Στο ερώτημα πόσα βιβλία χρειάζεται ο άνθρωπος, σε σχετικό άρθρο του, ο ποιητής και συγγραφέας Κώστας Κουτσουρέλης, παρέθετε τα εξής «Ο Μάριο Βάργκας Γιόσα σ’ ένα μυθιστόρημά του έχει τον κανόνα των χιλίων: χίλια βιβλία, ούτε ένα παραπάνω, αν θες να βάλεις στο σπίτι ένα καινούργιο, πρέπει να ξεσκαρτάρεις ένα παλιό.» Ο Κωστής Παλαμάς ήταν πολύ πιο αυστηρός: «μια εταζέρα, ένα ραφάκι, χωράει τα ουσιώδη.» Και ο συνονόματός του Κωστής Παπαγιώργης υπερθεμάτιζε. «Τα μεγάλα βιβλία της ανθρωπότητας», έλεγε, «είναι γραμμένα όλα προ Χριστού.» Στην περίπτωση βέβαια του Παλάμα, εικάζω και στου Παπαγιώργη, η πραγματικότητα που αποτυπώθηκε σε όσο μέρος διασώθηκε από τη βιβλιοθήκη του, απέδειξε πως δε σταμάτησε να συλλέγει μέχρι το τέλος της ζωής του. «Τα περιμαζώνω πιο πολύ από της καρδιάς μου την ορμή, παρά κι από του νου μου τη γνώμη».
Καταπώς οι βιβλιοφάγοι, έτσι κι οι βινυλιοφάγοι, έστω όπως τους γνωρίζαμε μέχρι πρότινος, ανεξαρτήτως ηλικίας, έχουν τα ίδια κουσούρια και τις ίδιες ακατανόητες εμμονές, είτε έχοντας βάλει κόφτη, είτε κυνηγώντας να διασώσουν ως «πολιτιστική κληρονομιά» όσους περισσότερους δίσκους μπορούν. Μια αντίστοιχη μανία, μάταιη αποστολή, συνειδητή επιλογή, συλλογής και κατοχής, με παρόμοιες, σχεδόν μηχανιστικές, συμπεριφορές για τους εξερευνητές-αγοραστές. Μέσα από τους δίσκους, ταυτίζονταν γενιές και κόσμοι συνειδησιακά αδελφικοί, κι εκείνο το εύκαμπτο δωδεκάιντσο ή επτάιντσο αντικείμενο γινόταν έναυσμα, αναφορά και υλικό της προσωπικής τους μυθοπλασίας. Ένα υλικό ονείρων που πάνε πια δεκαετίες απ’ την ρηξικέλευθη εφεύρεσή του…
Πριν αρκετά χρόνια, σε μια χρονικά κομβική καμπή όπως αποδείχθηκε για την πορεία του βινυλίου στη σύγχρονη μουσική βιομηχανία, περιγράφαμε ένα συλλέκτη δίσκων ενόσω βρισκόταν σ’ ένα δισκοπωλείο: «Εκεί που οι κόρες των ματιών του θα διασταλούν όσο δεν πάει όταν εντοπίσει έναν προαιώνιο θησαυρό, εκεί που το προσωπικό του σύμπαν θα καταρρεύσει συθέμελα άμα τη αφήξει μιας φρέσκιας επανέκδοσης. Κι όταν έντρομος συνειδητοποιήσει πως η τσέπη του αποδεικνύεται κατώτερη του αντίτιμου, θα καταχωνιάσει στα κρυφά το αντικείμενο του πόθου, πίσω-πίσω στο ράφι, σε άλλο είδος και σε μπερδεμένη σειρά, για να μην το προλάβει κάποιος άλλος, έως ότου να επιστρέψει. Ακόμη κι αν αποδειχθεί εκ νέου, πως αυτή η κίνηση έχει πια επαναληφθεί τόσες φορές. Μια αναβολή ως πρόσχημα για επιστροφή στην αθωότητα, όμοια με το αμήχανο φλερτάρισμα των εφηβικών χρόνων, συνυφασμένη απόλυτα με τα σαράκια που περιδιαβαίνουν τον ανδρικό, και κάποιες λιγότερες φορές τον γυναικείο, ψυχισμό και σχετίζονται με τα τραγούδια που διαβάζει η βελόνα στα αυλάκια.» (Ποπ και Ροκ, τεύχος 337, Δεκέμβριος 2008).
Εκείνος ο συλλέκτης, ή καλύτερα για να το αποδεσμεύσουμε από τα βάρη της ορολογίας, ο «αγοραστής δίσκων βινυλίου» είναι πλέον απομεινάρι παρελθοντικό, στους καιρούς που για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά οι πωλήσεις δίσκων βινυλίου στις Η.Π.Α. ξεπερνούν εκείνες του CD ως φυσικό format. 43,46 εκατομμύρια δίσκοι πουλήθηκαν φέτος, με τους μισούς τελικά από όσους αντιστοιχούν στις ΗΠΑ να αγοράστηκαν μέσα από αυτά που γνωρίζουμε ως παραδοσιακά δισκάδικα. Η Taylor Swift έπιασε τις 945 χιλιάδες κόπιες κι αυτό δεν αντιστοιχεί στη βινυλιακή παραφροσύνη του παραπάνω χαρακτήρα, ούτε στις γενιές που ούτως ή άλλως συγχρονίστηκαν ως αγοραστικό κοινό με το τότε επικρατέστερο προϊόν αποτύπωσης ηχητικών έργων. Είναι η 17η συνεχόμενη χρονιά που οι πωλήσεις δίσκων βινυλίου ανεβαίνουν και μάλιστα εφέτος, στο διάστημα 15 έως 22 Δεκεμβρίου, έπιασαν στις ΗΠΑ το 57% των ετήσιων πωλήσεων. Κοινώς, το απόλυτο trend ως χριστουγεννιάτικο δώρο, με την παράλληλη έρευνα της Luminate να λέει πως 1 στα 2 από τα πιτσιρίκια που το επέλεξαν, δεν έχουν πικάπ για να μπορούν να παίξουν ό,τι αγοράζουν.
Για να ξέρουμε και που βρισκόμαστε, το αμερικανικό top πωλήσεων για το 2022 είχε ως εξής
1. Taylor Swift, Midnights (945,000)
2. Harry Styles, Harry’s House(480,000)
3. Olivia Rodrigo, Sour (263,000)
4. Kendrick Lamar, good kid, m.A.A.d city(254,000)
5. Fleetwood Mac, Rumours (243,000)
6. Tyler, the Creator, Call Me If You Get Lost (211,000)
7. Taylor Swift, Folklore (174,000)
8. Tyler, the Creator, Igor (172,000)
9. Michael Jackson, Thriller (168,000)
10. The Beatles, Abbey Road (160,000)
Target, Walmart, έναν όροφο μακριά από τα νέα digital gadgets, Tik Tok με δίσκους, διαφημίσεις. Δε συζητούμε πια, σε επίπεδο αριθμών, για μια νεο-ρετρό, μποέμικη μόδα όπου οι χαρακτήρες είναι ρέπλικες του Rob Gordon από το High Fidelity, του νεαρού Cameron Crowe όπως αυτός απέδωσε τον εαυτό του στο Almost Famous, ή ακόμη-ακόμη αυτού του τρομερού τύπου με το όνομα Seymour όπως ενσαρκώθηκε από τον Steve Buscemi στο φιλμ Ghost World, κι ο οποίος έβρισκε καταφύγιο για τις προσωπικές του ανασφάλειες και τους απροσμέτρητους φόβους του στα jazz και στα blues δισκάκια. Μην πούμε καν για τον Shrevie, κατά κόσμο Daniel Stern, όταν στο Diner του Barry Levinson μανουριαζότανε με τη γυναίκα του γιατί του χάλαγε τη σειρά ταξινόμησης των δίσκων. «Είναι απλά μουσική. Δεν είναι δα και κάτι σπουδαίο» του έλεγε, με το μαινόμενο Stern να απαντά «Είναι! Είναι για εμένα! Όταν ακούω τους δίσκους μου, με πηγαίνουν σε συγκεκριμένα σημεία της ζωής μου.»
Τα πιτσιρίκια, με πικάπ ή χωρίς, σέρνουν προς ώρας το χορό, ενώ σε ένα παράλληλο σύμπαν τα μεγαλύτερα πορτοφόλια μπιντάρουν στο eBay τον κλασσικό κατάλογο της Blue Note, αγγλικές original κόπιες, κι obscure διαμάντια από όλο τον κόσμο. Πιθανότατα, είναι οι ίδιοι που δαπανούν σημαντικά ποσά σε ηχοσυστήματα, που αναζητούν τον αναλογικό ήχο (έστω κι αν εθελοτυφλούν όπως σε περιπτώσεις σαν αυτή της Mobile Fidelity που αναρωτιόμαστε αν θα διαφύγει νομικά από το μαρκετινίστικο τρικ του να επανεκδίδει μέσα από digital αρχεία, υποτιθέμενα τελικά «αναλογικές» υπεργυαλισμένες κυκλοφορίες). Ο κανόνας είναι ένας και για τους δύο. Όλοι θέλουν το Rumours των Fleetwood Mac.
Discogs most collected, bandcamp daily, vinyl clubs, audiophile wine bars, οι δίσκοι έξω από τα δισκάδικα, οι δίσκοι παντού, να στριφογυρίζουν σε πικάπ made in IKEA, σε διαφημιστικά στεγαστικών δανείων, σε κακοπληρωμένα κοπιαστικά βινυλιακά DJ sets, σε wantlists στο Instagram, ως λάφυρα σε Facebook groups, σε δυσανάλογες τιμές, με αχρείαστα bonus, ως φαντασιακά φετίχ, οι δίσκοι σε μεγάλα ή μικρά labels, ως αυταπάτες, ως πλασματική νοσταλγία μιας αλλοτινής εποχής, ως γιάπικο ξέπλυμα, ως φασαίικη επίφαση, ως ακυκλοφόρητα κομμάτια που λείπουν από το παζλ της πορείας της δισκογραφίας, ως πολιτισμικά προϊόντα διάσωσης, γνωστοποίησης και διαφύλαξης της μουσικής, ως ακτιβιστική επιλογή στήριξης της μπάντας, του μουσικού, του κυκλώματος group-label-live/indie record store. Ισχύουν όλα τα παραπάνω, και άλλα τόσα, τη στιγμή που οι πρέσες δεν είναι αρκετές για να καλύψουν τη ζήτηση, δημιουργώντας ένα παράλληλο κομφούζιο καθυστερήσεων, ενόσω οι εταιρείες προσπαθούν να κερδίσουν όσα περισσότερα μπορούν από αυτό το εκ νέου προνομιακό πεδίο που προσφέρει το βινύλιο ως φυσικό format.
Για χρόνια, τα δισκάδικα, τα μικρά labels και κάποιοι μουσικοί πάσχιζαν για αυτό που προέτρεπε κι ο Jack White στο καλιφορνέζικο λεύκωμα του 2015, The Record Store Book (Mike Spitz/Rebecca Villaneda. Rare Bird Books) «Δεν εμπιστεύομαι κανένα που δεν έχει χρόνο για μουσική. Τι κρίμα να αφήσεις ένα παιδί, ή ακόμη χειρότερα, μια ολόκληρη γενιά ορφανή από μια από τις μεγαλύτερες ομορφιές της ζωής. Οπότε, προς όλα τα δισκάδικα, τους μουσικούς, τις εταιρίες, τους DJs και δημοσιογράφους: Είμαστε όλοι μαζί σε αυτό. Δείξτε σεβασμό στην απτή μορφή της μουσικής, για την οποία αφιερώσατε τη ζωή και την καριέρα σας, και βοηθήστε τη ώστε να μην καταλήξει αναλώσιμα ψηφιακά δεδομένα.»
Δεν επιτρέπεται από τη διάσωση να καταλήξουμε στο ξεχείλωμα. Θα αποδειχθεί απόλυτη παραδοξότητα το ψηφιακό μπουστάρισμα να ορίσει τελικά τη φύση ενός φυσικού format, ευτελίζοντάς το τελικώς. Οφείλουμε να βρεθούμε στη μέση. Για όλους μας.
Είναι απίθανη και καθοριστική, η ιεροτελεστία μιας εφηβικής ακρόασης της αγαπημένης νέας ή παλιάς μπάντας. Γι’ αυτό και ο δίσκος πρέπει να είναι οικονομικά προσβάσιμος κι ηχητικά πιστός. Είναι σημειολογικά μα και ουσιαστικά σπουδαίο, το προβοκατόρικο στίκερ στις κυκλοφορίες της Daptone που αναγράφει “unlimited black vinyl” με την τιμή να είναι στα 20 με 24 ευρώ.
Είναι θεμιτό κάποιος που μπορεί να το υποστηρίξει, να κυνηγά τη σωστή audiophile κόπια, ή από την άλλη το σωστό original pressing. Κατά συνέπεια το label πρέπει να του λέει στα αλήθεια τι κάνει με το mastering και το κόψιμο, να τιμολογεί αναλόγως και αντιστοίχως ο δισκοπώλης να μην κάνει bootleg τσιριντσάντσουλες και άλλα τρωγλοδυτικά τερτίπια που ευτυχώς, λίγο έως πολύ χάρη και στα διαδικτυακά κιτάπια -παρά και τα εκεί λάθη – έχουν ελαττωθεί. Δε θα ψέξω τους μη επαγγελματίες. Εκεί η ευθύνη βαρύνει ισομερώς και τα δύο μέρη της όποιας συναλλαγής. Στην περίπτωση των επαγγελματιών παίζεται το παιχνίδι. Ζωτικής σημασίας ο επαγγελματισμός κόντρα στην ευκαιριακή κερδοφορία.
Αντιστοίχως, σε όσους σετάρουν ηχοσυστήματα και καβλαντίζουν με καλώδια είναι σπουδαίο να αντιληφθούν πως όσο προάγεται η τεχνολογία και αναδεικνύονται οι απίθανες δυνατότητες ηχητικής αποτύπωσης, το ζητούμενο παραμένει ένα. Να ακούμε τι παίζει. Έτσι δεν είναι;
Ξέρω, το εξειδικεύω και κάτι μου λέει πως αν συνεχίσω, θα σας σκοτίσω με τις ανησυχίες ενός εργαζόμενου σε δισκοπωλείο, αγοραστή δίσκων παλιών και νέων, χωρίς επενδυτικά κριτήρια, μα με κύριο γνώμονα το γούστο που θέτει σε εγρήγορση τα βασικά μέρη της λειτουργίας δύο σχετικά πεταχτών αυτιών. Ούτε μια αναγωγή σε μια κόντρα αναλογική εναντίων ψηφιακής ζωή έχει πολύ ψωμί, μιας και κατά το δοκούν, όλοι πατάμε στην όποια βάρκα μας φανεί πιο χρήσιμη.
Τα έχουμε ξαναπεί. Επικρατεί μια κυκλική νομοτέλεια σε όσους ταξινομούν τη ζωή τους σε συλλεκτικά ξεσκαρταρίσματα που λάμπουν από κόπο, προσπάθεια και ψάξιμο. Κανονικοί άνθρωποι που ανοίγουν τα μάτια κάποιο πρωί, ανικανοποίητοι κι ευτυχισμένοι ανάμεσα σ’ ένα σκασμό από δίσκους, αναλογιζόμενοι τις μπόλικες λύπες και τις κάποιες θριαμβευτικές χαρές, παραβλέποντας γρατζουνιές και στατικό ηλεκτρισμό. Μαχόμενοι πιστά την ενηλικίωση, αυτοί που μέσα σε κιτρινισμένα εσώφυλλα, φυλάνε τα θεμέλια της ζωής τους. Όποια λοιπόν κι αν είναι η έκβαση της βινυλιακής μας πραγματικότητας, αυτοί που έσωσαν μια φορά τους δίσκους, τα βινύλια που λες κι εσύ, είναι και αυτοί που θα απομείνουν όταν πέσει ο κουρνιαχτός. Στην επόμενη γωνία, ένας ακόμη δίσκος θα τους περιμένει για να πάει στη φωλίτσα τους.
Ο τίτλος του κειμένου παραπέμπει στο φοβερό φωτογραφικό λεύκωμα του Eilon Paz “Dust & Grooves” Adventures In Record Collecting (2014, Eilon Paz/Dust & Grooves).