και το Dummy συνέχισε -και συνεχίζει ακόμα- να πουλάει πολυεκατομμύρια δίσκων, έγινε το soundtrack εκατομμυρίων διαφορετικών -μα τόσο ίδιων- τριπαρισμάτων σε όλον τον κόσμο, εκατομμυρίων διαφορετικών -μα τόσο ίδιων- ερωτικών ιστοριών, καταδικασμένων να σπάσουν σε κομμάτια καθ’ εικόνα και ομοίωση των διαστρωματωμένων θραυσμάτων της φωνής της Beth Gibbons.

Οι εθιστικές downtempo πτήσεις του έφτασαν μάλιστα, μέσω της διαστρεβλωτικής οδού που περιμένει συχνά στο επόμενο στάδιο μιας μεγάλης εμπορικής επιτυχίας, να γίνουν ο ορισμός του “chill out” soundtrack για μοδάτα εστιατόρια και επιμελώς ατημέλητα dinner parties –κάτι που ο Geoff Barrow μέχρι και σήμερα δεν χάνει ευκαιρία να καυτηριάσει σε συνεντεύξεις είτε χαρακτηρίζοντας το απλώς ως «πολύ περίεργο» είτε δηλώνοντας ότι θα ήθελε να πάρει ένα ρόπαλο του baseball και να σπάσει τα σερβίτσια σε αυτές τις συναθροίσεις (μην παραλείποντας ωστόσο να ευχαριστήσει όσους αγόρασαν τον δίσκο και το έκαναν αυτό που είναι).

Και η αλήθεια είναι ότι κι εμείς τους ευχαριστούμε. Κάθε φορά που σκάει το μπάσο του “Mysterons” σαν τίτλοι αρχής για ένα φιλμ που θες να βλέπεις ξανά και ξανά, σαν εναρκτήριο σάλπισμα για το πολύπτυχο έπος που ακολουθεί και ξετυλίγεται στα κεφάλαια του “Sour Times” και του “Strangers”, στα υποδόρια jazz noir grooves του “Numb” και στη βαθιά υπαρξιακή μελαγχολία του “Roads”, στο αδιέξοδο του “Biscuit” και στη διέξοδο του “Glory Box”, κάθε φορά που ο δίσκος αυτός θα γυρίζει στο πικάπ ή θα τρέχει στα αόρατα νήματα του streaming θα έχουμε ένα ευχαριστώ στους εκατομμύρια ανθρώπους που το αγόρασαν, το έπαιξαν, τρίπαραν και έκαναν σεξ μαζί του, το έβαλαν στο στερεοφωνικό του καινούριου τους αυτοκινήτου και στις playlists για συζητήσεις και ακριβά κρασιά με φίλους.

Γιατί όλοι αυτοί έδωσαν την ευκαιρία σε ένα από τα σπουδαιότερα και πιο επιδραστικά debut albums  να έχει ακριβώς αυτή τη θέση στη σύγχρονη, συλλογική μουσική συνείδηση, τη θέση δηλαδή που του αξίζει, τη θέση που έχουν στερηθεί άλλοι μεγάλοι δίσκοι που δεν έπεσαν σε τόσο πρόθυμο αγοραστικό κοινό. Χάρη σε αυτούς το Dummy ταξιδεύει από γενιά σε γενιά εδώ και τριάντα χρόνια, χάρη σε αυτούς υπάρχει και αυτή η γωνιά του mainstream. Για όλα τα άλλα είχαν φροντίσει οι Portishead έτσι κι αλλιώς, απλώς υλοποιώντας το ηχητικό τους όραμα. Και χάρη στους Portishead -και στο Bristol- υπάρχει το Dummy.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured