Εν τούτοις η «μουσική ιστορία», όσο νωπή κι αν είναι αυτή από τα τέλη της επίμαχης δεκαετίας μέχρι σήμερα, τείνει μάλλον να τούς ξεχάσει, οι δεκάδες λίστες να μην τους εμπεριέχουν και -σε ορισμένες των περιπτώσεων- να παραγνωρίζεται ακόμη και ο «δρόμος που άνοιξαν» σε άλμπουμ και καλλιτέχνες εν γένει, που φιγουράρουν απαραιτήτως σε τέτοιου είδους, υπόπτου χρησιμότητας, αποτιμήσεις.
1990
Uncle Tupelo: No Depression
Legacy/Columbia
Η φήμη τους ως γκρουπ «καπελώθηκε» από την μετέπειτα δραστηριότητα του Jeff Tweedy με τους Wilco. To άλμπουμ επανακυκλοφορεί φέτος σε deluxe edition (όπως κάθε τι άλλωστε) και λίγο-πολύ έρχεται πρώτο στο μυαλό όσων αναζητούν κάθε τόσο την αφετηρία της εναλλακτικής country, της Americana κ.ο.κ. Το χαμένο στοίχημα, όμως, για αυτό το αριστουργηματικό ντεμπούτο είναι ότι ποτέ δεν εκτιμήθηκε όσο έπρεπε η ορθή σύζευξη του great American songbook με το punk και το εναλλακτικό ροκ εν γένει, καθότι κάπου στη γωνία περίμενε ήδη το grunge, με τη φωτογένεια του οποίου ελάχιστη έως μηδαμινή σχέση είχαν οι δημιουργοί του, καθώς προσπαθούσαν να συνδέσουν τους Flying Burrito Brothers με τους Husker Du.
Loop: The Gilded Eternity
Beggars Banguet
O.K. Παίζουν φέτος σε σχετικά περίοπτη θέση στο Primavera Sound, αλλά δεν είναι τυχαίο ότι στην πρόσφατη εμφάνιση τους στο ATP εμφανίστηκε το hashtag#who_the_fuck_is_loop, επιβεβαιώνοντας την αόριστη φήμη ενός σημαντικού σχήματος, που όμως στην πραγματικότητα δεν το θυμάται κανείς (ενώ αρκετοί το μπερδεύουν και με διάφορους συνονόματους). Η κυκλοφορία αυτού του δίσκου είχε σημάνει και τη διάλυση τους, ενώ μέχρι τότε υπήρξαν συνοδοιπόροι με σχήματα όπως οι Spacemen 3, σε μία πρώιμη –όπως αποδείχτηκε– προσπάθεια για αναβίωση της βρετανικής ψυχεδέλειας. Οι ίδιοι πάντως –και ειδικά σε αυτό το τρίτο και καλύτερο τους άλμπουμ– λοξοκοίταξαν αρκετά και προς τον αμερικάνικο θόρυβο. Το να κατάγεσαι από το Λονδίνο, όμως, και εν έτει 1990 να αποθεώνεις τους SY και τους Mission Of Burma, σίγουρα δεν είναι το διαβατήριο προς την καταξίωση. Ο δίσκος, πάντως, ακούγεται εξαιρετικά φρέσκος στη σημερινή ηχητική επικαιρότητα.
Renegade Soundwave: In Dub
Mute
Αφαιρώντας στην πορεία τα βιομηχανικά υλικά της καταγωγής τους και προσθέτοντας μια αόριστα νοσταλγική ηχητική στήριξη, σε έναν ήχο συνειδητά εκτός κάθε επικαιρότητας, κυκλοφόρησαν δύο άλμπουμ μεσα στην ίδια χρονιά. Και ενώ το Soundclash έπασχε από τα ίδια σύνδρομα με τις πρώτες ηχογραφήσεις των KLF (αποθέωση των κλεψίτυπων τακτικών του hip hop, χωρίς ανάλογο background και γεωγραφική θέση/βάση), το In Dub προέβλεψε την έλευση σχημάτων όπως οι Boards Of Canada, που λίγα χρόνια μετά δεν θα είχαν ανάγκη από καμία πιστοποίηση πρωτογενούς έμπνευσης, για να παρουσιάσουν κάτι που όντως δεν είχε ακουστεί στο παρελθόν, αλλά όλοι από κάπου το θυμόμαστε. Η υπερχρήση μπάσου σε όλη τη διάρκεια δίνει το στίγμα της εποχής στους σημερινούς ακροατές.
Bastro: Sing The Troubled Beast
City Slang
Ένα από τα πολλά σχήματα και άλμπουμ της τελευταίας φουρνιάς του αμερικάνικου hardcore που -δοκιμάζοντας και ξεπερνώντας τα όρια του είδους- θέτει τις βάσεις για ό,τι πρόκειται να ακολουθήσει, είτε αυτό ονομαστεί math, είτε post rock. Με μόλις δύο κυκλοφορίες (είχε προηγηθεί το EP Rode Hard And Put Up Wet και το LP Diaplo Guapo), το σχήμα του κιθαρίστα David Grubbs και του μπασίστα Clark Johnson, από το οποίο είχε περάσει και ο John Mc Entire, στο αποχαιρετιστήριο αυτό άλμπουμ στήνει ένα αυθεντικά δύστροπο ηχητικό σκηνικό, με κραυγές, θόρυβο, spoken word φασαρία, αλλά και ορθολογική αταξία, η οποία αναδεικνύει το punk ως μία πρωταρχικά ελεύθερη μουσική, που μπορεί να οδηγήσει παντού, αν κάποιος δεν εγκλωβιστεί στο… πουθενά του σκληρού της πυρήνα.
The Wannadies: The Wannadies
MNW
Το 1990 είναι μία χρονιά γεμάτη «μνημειώδη» άλμπουμ για την βρετανική (και την βρετανόφιλη) pop και οι Wannadies έχουν αδίκως μείνει στη μνήμη των περισσότερων ως οι δήθεν one-hit-wonders του “You And Me Song”. Το ντεμπούτο τους, όμως, παραμένει μέχρι σήμερα ως μία υποδειγματική συλλογή εξαιρετικά ολοκληρωμένων folk pop τραγουδιών, που πέρα από τον ξέχειλο λυρισμό των Waterboys και τη μετέπειτα αρρωστημένα φοιτητική διάθεση των Belle & Sebastian, καταφέρνουν και γειώνουν το είδος στις πραγματικές του αρετές. Ατόφια Jangly pop στα καλύτερα της δηλαδή.
1991 :
Master’s Hammer: Ritual
Monitor
Σύμφωνα με τον Fenriz των Darkthrone (που ανεβοκατεβάζει κατά το δοκούν τις αξίες στο χρηματιστήριο του ακραίου metal και τώρα τελευταία και του παραδοσιακού), αυτό είναι το πρώτο “True Norwegian Black Metal Album”. Το ότι οι Master’s Hammer είναι Τσέχοι είναι μια ασήμαντη λεπτομέρεια. Με στίχους στην τσέχικη γλώσσα και με ξελαρυγγιάσματα στην παγκόσμια γλώσσα του black metal, πρόκειται για ένα γνήσιο underground αριστούργημα, κλάσεις ανώτερο από το ακραίο “metal” της Δύσης και των πολυεθνικών, που γνώριζε δόξες εκείνη την εποχή. Είναι πραγματικά άδικο να περιλαμβάνεται σε μια τέτοια λίστα και να μην ψηφίζεται τουλάχιστον στην εικοσάδα των καλύτερων metal άλμπουμ όλων των εποχών (ν. 40 στα 100 καλύτερα black album του Decibel, για την ιστορία). Η αλήθεια είναι πάντως ότι όσο περνάν τα χρόνια η αξία των Master’s Hammer σιγά -αλλά σταθερά- αναγνωρίζεται.
Geto Boys: We Can’t Be Stopped
Rap-A-Lot
Τα εκτός hip hop ακροατήρια δεν ήρθαν σε επαφή με το πρώιμο σκληρό gangsta υλικό των Geto Boys, με τον ίδιο τρόπο που έγινε αυτό με τα άλμπουμ του Ice-T για παράδειγμα. Για αυτό και ο τελευταίος έχει σήμερα δικό του reality, θα μου πεις. Στο εξώφυλλο ο τύπος έχει πραγματικά βγαλμένο μάτι (πώς είναι πραγματικά νεκρός ο τύπος στο εξώφυλλο ο τύπος των Mayhem…). Τα beats είναι απλά και ξερά, δεν αγωνιούν να πρωτοπορήσουν. Το ίδιο και το ραπάρισμα. Το τελικό αποτέλεσμα, όμως, είναι απολαυστικά αυθεντικό και η οργή ξεχειλίζει με αιτία και όχι από απλή μαγκιά. Επίσης έχουν πάντοτε μερικά από τα καλύτερα ηχογραφημένα πιστολίδια, κι αυτό δεν είναι αμελητέο.
Ivo Papasov: Balkanology
Hannibal
Λίγο πριν γεμίσει ο δυτικός κόσμος κλαρίνα, είτε αυτά θα είναι τα συμπιεσμένα του Bregovic, είτε αρκετά αργότερα τα πλαστικά του Beirut, και χωρίς το δεκανίκι του ethnic, ο Βούλγαρος άσος του οργάνου αντιλαμβάνεται την ικανότητα του να συνδιαλέγεται με κάθε είδος μουσικής, εντός και εκτός Βαλκανίων, και στήνει χωρίς πολύ κόπο ένα σχεδόν βιβλικών διαστάσεων και προθέσεων fusion άλμπουμ, που όμως δεν ακολουθεί τον μετέπειτα χρυσό κανόνα «κουτσοί-στραβοί-στον- Άγιο-Παντελεήμονα».
Thin White Rope: The Ruby Sea
Frontier
Αν μη τι άλλο οι εγχώριοι μουσικόφιλοι έκαναν κάθε τι δυνατόν ώστε οι Thin White Rope να μην περάσουν στα «ψιλά» της ροκ ιστορίας, σε βαθμό που ίσως τελικά αυτό να μην είναι ένα «χαμένο» άλμπουμ για τους έλληνες ακροατές. Αλλά τελικά έπαιξε ρόλο το ότι ποτέ δεν κατάφεραν να γίνουν Big In America, παρά την περήφανη καλιφορνέζικη καταγωγή τους. Και υπό το πρίσμα των φανατικών τους, όμως, αυτό το (έσχατο) άλμπουμ θεωρείται ότι παρεκκλίνει ανεπίτρεπτα από τις νόρμες της ροκ ψυχεδέλειας, που οι ίδιοι είχαν επαναπροσδιορίσει την προηγούμενη δεκαετία. Το φλερτ με τα μεγάλα ακροατήρια δεν πέτυχε, η γυαλισμένη παραγωγή δεν έφερε αποτελέσματα, οι προσεχτικές ακροάσεις όμως αναδεικνύουν τις πραγματικά πιο γερές συνθέσεις τους, οι οποίες αδικήθηκαν ποικιλοτρόπως στο απέλπιδο του να καταστούν οι νέοι R.E.M. , ενώ και πάλι είχε προλάβει να έρθει το grunge. Αργότερα οι Calexico έκαναν μέχρι και καριέρα ως γνωστόν.
Nitzer Ebb: Ebbhead
Mute
Οι Nitzer Ebb υπηρέτησαν τον «βιομηχανικό» ήχο πάντοτε υπό το πρίσμα της ηλεκτρονικότητας και χωρίς να παρασυρθούν σε (εμπορικές) heavy metal αναζητήσεις ή και στις rawk περιπτύξεις των κάποτε συνοδοιπόρων τους Depeche Mode. Το άλμπουμ αυτό παραμένει η πιο pop στιγμή τους μέχρι σήμερα και -παρά τη συνδρομή του Alan Wilder- δεν κατάφερε να τους σπρώξει πολύ πέρα από τα όρια του cult. Αν ξεψαχνίζατε βινύλια στα ‘90s σίγουρα το είδατε πολλές φορές μπροστά σας σε εξευτελιστική τιμή. Έπρεπε να το είχατε αγοράσει, αν και η τιμή δεν έχει ανέβει και δραματικά έκτοτε.
1992:
Denim: Back In Denim
Boys Own
Στο πρώτο (και καλύτερο) όραμα που είχε για τους Denim ο Lawrence Hayward, ξόρκισε μια και καλή το εύθραυστο παράδοξο των Felt και έθεσε εαυτόν στο πάνθεον των μεγάλων ‘70s ηρώων του παρελθόντος του. Δεν κατάφερε να γίνει διάσημος, κυκλοφόρησε τον ορισμό του critically acclaimed άλμπουμ, που μέσα σε λίγους μήνες το ξέχασαν και οι κριτικοί που το αποθέωσαν, αλλά μέχρι σήμερα καταφέρνει και ξεγελάει τους compilers διάφορων συλλογών ‘70s ροκ επιτυχιών, που κάθε τόσο μοστράρουν το Middle Of The Road ή το American Rock, δίπλα σε ονόματα όπως οι Suzi Quatro ή οι Runaways. Και αυτό από μόνο του είναι ακόμη μεγαλύτερο επίτευγμα.
The Terminals: Touch
Raffmond
Με έναν ολότελα δικό τους ήχο, που περιγράφεται αυθαίρετα ως ένα εύθραυστο τείχος από απομακρυσμένο feedback, μελωδίες που θα μπορούσαν να κατακτήσουν τον κόσμο, αν απασχολούνταν με κάτι τόσο ευτελές, και φωνητικά ανθρώπου που αφήνει κάθε επόμενη φορά το μεγαλύτερο μέρος της ψυχής του σε λίγες σκόρπιες φράσεις, κάτι δηλαδή σαν την μετενσάρκωση του νεκροζώντανου Dan Treacy, στην παράλληλη πλευρά του Ατλαντικού. Αυτός είναι ο καλύτερος δίσκος της Flying Nun, που όμως δεν βρέθηκε ποτέ στον κατάλογο της (αλλά σε αυτόν της βαυαρέζικης Raffmond, όπου βρίσκουμε και τους επίσης εξαιρετικούς Νεοζηλανδούς Cakekitchen) και εν πολλοίς η αιτία που αποφάσισα σε ολάκερο τεύχος για τα ‘90s, να ασχοληθώ με αυτό το άρθρο. Οι κιθάρες του δίσκου είναι ανώτερες από οτιδήποτε ηχογράφησαν ποτέ οι Slowdive, καθώς εμποτίζουν το shoegaze στην παράνοια που τού είναι απαραίτητη για να μην αποκοιμηθεί (ο ακροατής). Είχα αγοράσει το CD τυχαία ως second hand, γιατί κόστιζε γύρω στις 1.500 δρχ., και παραμένει ο βασικός λόγος που μέχρι σήμερα συνεχίζω να αγοράζω δίσκους χωρίς να ξέρω περί τίνος πρόκειται.
Kramer: The Guilt Trip
Shimmy Disc
Ιδρυτής και σχεδόν αποκλειστικός παραγωγός των κυκλοφοριών της Shimmy Disc (Bongwater, Galaxie 500, Weenκ.α.), ο Mark Kramer είχε την ικανότητα να συμμετέχει σε τουλάχιστον πέντε διαφορετικά project στο ίδιο ημίωρο. Αυτό το ιδιόρρυθμο τριπλό LP/ διπλό CD εμπεριέχει εν είδει «εναλλακτικής ροκ όπερας» όσα έκανε και δεν έκανε στην πολυετή πορεία του, με επίκεντρο τον ίδιο και με τη συνδρομή ικανών μουσικών από τον κύκλο εκείνης της περιόδου. Μες στον χαμό υπάρχουν ικανότατα alt. rock singles, που θα έκαναν τον Daniel Johnston να το ξανασκεφτεί πριν κυκλοφορήσει οτιδήποτε του κατεβαίνει στο μυαλό. Δίσκος για φανατικούς λύτες.
Lustmord: The Monstrous Soul
Side Effects
Πριν τρία χρόνια κυκλοφόρησε (για πρώτη φορά;) σε εξαιρετική έκδοση βινυλίου από την Burning World. Σε είκοσι χρόνια από τώρα και σε μία ενδεχόμενη επανακυκλοφορία του, η μουσική του Lustmord θα είναι και πάλι έξω από κάθε trend, αλλά ποτέ ξεπερασμένη (κλεμμένο από ένα στίκερ σε δίσκο των Wipers το έχω αυτό). O ακούραστος σκοτεινός Βρετανός αμπιεντίστας (μέλος και των S.P.K. κάποτε), με την αχανή δισκογραφία στην οποία όμως δύσκολα εντοπίζονται λάθη, εδώ βρίσκεται στο απόλυτο ζενίθ του. Αισθητική και τεχνική σε μία απόλυτα λεπτή γραμμή ανάμεσα στο συνταρακτικό και το ακατανόητο, το τυχαίο και το ολοκληρωτικό.
Marc Ribot: Requiem For What’s His Name
Crepuscule
Ο δεύτερος ουσιαστικά σόλο δίσκος του Ribot (ευρύτερα γνωστός ως κιθαρίστας του Tom Waits) μαζί με τον σαξοφωνίστα των Lounge Lizards και αρκετούς ακόμη μουσικούς-γάτες της ευρύτερης παρέας. Παρότι δεν πρωτοτυπεί ούτε στις επιλογές των διασκευών, ούτε στις δικές του συνθέσεις, ο Ribot παίζει κιθάρα όπως κανείς άλλος και εδώ έχει την ευκαιρία να το προσέξει κανείς χωρίς να χρειάζεται να παραμερίσει τις στριγγλιές του γέρο- Tom, ενώ διατηρείται και ιδανική ισορροπία ανάμεσα στην εξερευνητική και στην κοσμοπολίτικη φύση του, ως μουσικού.
1993
Budda Bang: Sonic Decayed
Propulsion
Ψυχεδελικό ροκ που το ενδιαφέρει να είναι περισσότερο θορυβώδες και ενοχλητικό παρά ψυχεδελικό και (κάπως έτσι) ανακαλύπτει τους χαμένους δρόμους του δεινοσαυρικού ροκ των ‘70s προς το punk, που τεχνηέντως απέκρυψαν και οι δύο πλευρές στη συνέχεια. Η υπέρ-χρήση slide από τον El Jeffe, αρχηγό όνομα και πράμα του συγκροτήματος, κάνει τους Mudhoney να φαντάζουν wedding band. Κάποιες πρώτες κόπιες από το 7’’ του οργασμικού Beat Plastic δίνονταν με «δώρο»-δείγμα πλαστικού εμετού. Το ροκ μπορούσε ακόμη να είναι underground, χωρίς να ασφυκτιά σε μια τέτοια συνθήκη.
Six Finger Satellite: The Pigeon Is The Most Popular Bird
Sub Pop
Εικοσιένα τραγούδια, από τα οποία τα μισά διαρκούν γύρω στο 1,5 λεπτό και είναι ακριβώς αυτό που συνηθίζουμε να λέμε «ασκήσεις ύφους», χωρίς να ξεκαθαρίζεται ποιο ακριβώς ύφος είναι αυτό. Art Punk με έμφαση στο πρώτο συνθετικό, ξεραϊλα αλά Big Black και αίσθηση του ρυθμού από τις ημέρες των Pop Group, ενώ κάπου είχα διαβάσει κάτι περί Birthday Party - χωρίς όλον αυτό τον όγκο που σε πλακώνει και περισσότερο μιλάς για αυτούς παρά τους ακούς. Σωστό! Αργότερα θα τους πλακώσει αυτή η υβριδική μεταλοηλεκτρονική παραγωγή, η οποία κατέστρεψε κόσμο και κοσμάκη -τω καιρώ εκείνω- και οι κιθάρες τους θα ακούγονται όπως όλων των άλλων.
Ungod: Circle Of The Seven Infernal Pacts
Merciless
Μνημειώδες «αδικημένο» άλμπουμ του underground black metal (που τη χρονιά εκείνη είχε ήδη περάσει στο «δεύτερο κύμα» συγκροτημάτων), γερμανικής καταγωγής και όσο πρέπει τευτονικής κοπής στα τύμπανα, που είναι και το μεγάλο ατού του σε σχέση με τον ανταγωνισμό. Οι κιθάρες φτιάχνουν ατμόσφαιρα, στα φωνητικά μπόλικα φλέματα και οι απαραίτητες «διακοπές» για ριφ κλασικής μεταλλικής καταγωγής, σε κάτι λιγότερο από τριάντα λεπτά. Όσο πρέπει να διαρκεί ο κάθε ροκ δίσκος δηλαδή. Και ασφαλώς χωρίς την υποψία πλήκτρων. Απαραίτητο για πιουρίστες δηλαδή.
Acetone: Cindy
Hut
Στον άτυπο ανταγωνισμό για το ποιο ανόητο file under, η έννοια του slowcore διεκδικεί με αξιώσεις τα πρωτεία. Κάπου ανάμεσα στον υπόγειο θόρυβο των Codeine και την ανεπαίσθητη ηχοφθορά των Low, το τρίο από το Los Angeles στον καλύτερο (όπως αποδείχτηκε) δίσκο της σύντομης πορείας του προσπαθεί (και εν πολλοίς το καταφέρνει) να στριμώξει όλη την αμερικάνικη ροκ παράδοση στη φόρμα μίας ενιαίας αισθητικής, χωρίς παροξυσμούς και εντάσεις, αλλά πάντως με ένα ιδιότυπο εσωτερικό νεύρο. Με τραγούδια όπως το “Sundown”, δε, επιβεβαιώνεται ακόμη μία φορά ότι η κλοπή είναι όντως τέχνη, ειδικά στην τέχνη της μουσικής.
Skullflower: Last Shot At Heaven
Noisville
Ήδη με το δεκάλεπτο “Caligula”, που ανοίγει το δίσκο, ο ακροατής των Sunflower είναι κολλημένος στον τοίχο μιας σχεδόν αδιέξοδης βιομηχανικής ανάπτυξης που ισορροπεί επικίνδυνα ανάμεσα στον αυτοσχεδιασμό και στην εξάντληση της τεχνικής. Όποιος καταφέρνει και φτάνει μέχρι το εξαντλητικό δεκάλεπτο του “Blown Dukes”, με την χαρακτηριστική άρνηση σε οποιαδήποτε ρυθμική βάση, είναι σχεδόν ήρωας. Από αυτό το δίσκο και μετά ο κόσμος των Skullflower είναι μία κατακερματισμένη αναζήτηση των ορίων του θορύβου, συνεπώς εδώ είναι η ιδανική «στάση» για όσους αναζητούν σταθερές πάνω σε ένα έστω και αόριστο ροκ πρότυπο. Άγνωστο, βέβαια, το κατά πόσο ο εξαιρετικός Mathew Bower θεωρεί εαυτόν ροκ κιθαρίστα.
1994:
Disco Inferno: Di. Go. Pop
Rough Trade
Η ιστορία (ή ακόμη καλύτερα η μουσικοκριτική) δικαίωσε τους Disco Inferno και την εμμονή τους για μία ολιστική post pop μουσική άποψη, η οποία δεν αρνείται τις τεχνικές του hip hop, για να καταφέρει στην πράξη -και όχι στα λόγια- να ανανεώσει το ροκ. Σε πραγματικό χρόνο, όμως, η αλήθεια είναι ότι απασχόλησαν ελάχιστους και παθιάστηκαν μαζί τους ακόμη λιγότεροι. Γνώστες, ανατρεπτικοί, χιουμορίστες και –τελικά– εντελώς cool τύποι σε έναν κόσμο ατέλειωτης ροκ ματαιοδοξίας, οι τέσσερις τύποι από το Essex έδειξαν στο shoegaze και τη noise pop το δρόμο της ορθής μετεξέλιξης τους, που όμως ελάχιστα ακολουθήθηκε, τουλάχιστον τότε. Σήμερα (σχεδόν) οι πάντες πίνουν νερό στο όνομα τους.
Marlene Kuntz: Catartica
C.P.I.
Ο.Κ. Σε ένα αντίστοιχο αφιέρωμα του.... ιταλικού Sonik, ο δίσκος αυτός θα έβρισκε θέση στις λίστες με τα καλύτερα της δεκαετίας, η περίπτωση όμως των Marlene Kuntz είναι τέτοια, ώστε το ότι δεν τους άκουσε η υπόλοιπη Ευρώπη, εκτός της χώρας καταγωγής τους, προσεγγίζει τα όρια του «εγκληματικού λάθους». Στα όρια μελωδίας και θορύβου και με κάτι από την παράδοση του ιταλικού τραγουδιού να χαρακτηρίζει το στιβαρό των συνθέσεων τους, οι Marlene Kuntz είναι κάτι περισσότερο από Ιταλοί Sonic Youth, όπως συχνά χαρακτηρίζονται, αλλά αυτός εδώ ο δίσκος μπορεί και να είναι το ιταλικό Daydream Nation. “Grandi”, που θα έλεγαν και στη γείτονα χώρα.
Velvet Crush: Teenage Symphonies To God
Creation
…Άντε και λίγο Sony, για να λέμε την αλήθεια, καθότι το deal το είχε ήδη κλείσει ο Alan, ο Mac Gee. Και αυτό το άλμπουμ το συναντούσατε συχνά πυκνά στα δισκοπωλεία και κάπου από το 1996 και μετά το CD είχε ήδη πέσει στο χιλιάρικο. Δεν το αγοράσατε ποτέ και επομένως πάθατε το ίδιο που θα είχατε πάθει στην περίπτωση που το αγοράζατε. Δεν άλλαξε η ζωή σας. Διότι είναι μεν μια εξαιρετική συλλογή power pop τραγουδιών, αλλά η power pop ως γνωστόν δεν άλλαξε τη ζωή κανενός. Εδώ κατέστρεψε αυτή των Big Star… Αν θεωρείτε την όλη περίπτωση της μπάντας από το Rhode Island ξεδιάντροπη εκμετάλλευση της φήμης των Velvet Underground, πού να δείτε και το εξώφυλλο του έκτου κατά σειρά χαμένου δίσκου τους. Αυτά. Και μια πανέμορφη διασκευή στο “Something’s Gotta Give” του Mathew Sweet.
B.B.M.: Around The Next Dream
Virgin
Χαμένος δίσκος, σε πολυεθνική, με μεγάλο budget, φίρμες εν είδει super group, και με τη φήμη των Cream minus Clapton plus Gary Moore να τους ακολουθεί; Και όμως γίνεται. Καθότι -και πρώτιστα- τα super group είναι μία από τις παραδοσιακά χειρότερες ιδέες στο ροκ. Και όμως, εδώ το τελικό αποτέλεσμα είναι υπεράνω κριτικής, κύρια επειδή με μια rhythm section σαν το δίπολο Jack Bruce/ Ginger Baker κι εγώ να παίξω κιθάρα, πάλι κάτι καλό θα βγει. Κι ο Gary Moore βέβαια έβαλε τα δύνατα του (και κυρίως απέφυγε τις «αδυναμίες» του) ώστε αρκετοί να μιλάνε ακόμη και για το χαμένο άλμπουμ των Cream. Περισσότερο ψυχωτικό παρά ψυχωμένο blues, ενώ για μία ακόμη φορά κανείς από τους συμμετέχοντες δεν είχε να πει καλό λόγο για τη συμπεριφορά του (θεού) Ginger Baker.
Pop Will Eat Itself: Dod Dedos Mis Amigos
Infectious
Εκεί ακριβώς στα μέσα των ‘90s, τα πάντα έδειχναν ότι το crossover θα πλακώσει τα πάντα, μια και για πάντα. Λίγη από rock, λίγη από rap, κάτι από electronica, μπόλικο industrial σε metal-ικούς δρόμους. Οι Pop Will Eat Itself τα είχαν τελειοποιήσει όλα αυτά, ήδη από τον καιρό που οι Clawfinger έπαιζαν καπάκια στην πυλωτή της οικοδομής τους. Και επιπλέον φρόντισαν στο κατάλληλο timing να κυκλοφορήσουν τον καλύτερο δίσκο τους, από κάθε άποψη (παραγωγοί, συνθέσεις, δοσολογία των παραπάνω ειδών κλπ). OK υπάρχει και το Cure For Sanity, αλλά εγώ προτιμώ αυτό. Τελικά ο Clint Mansell έγινε διάσημος και πλούσιος φτιάχνοντας το πιο βαρετά ενήλικο πράγμα στον κόσμο του ροκ. Soundtrack .
1995:
Labradford: A Stable Reference
Kranky
Δεδομένης της συνέχειας που υπήρξε στην υπόθεση post rock (αλλά και του σχετικού κορεσμού), οι Labradford σίγουρα έχουν αδικηθεί, τόσο από την ιστορία, όσο και από το κοινό. Η συνολική τους δισκογραφία είναι σχεδόν αλάνθαστη και εκτός από το αριστούργημα Mi Media Naranja (που πάνω-κάτω αναγνωρίστηκε έγκαιρα), αξίζει να σταθεί κανείς τόσο στο ντεμπούτο τους (Prazision - 1995), όσο και ειδικότερα σε αυτόν τον παραπάνω από άξιο διάδοχο, με τον οποίο οριοθέτησαν αριστοτεχνικά την υπόθεση του αφηρημένου distortion με λόγο ύπαρξης. Δίσκος εξαιρετικής αισθητικής, όπως άλλωστε και οι διαφάνειες στα εξώφυλλα της πρώτης έκδοσης. Είναι κρίμα που το κοινό του μπαρουτοκαπνισμένου post rock των late ‘00s, δεν τους γνώρισε ποτέ.
Smoke: Another Reason To Fast
Long Play
Με τραγούδια σαν το εναρκτήριο “Trust” (γροθιά στο στομάχι του ακροατή με τη μία και τέλος), οι Smoke θα μπορούσαν και θα έπρεπε αν μη τι άλλο να απολαμβάνουν τη φήμη των Sixteen Horsepower. Στη χώρα μας θα μπορούσαν να είναι κάπου ανάμεσα στους Puressence και στους Madrugada, παρότι η μουσική τους στερείται της «ικανότητας» να χαϊδεύει πονηρά τις «προκάτ ευαισθησίες» των ακροατών της. Προσθέστε και μία από τις χειρότερες διανομές στην ιστορία και θα καταλάβετε γιατί μιλάμε για ένα πραγματικά ΧΑΜΕΝΟ αριστούργημα. Μας το πλάσαρε ο Μπάμπης Αργυρίου στο Rollin Under χέρι-χέρι, σε φάση «κρυφό σχολειό» και του έχουμε αιωνίως τεράστια υποχρέωση.
That Dog: Totally Crushed Out
DGC
Δύο (από τις τρεις) κόρες του μεγάλου τζαζομπασίστα Charlie Haden (η Rachel στο μπάσο και η Petra στο βιολί), σε ένα αμερικάνικο indie pop μιούζικαλ, χωρίς εικόνες και διαλόγους, με θέμα μεταεφηβικούς έρωτες και στιχοπλοκή. Κάπου ανάμεσα σε θεμιτά φθηνό teen movie και σε λιγότερο λογοτεχνικούς Belle And Sebastian. Για πολλούς το χαμένο αριστούργημα της brit pop των ‘90s, που όμως πιστώνεται σε μια μπάντα από το Los Angeles. Και ειδικότερα στην Anna Waronker, που εκτός από τις κιθάρες και τα φωνητικά, έχει και υψηλό φρόνημα και γνώση στον τομέα της αψεγάδιαστης pop σύνθεσης. Τηρουμένων των αναλογιών ένας δίσκος γεμάτος από singles, ως το αμερικάνικο αντίστοιχο του A Different Class.
Scenic: Incident At Cima
Independent Project/ Hitch Hyke
Τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, οι Savage Republic ολοκληρώνουν μια περιοδεία 6-7 πόλεων στην Ελλάδα. Και από όσα ονόματα αγαπήσαμε μόνο εμείς, είναι σίγουρα οι σπουδαιότεροι και οι πραγματικά πιο ριζοσπαστικοί όλων (παρότι κι εδώ λίγοι τους αγάπησαν είναι αλήθεια). Στα μέσα των ‘90s, βέβαια, αποτελούσαν ήδη παρελθόν για τον Τεράστιο Bruce Licher, ο οποίος, εν μέσω νέων κομψοτεχνημάτων στο επίπεδο της χειροτεχνικής των εξωφύλλων, παραδίδει ένα αριστούργημα desert rock, με ψήγματα surf και απόηχο από το punk παρελθόν του, που αναγνωρίζει την άγρια και όχι την (φαινομενικά) ήρεμη πλευρά της ερήμου. Δηλαδή χτυπάει και πάλι στην ουσία των πραγμάτων και όχι στην επιφάνεια.
Mayfair: Die Flucht
Music Is Intelligence
Εμφανίστηκαν τον Οκτώβριο του 2012 στην Ελλάδα και στο An Club ήμασταν γύρω στα 25-30 άτομα. Φανατικοί όλοι, ενθουσιώδεις οι περισσότεροι, αλλά όχι πάνω από 30. Φέτος, λίγο πριν επιστρέψουν για εμφανίσεις, δηλώνουν ότι εκείνα τα live ήταν ό,τι καλύτερο ένιωσαν ποτέ σαν συγκρότημα σε σχέση με το κοινό τους. Αυτή είναι πάνω-κάτω η ιστορία των Αυστριακών Mayfair, που κατά τα λοιπά είναι ικανοί να ενώσουν τους ακροατές των Gang Of Four με αυτούς των Dream Theater, σε ένα ιδιότυπο αποτέλεσμα, που ο χαρακτηρισμός “progressive metal” απλά το αδικεί. Και αυτός είναι ο καλύτερος δίσκος τους, παρότι επέστρεψαν εσχάτως με αξιώσεις και δισκογραφικά.
1996:
The Auteurs: After Murder Park
Hut
Ο πιο φιλόδοξος δίσκος που ηχογράφησε ποτέ ο πολύς Luke Haines στην υβριδικά ανεξάρτητη Hut -μάλιστα και με τον Steve Albiniστη θέση του παραγωγού- υπήρχε η βάσιμη υποψία ότι θα τον κάνει επιτέλους super star. Το After Murder Park, όμως, ήταν εξαρχής ένα υπερβολικά σοφιστικέ και υποψιασμένο άλμπουμ για να αναδειχτεί στις στάχτες που άφησε πίσω της η brit pop και στα απόνερα του grunge. Άλμπουμ όχι απαραίτητα σκληρό, αλλά ποτισμένο στην πάντοτε ιδιότροπη ωμή ευαισθησία του δημιουργού του, ο οποίος άλλωστε ποτέ δεν παρέδωσε κάτι πρόχειρο ή αισθητικά ελλιπές. Και ποτέ δεν κατάφερε να γίνει star. Κλάσεις ανώτερο από τις faux ματωμένες ιστορίες στο Murder Ballads του Nick Cave, ενώ την ίδια χρονιά κυκλοφορεί και το ακόμη πιο παράδοξο άλμπουμ κάτω από το όνομα Baader Meinhof.
Sophia: Fixed Water
Flower Shop
Το απόλυτα sad & slow σχήμα του Robin Proper Sheppard φαινομενικά δεν έχει καμία σχέση με τον οχετό των God Machine, στην ουσία τους όμως τα τραγούδια του «ματώνουν» πάντοτε με τον ίδιο τρόπο. Ίσως να μην γεννήθηκε εδώ το sadcore, αλλά από εδώ αναδείχθηκε για πρώτη φορά τόσο καθαρό, ευγενικό και σχεδόν απαλλαγμένο από την αιώνια εξάρτηση του μουσικού πόνου από τις επιταγές της blues παράδοσης. Δίσκος συνώνυμο της κατατονίας, χωρίς το άλλοθι του ρυθμού που καθιστά γοητευτικές αντίστοιχες προσπάθειες στα αμιγώς γοτθικά μονοπάτια.
Long Fin Killie : Valentino
Too Pure
H Too Pure ουσιαστικά παρέδωσε πνεύμα λίγο πριν προλάβει να δημιουργήσει σκηνή, ενώ ήδη την είχαν βάλει στο μάτι αρκετοί. Και το label, και τους καλλιτέχνες του. Μέσα σε πέντε χρόνια, αυτοί οι Σκωτσέζοι κυκλοφόρησαν τρεις σχεδόν ισάξια αριστουργηματικούς δίσκους, από τους οποίους ξεχωρίζει αυτός (ο δεύτερος), κύρια επειδή η rhythm section ζει πραγματικά σε άλλο πλανήτη σε σχέση με όλο το ανεξάρτητο ροκ της εποχής εκείνης και αρκετών εποχών μετά. Περίπου σαν Foals, που ξέρουνε να παίζουν και που έχουν και κάτι να πουν με τα τραγούδια τους, ενώ αρνούνται και κάθε τρέχον trend. Καθόλου σαν Foals δηλαδή, αλλά πιστεύω ότι έγινα κατανοητός. ΟΚ. Σαν Battles που ξέρουν να γράφουν τραγούδια. Νομίζω τώρα το βρήκα.
Telstar Ponies: Voices From The New Music
Fire
Ας θεωρήσουμε, για τις ανάγκες της χορογραφίας, ότι πρόκειται για Mogwai της πρώτης περιόδου, που όμως ξέρουν να διηγούνται ιστορίες. Και πρακτικά πριν καν εμφανιστούν και κάνουν αίσθηση οι Mogwai. Το βήμα του David Keenan από τους πρακτικά αδιάφορους και ουσιαστικά ελλιπούς έμπνευσης 18 Wheeler, σε ένα σχήμα σαν τους Telstar Ponies, που εν πολλοίς «εγκλωβίστηκαν» σε έναν κατάδικό τους κλειστοφοβικό -αλλά και γεμάτο εσωτερικές εντάσεις- ήχο, ειδικά σε αυτόν εδώ το δεύτερο δίσκο τους ήταν τόσο μεγάλο που ούτε ο ίδιος το άντεξε τελικά. Το άλμπουμ είναι ίσης αξίας με τα δύο πρώτα των Arab Strap - αν σώνει και καλά χρειαζόμαστε ακόμη σημείο αναφοράς. Έκτοτε δεν έχουν κυκλοφορήσει τίποτε, τυπικά διαλύθηκαν το 1997 και άτυπα ο Keenan επανέφερε το όνομα το 1999, χωρίς σημαντική δραστηριότητα όμως.
Marion: This World And Body
London
Το πιθανότερο είναι ότι ο Τσάβαλος τους θυμήθηκε στη λίστα με τους καλύτερους brit pop δίσκους της δεκαετίας, αλλά όπως και να ‘χει δεν μπορώ να το ρισκάρω. Και επειδή ψοφάω να γράψω κάτι κι εγώ για τους Marion, τους κάποτε νέους Suede και αγαπημένους για ένα φεγγάρι του Moz, δεν μπαίνω καν στον κόπο να τον ρωτήσω. Το δεύτερο άλμπουμ τους ήταν πιο κακόγουστο αστείο και από το αντίστοιχο των Elastica, εδώ όμως επαναφέρουν τις jangly κιθάρες ως το μόνο απαραίτητο στοιχείο στη βρετανική (και κατ’ επέκταση στην παγκόσμια) μουσική σκηνή, έστω και για δύο μικροδευτερόλεπτα, και μετά εξαφανίζονται στα άδυτα ενός hype με ατέρμονο fade out. Έστω και για λίγο, όμως, όλοι περάσαμε πολύ σπουδαία. Αναμένω με αγωνία την επανέκδοση σε βινύλιο.
1997:
Monolake: Hongkong
Chain Reaction
To «ασημί μεταλλικό» άλμπουμ των Monolake είναι ένα μονοκόμματο, ενοχλητικό και ηχογραφημένο στα κόκκινα «έξυπνο» techno αριστούργημα που δεν φτιάχτηκε για να συνοδεύει άσχετες δραστηριότητες όσων τολμούν να το ακούσουν. Επιτακτικό και παράδοξα στοχευμένο σε μία ενιαία γραμμή/αισθητική, ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι πρόκειται για συλλογή ηχογραφήσεων δύο ολόκληρων ετών και όχι για κάποιο εξ αρχής ολοκληρωμένο άλμπουμ. Σαν τα demo των death metal συγκροτημάτων, όμως, είναι ανώτερο από οτιδήποτε κυκλοφόρησε στη συνέχεια το δίδυμο των Behies και Henke, ώσπου να τα «σπάσουνε» κάπου στις αρχές των ‘00s (συνεχίζει μέχρι σήμερα ο πρώτος). Θεωρείται το αριστούργημα της εταιρείας, αλλά από τις ατέλειωτες λίστες των σπουδαίων δίσκων των ‘90s είθισται να απουσιάζει πανηγυρικά. Ο κόσμος άλλωστε ήδη χορεύει μόνο με Daft Punk από τότε και μέχρι σήμερα.
The Paradise Motel: Left Over Life To Kill
Infectious
Για ένα φεγγάρι (ειδικά στη Θεσσαλονίκη και το ροκ ραδιόφωνο της) κόντεψαν να κλέψουν τη θέση των Tindersticks ή και των Mazzy Star από την καρδιά μας, αλλά γενικώς η συνέχεια υπήρξε χλιαρή για τους νεόκοπους τότε Αυστραλούς. Αυτό το ντεμπούτο παραμένει ό,τι καλύτερο κυκλοφόρησαν ποτέ, καθώς ο λυρισμός αντικρούεται ιδανικά από αρκετές δόσεις παράνοιας (που είναι και το κόλπο για να μην καταντάει χλαπάτσας, ο πάσα εις ευαίσθητος). Επαναδραστηριοποιούνται από το 2010 και μετά, αλλά χωρίς την παράνοια που λέγαμε. Όπως ακριβώς και με τους Mazzy Star, που λέγαμε επίσης. “Without you/ I am a desperate plan”, είπε ο ποιητής, μεταξύ άλλων.
Garageland: Last Exit To Garageland
Foodchain
Πρόλαβαν την Flying Nun στις τελευταίες δόξες της και είχαν ηχογραφήσει και το “Dancing Queen” για το ABBASALUTELY, το θρυλικό –πλέον– νεοζηλανδέζικο tribute στους Abba. Στο δεύτερο άλμπουμ τους ήταν ήδη υπερφιλόδοξοι, και όχι άδικα, αφού λίγα τραγούδια punk pop ευστοχίας είχαμε ακούσει εκείνη τη χρονιά σαν το Fingerpops (μην ξεχνάμε ότι το 1997 κυκλοφόρησε το OK Computer και το punk ήταν σαν να μη συνέβη ποτέ). Αργότερα πήγαν στην Αγγλία για να κάνουν καριέρα, αλλά βρέθηκαν να περιοδεύουν με τους Deus, χωρίς καν να περάσουν από τη χώρα μας, οπότε όλοι καταλαβαίνουμε τι σημαίνει αυτό.
John Fahey and Cul De Sac: The Epiphany Of Glenn Jones
Thirsty Ear
Δίσκος υπεράνω κριτικής και επιμέρους απόψεων. Ο John Fahey είναι ένας από τους δύο-τρεις κιθαρίστες που άλλαξαν τη μουσική μας (όποια και αν είναι αυτή), οι Cul De Sac είναι ένα συγκρότημα που ποτέ δεν προχώρησε βάσει κανόνων, συνθηκών και εμπορικών επιταγών, ο Glenn Jones του τίτλου δεν είναι άλλος από τον κιθαρίστα, συνθέτη και αρχηγό τους. Αντί για έναν φόρο τιμής στο θρύλο, επιδιώκουν και καταφέρνουν να ηχογραφήσουν μαζί ένα άλμπουμ που επάξια χαρακτηρίζεται ως masterpiece για αμφότερους. Και όταν μιλάμε όχι μόνο για τον Fahey, αλλά και για τους Cul De Sac (με την άκρατη επιμέλεια στη δισκογραφία τους), κάτι τέτοιο είναι ακόμη πιο εντυπωσιακό. Είχε προηγηθεί βέβαια και η συμμετοχή του Fahey στο εξαιρετικό άλμπουμ China Gate, ένα χρόνο πριν, εδώ όμως κατάφεραν να ξεφύγουν από τον ήχο που θα περίμενε κανείς.
1998:
Quickspace: Precious Falling
The Kitty Kitty Corporation/ Domino
Άλμπουμ και συγκρότημα που δεν πέρασαν απαρατήρητα από τα εγχώρια fanzine εναλλακτικού ενδιαφέροντος. Οι Quickspace -μάλλον πρόωρα και αυτοί- διέκριναν στην ανάγκη του indie ήχου για εξέλιξη, τη συνδρομή που μπορεί να υπάρξει από kraut αναπτύξεις και τεχνικές. O δίσκος είναι μεγάλος σε διάρκεια και μάλλον άνισος, αλλά στις καλές στιγμές του υπήρξε ό,τι ακριβώς έλειπε στους στερημένους από νέο υλικό οπαδούς των My Bloody Valentine, που στο μεταξύ -ένεκα απελπισίας- το είχαν ρίξει στους Can και στους Neu. Δύο χρόνια μετά θα πάρουν μεταγραφή στη Matador και θα γυαλίσουν τα άκρα της μουσικής τους, αλλά δεν θα τους βγει σε τόσο καλό.
Dalek: Negro, Necro, Nekros
GernBlandsten
Το ντεμπούτο του πιστοποιημένα underground MC από το Newark παραμένει μέχρι σήμερα ένας «απομονωμένος» δίσκος, ακόμη και μες στην αντίστοιχα ανάδελφη δισκογραφία του, σε σχέση όχι μόνο με τα κύρια, αλλά και τα υπόγεια ρεύματα του hip hop. Η γέφυρα επικοινωνίας με τους Faust και το πειραματικό ροκ εν γένει ξεκινάει από εδώ (αργότερα θα συνεργαστούν) και το σκηνικό τουDJ και παραγωγού Oktopus (δηλαδή του Alap Momin) παραπέμπει περισσότερο στις δαιδαλώδεις στιγμές σχημάτων όπως οι πρώιμοι Cure , χωρίς να υπολείπεται σε ικανότητα και τεχνική. Δίσκος χωρίς καμία υποχώρηση στη στόχευση και την αισθητική του, όπως άλλωστε και το σύνολο της πορείας των Dalek μέχρι σήμερα.
Perry Blake: Perry Blake
Polydor
Αν κάποιος είχε βρει την ιδανική συνταγή για να περάσει ο ήχος του trip hop στα όρια της κλασικής τραγουδοποιίας χωρίς να αρνηθεί τις χάρες της pop, αυτός ήταν ο Perry Blake. Και ήταν και ομορφόπαιδο και υπό τη σκέπη πολυεθνικής. Συνεπώς, είναι μάλλον κατόρθωμα το ότι κατάφερε να εξαφανιστεί ουσιαστικά, λίγα χρόνια από αυτό το μετριοπαθώς εντυπωσιακό ντεμπούτο. Ίσως και να έφταιξε το ότι πολύ γρήγορα χαρακτηρίστηκε ως ο νέος Scott Walker. Όλα τα τραγούδια εδώ μέσα περιέχουν ικανές ποσότητες συναισθηματικής νοημοσύνης που δεν αφήνεται στην τύχη της, αλλά χαλιναγωγείται εντυπωσιακά από την ούτως ή άλλως γοητευτική φωνή του Ιρλανδού post-crooner.
Nargaroth: Herbstleyd
Demo/ No Colours Records
Εκτός των χρονικών ορίων της πραγματικά «υπόγειας» ιστορίας του black metal, αλλά οπωσδήποτε ένας δίσκος που συγκεντρώνει στο μέγιστο βαθμό όλες τις αρετές (ή τις κατάρες, αν προτιμάτε) του είδους. Οι Γερμανοί Nargaroth έπαιξαν και αυτοί με τα αθέμιτα όρια της χρήσης ναζιστικών συμβόλων και έμειναν επίσης στην ιστορία ως πιστοί υποστηριχτές του Burzum. Αν πάντως απομονώσει τη μουσική κάποιος, θα συναντήσει εδώ την εξαιρετική χρήση sampling, ως «όργανο» πρωτεύουσας λογικής για τις ατμοσφαιρικές ανάγκες του ακραίου black metal, που αργότερα θα κατακρεουργηθεί από τη χρήση δεκάδων one man band ακολούθων του είδους.
Robbie Robertson: Contacts From The Underworld Of Redboy
Capitol
Όχι το σύνηθες folk άλμπουμ από τον θρυλικό αρχηγό των Band, αλλά ούτε και απομακρυσμένο από τη μουσική των «ιθαγενών» - που πάντοτε τον απασχόλησε και συνεχίζει να τον απασχολεί. Τριάντα χρόνια μετά την πρώτη εμφάνιση του στη μουσική, και σε ιδεολογική συνέχεια του Music For The Native Americans του 1994, συνεργάζεται με τον Howie B (που ήταν πολύ στα πάνω του τότε ως παραγωγός) και στη βάση της τότε επίκαιρης electronica στήνει ένα δίσκο τραγουδιών εσωτερικής διαμαρτυρίας -με την ίδια ένταση που το έκανε πάντοτε-, ενώ αξίζει να αναφερθεί και η συμμετοχή του DJ Premier (των Gang Starr) στην τελική μίξη του δίσκου, ο οποίος όταν κυκλοφόρησε ξεσήκωσε ένα σχετικό ενδιαφέρον, αλλά στην πορεία λύγισε υπό το βάρος της λοιπής φήμης του δημιουργού του.
1999:
US Maple: Talker
Drag City
Το ότι κατά την προσωπική μου άποψη και αισθητική αυτός εδώ ο δίσκος θα πρέπει να βρίσκεται (πολύ ψηλά) στη λίστα με τους καλύτερους της δεκαετίας, χαμένους ή μη, αδικημένους ή όχι, δεν αλλάζει και πολύ τα πράγματα. Το μήνυμα των Αμερικάνων US Maple δεν πέρασε στον κόσμο και μάλλον το ίδιο θα συνέβαινε αν το The Seer των Swans είχε κυκλοφορήσει το 1999. Ο Michael Gira, άλλωστε, υπήρξε παραγωγός τους σε αυτό το δίσκο και μιλάμε για τέτοιου επιπέδου μεγαθήριο στο πεδίο του ανεπιτήδευτα απρόσιτου ροκ, το οποίο όμως ανταμείβει τον ακροατή που έχει την υπομονή και την ικανότητα να ακούσει πραγματικά. Στα live τους ήταν δέκα φορές καλύτεροι - όσο και αν αυτό ακούγεται υπερβολικό για όποιον έχει ακούσει το Talker.
Dark Star: Twenty Twenty Sound
Harvest
To βρετανικό hype μάς είχε εξοντώσει μέχρι τα τέλη της δεκαετίας και οι Darkstar (παρότι σήμερα όσοι τους θυμούνται δεν μπορούν να τους ξεχωρίσουν από τα διάφορα άλλα σχήματα με το ίδιο όνομα) επωφελήθηκαν, αλλά και έπεσαν θύματα του. Η μουσική τους είναι μια μάλλον επιτυχημένη προσπάθεια φιλτραρίσματος της ιδεολογικής θέσης των Mogwai, στα ιδανικά της υγιούς πλευράς της brit pop (την οποία οι ίδιοι «πολέμησαν») και με τραγούδια όπως το “I Am The Sun” θα μπορούσαν να φτάσουν σίγουρα αρκετά ψηλότερα αν οι αντίπαλοι τους εκείνο τον καιρό δεν άκουγαν στο όνομα Radiohead.
Bows: Blush
Too Pure
Ομοίως, λίγο πριν το πέρασμα στα ‘00s, είχε εξαντληθεί και το όποιο ενδιαφέρον προς το trip hop. Κάπως έτσι o Luke Sutherland, των Long Fin Killie, με αυτό το νέο του σχήμα βρέθηκε από πρωτοπόρος… σχεδόν καθυστερημένος, αυτό όμως μόνο αναφορικά με τα τρέχοντα trends και όχι βάσει του σταθερά υψηλού επιπέδου της μουσικής του. Οριακά και οπερετικά φωνητικά πάνω σε προσγειωμένα jungle ρυθμούς (και όλα αυτά σε ένα σταθερά σκοτεινό περιβάλλον) στήνουν έναν δίσκο που σήμερα ακούγεται και «αναπνέει» πολύ καλύτερα από τον πραγματικό χρόνο της κυκλοφορίας του.
To Rococo Rot: The Amateur View
City Slang
Οι To Rococo Rot σχεδόν ηγήθηκαν μίας γενιάς σχημάτων (Tarwater κλπ), που φαίνεται να είχαν ως κύριο μέλημα τους το να καταφέρει η τεχνοκρατική, έξυπνη micro-electronica να αποκτήσει πραγματικό ανθρώπινο πρόσωπο και όχι απλά ευαίσθητο προσωπείο, ώστε να φτάσει αργότερα να αποτυπώνεται ως αυτόνομο είδος σε εξαιρετικές συλλογές του τύπου Clicks & Cuts, χωρίς να προκαλεί όρια κόπωσης. Και παρότι η δισκογραφία τους ποτέ επί της ουσίας δεν παρέκκλινε στα ποιοτικά της κριτήρια, εδώ είναι που πανηγυρικά ολοκληρώνουν το όραμα τους και παραδίδουν ένα δίσκο που μέχρι σήμερα σκορπάει χαμόγελα σε όσους ζητούσαν από σχήματα σαν τους Tortoise να μιλήσουν λίγο και στην ψυχή τους.
Jessica Bailiff: Hour Of The Trace
Kranky
Στο δεύτερο –και καλύτερο μέχρι σήμερα– σόλο άλμπουμ της η κάποτε συνεργάτιδα των Low σφραγίζει τη δεκαετία του ’90 ως τη μουσική δεκαετία εκείνη (που πέρα από τα κύρια ρεύματα και επιτεύγματα της) χαρακτηρίζεται και από το ότι έδωσε χώρο και ώθηση σε ένα μεγάλο τμήμα μιας ουσιαστικά απροσπέλαστης, πηγαία πειραματικής και πάντως περήφανα αντιεμπορικής μουσικής, να αναπτυχθεί χωρίς να παραμένει στο περιθώριο. Με την ορμή του ήχου της 4AD αλλά χωρίς το μύθο να τους περιβάλλει, ακόμη και τα «δευτεροκλασάτα» σχήματα εταιρειών όπως η Kranky και η Constellation κατέστησαν τον εναλλακτικό pop & rock ήχο των επόμενων δεκαετιών ένα πολύ πιο ενδιαφέρον τοπίο, από αυτό που είχαν πάντοτε στο μυαλό τους όσοι κατάστρωναν A&R σχέδια στη βάση οικονομοτεχνικών διαγραμμάτων και μόνο. Κάπως έτσι, λίγα χρόνια μετά, τύπισσες όπως η Joana Newsom και η Julia Holter καταφέρνουν και βουτάνε μέχρι και στα νερά του mainstream, βγαίνοντας μάλιστα αλώβητες.