Jesus Loves Nippy.
«Όταν αγγίξεις την κορυφή» λέει με τρόπο αδιαπραγμάτευτο, «θα ξεχωρίσεις και θα γίνεις αντικείμενο κριτικής. Η μητέρα μου μού το είχε πει ότι θα συνέβαινε αυτό: Νομίζεις ότι είσαι επιτυχημένη; Έχεις επτά No. 1 hits; Θα σε καταστρέψουν.» Η Houston κάνει μια παύση. «Δεν έλεγε ψέματα. Δεν έλεγε καθόλου ψέματα.» (Νοέμβριος 1992, Los Angeles Times)
Στις 26 Αυγούστου του 1969, η μικρή μας Whitney είναι μόλις έξι ετών, ενόσω η μητέρα της ως μέλος των Sweet Inspirations τραγουδά πλάι στον Elvis, σε μια από τις τελευταίες της εμφανίσεις. Έχει αποφασίσει να κόψει τις πολλές περιοδείες και να αφοσιωθεί στο μεγάλωμα των παιδιών, ηχογραφώντας περισσότερο στο studio. Εκείνο το αυγουστιάτικο βράδυ, στο soprano σκέλος για το “Are You Lonesome Tonight”, παραμένει ατάραχη κι ακέραια, παρά τα περιλάλητα γέλια του Βασιλιά, θρυλικά μέχρι και σήμερα, διακαή πόθο για τους fans του μέχρι να κυκλοφορήσουν κι επίσημα. Κι αν τα ακούσετε κι εσείς, θα διαπιστώσετε ένα φοβερό κοντράστ, με τον Presley να ξεκαρδίζεται όλο και πιο έντονα, όσο η Cissy Houston δίνει τα ρέστα της.
Η Cissy, η γεννημένη ως Emily Drinkard, δε θα κώλωνε πουθενά. Θεία των Dionne και Dee Dee Warwick, ξαδέλφη της Leontyne Price, αφανής στο “Time Is On My Side” της Kai Winding εκδοχής, καθοριστική στο “Midnite Train To Georgia”, δεν αποτελεί μια τυπική προλογική αναφορά για τη ζωή της Whitney Houston, ένα ξερό wiki-γέμισμα για την πρώτη φορά που συναντούμε την κόρη της στη δισκογραφία, στα backing vocals του LP “Think It Over” (1978, Private Stock). Η ιστορία λέει πως δεδομένα χάρη στη μητέρα της πρωτανέβηκε πιτσιρίκα στη σκηνή, με τη Maxine Brown να φωνάζει από το κοινό “Sing it, girl. Carry It On”. Χάρη σε εκείνη κουβαλούσε εντός της την περήφανη gospel παράδοση, εξαιτίας της δικής της υπόστασης – όπως διαπιστώνει ο Adam White στο οπισθόφυλλο της συλλογής της Charly R&B “Cissy Houston. Mama’s Cookin’” – η Whitney βρήκε το πρότυπο της δραματικής εκφοράς, την ίδια θέρμη στη φωνή της. Βέβαια, αυτή η διαπίστωση του White καταγράφηκε το 1987 κι εκ των πραγμάτων, αποδείχθηκε περιορισμένη, οριοθετημένη εντός των στενών πλαισίων εντυπώσεων του πρώτου USA tour της. Ήταν μονάχα θέμα χρόνου, να ξεπεράσει τη μητέρα της.
«Με το να είμαι συνεχώς κοντά σε ανθρώπους όπως η Aretha Franklin και η Gladys Knight, η Dionne Warwick και η Roberta Flack, όλες αυτές τις σπουδαίες, έμαθα να ακούω και να παρατηρώ.»
Ήταν δεδομένη, η «μουσική» οικογενειακή θαλπωρή που τη γαλούχησε. Η μητέρα και οι ξαδέλφες, η νονά Darlene Love, η κατ’ ευφημισμό “Aunt Ree”, Aretha Franklin, ήταν εκεί για να δείξουν την προοπτική, ώστε να μπει με απόλυτη σιγουριά στην απεραντοσύνη του κόσμου. Η εκκλησία, τα night clubs πλάι στη μητέρα της, το “Life’s A Party” για τη Michael Zager Band, κι έπειτα από μερικά vocals – παράλληλα με ένα teen model βίο για περιοδικά και μια διαφήμιση - για τους Lou Rawls, Herbie Mann,, Chaka Khan, Material, Teddy Pendergrass, Kashif, Jermaine Jackson και Paul Jabara μεταξύ άλλων, φτάνουμε ανήμερα του αγίου Βαλεντίνου του 1985 και στην κυκλοφορία του ομώνυμου Whitney Houston για λογαριασμό της Arista του Clive Davis. "Saving All My Love for You", "How Will I Know" και "Greatest Love of All", μια Φωνή που ανατέλλει, που θα λάμπει μέχρι το τέλος, ακόμη κι αν η δισκογραφία της θα σπαταληθεί στο σύνολό της σε 7 άνισα studio albums και 3 soundtracks.
Αραδιάζοντας μυθικά hits "I Wanna Dance with Somebody (Who Loves Me)", "Didn't We Almost Have It All", "So Emotional" και "Where Do Broken Hearts Go" από το δεύτερο “Whitney” του 1987, θα φτάσουμε στο γιουχάισμα στα Soul Train Awards του 1989 – γιατί η τεράστια pop επιτυχία την εκθέτει πια στο afro κοινό εξορίζοντας τη αμετάκλητα από τους κόλπους της κοινότητας. Την ίδια νύχτα, ξεκινά η γνωριμία της με τον Bobby Brown, βασιλιά του new jack swing, πατέρα ήδη τριών παιδιών με δύο διαφορετικές γυναίκες, κι η Whitney καθώς ήδη μεταμορφώνεται από μια φινετσάτη φωνή σε μια παγκόσμια pop diva, σχεδόν παράλληλα θα βυθιστεί κι εξαιτίας του σε ένα κόσμο για κακά παιδιά, ένα κόσμο που ισοδυναμούσε με ψέματα, μαρτυρούσε καταχρήσεις και προμήνυε μπελάδες.
Λίγο μετά, το 1990, την ίδια χρονιά που το κορίτσι που έπιανε 5 οκτάβες έβγαλε το ντεμπούτο LP της, η Whitney των τριών, προκαλεί ανάμεικτα συναισθήματα με το τρίτο LP της, I’m Your Baby Tonight. Απέχουμε μονάχα δύο χρόνια, από το soundtrack και το ρόλο της στο Bodyguard, από την ανυπέρβλητη διασκευή στο κομμάτι της Dolly Parton που έγραψε για να «αποχαιρετήσει» τον Port Wagoner. Στο ζενίθ εκείνης της συγκυρίας, οι αντιφάσεις εντός της κατρακυλούν σε σποραδικά δισκογραφήματα, μια σκοτεινή αυτοκαταστροφική πορεία ξεκινά για το κορίτσι που η μόνη της πάλαι ποτέ επαναστατική τάση, ήταν να φορά διαφορετικές κάλτσες κάτω από τη γαλανόλευκη στολή του καθολικού σχολείου. Δεν επρόκειτο για φιλολογικά μικροπροβλήματα καλλιτεχνικής φύσεως, αλλά για ένα απόλυτα εσωτερικό, συγκεχυμένο, διαρκώς επαναλαμβανόμενο βύθισμα σε έναν αχανή ωκεανό δυστυχίας από τον οποίο όσες φορές θα επιχειρήσει να ανασυρθεί, ισάριθμες – και τελικά περισσότερες - θα βουλιάξει, αναιμικά μαχόμενη.
Ύστερα λοιπόν από μερικά soundtracks και κάποιες εμφανίσεις στον κινηματογράφο, έως το μπουστάρισμα του 1998 και το “My Love Is Your Love”, παγιώνεται ένα σύμπαν με μπόλικη φούντα, αλκοόλ, κοκαΐνη, χάπια, αργοπορημένες εριστικές συνεντεύξεις, ακυρώσεις συναυλιών, απολύσεις συνεργατών και άλλες κακοτοπιές. Η προσπάθεια να μπαινοβγαίνει για αποτοξίνωση είναι συνεχής, μα μάταια.
Μετά από εκείνο το σημείο, περιφρονώντας την ίδια της την ύπαρξη, ακάματα θα καταβάλει τη φωνή της, ενώ θα συνεχίσει να ταλαιπωρείται έως και το 2006 με τον Bobby Brown, με αποκορύφωμα τη θλιβερή παρουσία της στο reality του 2004 “Being Bobby Brown”. Όταν το 2010 θα επιχειρήσει ένα comeback tour, πρώτο μετά το 1999, ο κόσμος θα την ακούει να σταματάει τα τραγούδια βήχοντας, πίνοντας και ξεχνώντας τα ονόματα των μουσικών της. Όσο πατούσε εκ νέου για λίγο στα πόδια της, γρήγορα θα πισωγυρνούσε.
Σε ένα παλιό Record Collector (τεύχος Μαρτίου 1993), ο συντάκτης είδε στην Whitney την ιδανική προσωποποίηση για το melting pot genre της εποχής “«ανεβαστικές χορευτικές μελωδίες και ερωτικές μπαλάντες, με pop, r&b, soul και gospel επιρροές». Μια παρωχημένη αποτίμηση, για μια Φωνή με αδιανόητα ρεκόρ για τα σημερινά δεδομένα. Πάνω από 200 εκατομμύρια πωλήσεις, 2 Emmy, 6 Grammy, Rock & Roll Hall Of Fame, απίθανα Billboard Hot 100, επιτυχίες εν ζωή, αλλά και μετά το τέλος. Η Whitney Houston, χωρίς μεν να έχει τα υλικά του δημιουργού όπως σωστά είχε διαπιστώσει ο Clive Davis, εντάσσοντάς την στην παράδοση της Billie Holiday και της Ella Fitzgerald, συνυπήρξε, τουλάχιστον με τη φωνή της, στον ίδιο θριαμβευτικό κόσμο με εκείνον του MJ και του Prince. Κι όσο αγκαλιάστηκε ως ξεχωριστό φαινόμενο από το κοινό, με την ίδια ζέση, δέθηκε σφιχτά με τους δαίμονές της.
Όπως και στις εκάστοτε μοναδικές περιπτώσεις των δύο επίσης πρόωρα χαμένων μουσικών, και για να παραφράσουμε τον David Foster Wallace (O Ρότζερ Φέντερερ ως θρησκευτική εμπειρία. 5 κείμενα για το τένις μτφ Κ. Καλτσάς, εκδ. Πλήθος), η φωνή της Whitney Houston, το μουσικό της στίγμα, το δίχως άλλο, δεν ήταν και δε θα είναι αναπαραγώγιμο. Ήταν ίσως αυτή η καταθλιπτική μοναδικότητά της που υπονόμευσε την ίδια της τη ζωή, με αποτέλεσμα να πεθάνει στις 11 Φεβρουαρίου του 2012. Βρέθηκε σε μια μπανιέρα στη σουίτα 434 στο Beverly Hilton. Οι τοξικολογικές εξετάσεις φανέρωσαν ένα cocktail κοκαΐνης, Xanax, Benadryl, Flexeril και μαριχουάνας.
Το pre-Grammy party του Clive Davis, στο οποίο και επρόκειτο να παραβρεθεί, συνεχίστηκε κανονικά ως μερικώς tribute στο χαμό της Whitney, λίγες ώρες μετά, στο ισόγειο του Beverly Hilton. Ο Davis είναι μεταξύ άλλων, συμπαραγωγός στο biopic της με τίτλο Whitney Houston I Wanna Dance with Somebody, που κάνει πρεμιέρα σήμερα 28 Δεκεμβρίου 2022 στις ελληνικές αίθουσες...