Οι τραγουδοποιοί της δεκαετίας του ‘60 προέρχονταν κυρίως από τον χώρο της φολκ. Αρχής γενομένης με τον Dylan, η ακουστική φολκ υποχώρησε κάποια στιγμή κατά τα μέσα των ‘60s προς όφελος ηλεκτρικών σχημάτων, αλλά επανήλθε μεταλλαγμένη κατά τα τέλη της δεκαετίας. Ο Dylan (Nashville Skyline, 1969) άφησε τα κοινωνικοπολιτικά στην άκρη για ν’ ασχοληθεί με προσωπικά θέματα τα οποία εξέθεσε με τη μορφή μια νέας γραφής που αντλούσε κυρίως από την κάντρι και είχε επίκεντρο τις επί μέρους παρά τις κοινές ανησυχίες. Αυτό επρόκειτο να γίνει μια από τις σημαντικότερες τάσεις της ποπ τα επόμενα χρόνια. Άλλοι γνωστοί φολκ τραγουδιστές (Gordon Lightfoot, Fred Neil, Phil Ochs, Tim Hardin) ακολούθησαν το παράδειγμα του Dylan, μετακινούμενοι από το φολκ περιβάλλον σε κείνο του singer-songwriter. O Leonard Cohen ήταν ίσως ο ορισμός του τραγουδοποιού, με ιδιαίτερο, λιτό ύφος που διατήρησε δίχως παρεκκλίσεις, όντας ποιητής πρώτα και ύστερα δημιουργός/ερμηνευτής. Η Joni Mitchell αποτελεί μόνη της ένα τεράστιο κεφάλαιο, μια αμίμητη καλλιτεχνική παρουσία που, με αφετηρία τη φολκ, εξερεύνησε άγνωστες συνθετικές πτυχές, με τη jazz να κερδίζει διαρκώς έδαφος στην πορεία του έργου της. Οι περισσότεροι singers-songwriters ήταν Αμερικανοί, πολύ λιγότεροι Βρετανοί, που διαθέτουν όμως μερικά από τα σημαντικότερα ονόματα του είδους (Nick Drake, Al Stewart, Roy Harper ή τον ελληνικής καταγωγής Cat Stevens), ενώ ο Καναδάς μπορεί να καυχιέται για την αγία τριάδα Cohen-Mitchell-Young.
Το άρθρο αυτό περιορίζεται στην αγγλόφωνη δισκογραφία, επειδή για να εκτιμήσεις έναν τραγουδοποιό πρέπει να γνωρίζεις τη γλώσσα του και, εκτός αυτού, οι σπουδαίοι τραγουδοποιοί αυτής της περιόδου είναι πάμπολλοι στην υφήλιο, από τον Victor Jara και τον Caetano Veloso της Ν. Αμερικής ως τον –επίσης ελληνικής καταγωγής αλλά με φυσικό χώρο δράσης τη Γαλλία– Ζορζ Μουστακί ή τους γείτονές μας Francesco De Gregori και Fabrizio De Andre ή τον Διονύση Σαββόπουλο. Περιοριζόμαστε λοιπόν στον αγγλικό στίχο και σε ένα μουσικό ιδίωμα που κύριο χαρακτηριστικό έχει τη λιτότητα (συνήθως φωνή και κιθάρα ή πιάνο), με περιστασιακό μπακάρισμα από ολιγομελές σχήμα ή βοηθητική ενορχήστρωση και –το κυριότερο– εκφορά λόγου που μοιάζει με εξομολόγηση. Οι singers-songwriters βγάζουν τα εσώψυχά τους σαν να ψυχαναλύονται στον ακροατή. Ο Graham Nash είπε για την Joni Mitchell ότι είναι σαν να έχει ένα φερμουάρ στην καρδιά της και να το ανοίγει όταν τραγουδάει. Πλειάδα τέτοιων δίσκων χαρακτηρίζονται ως “confessional” στον μουσικό Τύπο της εποχής, κάτι σαν κατάθεση ψυχής του καλλιτέχνη. Υπάρχει ρομαντισμός, εξιδανίκευση της φύσης, εσωστρέφεια και έντονη ευαισθησία, ενώ η διερεύνηση των εσωτερικών πτυχών του ατόμου παίρνει τη θέση των κοινωνικών ανησυχιών του συνόλου. Με τη στροφή του ενδιαφέροντος του ευρέως κοινού προς τη χορευτική μουσική, από τα μέσα των ‘70s το είδος άρχισε να φθίνει και τη χαριστική βολή έδωσε το punk, το οποίο ισοπέδωσε τον ευάλωτο κόσμο των ακουστικών τραγουδοποιών, που δεν είχαν πλέον τις πλάτες των εταιριών και την αποδοχή του ευρέως κοινού όπως πρωτύτερα. Σήμερα, βεβαίως, υπάρχει ένα τεράστιο νέο κύμα τραγουδοποιών, αλλά για την ώρα ας θυμηθούμε τα απαραίτητα που έγιναν κιόλας 40 χρονών και βάλε.
Τσιτάτο:
Οι singers-songwriters βγάζουν τα εσώψυχά τους σαν να ψυχαναλύονται στον ακροατή. Ο Graham Nash είπε για την Joni Mitchell ότι είναι σαν να έχει ένα φερμουάρ στην καρδιά της και να το ανοίγει όταν τραγουδάει.
Λάτρευε τον Donovan και ήθελε να σβήσει τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ ποπ και φολκ. Ο Devendra Banhart την αναβίωσε στα ‘00s και το χαμένο της ονειρικό acid folk διαμάντι επιτέλους απολαμβάνει τις τιμές που του αξίζουν.
Παρόμοια περίπτωση με τη Vashti, η Linda έκανε ένα και μοναδικό αριστούργημα ψυχεδελικής φολκ –σπάνιο, λέγεται ότι κυκλοφόρησε μόνο στη Χαβάη– και χάθηκε δια παντός μέχρι πρόσφατα. Ένας διάττων αστέρας με μεταφυσική διαφάνεια και διαρκή λάμψη.
Λίγο πριν γίνει μεγαστάρ, ο Marc Bolan άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του μεγάλου, ποιητικού ψυχεδελικού φολκ τραγουδοποιού στο τελευταίο άλμπουμ ως T.Rex πριν λατρευτεί σαν ημίθεος του glam στο σύντομο της ζωής που του απέμενε.
Σχεδόν οτιδήποτε κυκλοφόρησε από την τετράδα των Crosby, Stills, Nash & Young στα τέλη των ‘60s και στις αρχές ‘70s είναι απαραίτητο. Ο Stills είχε γράψει ήδη το For What It’s Worth των Buffalo Springfield κι εδώ συνεχίζει με ανάλογη ποιότητα. Στην πλειάδα των επώνυμων συμμετεχόντων, Clapton και Hendrix παρόντες.
Απολύτως απαραίτητο, αν και δύσκολα μπορεί να διαλέξει κανείς ανάμεσα στα Harvest (1970), On The Beach (1974) και Tonight’s The Night (1975).
Μετά τους Them και την ακουστική μαγική φολκ του Astral Weeks, στροφή σε ένα τελείως προσωπικό jazz/r’n’b/blues, μια από τις πολλές όψεις ενός από τους μεγαλύτερους ερμηνευτές της ιστορίας της μουσικής.
“Mother”, “God”, “Love”, “Working Class Hero”. Τα λόγια περιττεύουν. Το “Imagine” της επόμενης χρονιάς ακολουθεί σε απόσταση αναπνοής.
Από τις κορυφαίες solo δουλειές ενός μέλους των Beatles, το τριπλό ντεμπούτο του George, με βοήθεια Phil Spector κι ενός εκθαμβωτικού ρόστερ (Phil Collins, Eric Clapton, Billy Preston κλπ), έχει για κορωνίδα το ωραιότερο θρησκευτικό τραγούδι που έγραψε ποτέ ροκ μουσικός (“My Sweet Lord”).
Στέφανος Γεωργίου, κυπριακής καταγωγής, υπήρξε από τους μεγαλύτερους τραγουδοποιούς που έδρασαν στη Βρετανία. Με διαρκείς πνευματικές αναζητήσεις, κατέληξε να ασπαστεί τον ισλαμισμό, να αλλάξει το όνομά του και να εγκαταλείψει την εξαιρετικά επιτυχημένη καριέρα του.
Αβίαστη ερμηνεία με λεπτότητα και αέρινη country-folk/soft rock. Ένας από τους σπουδαίους αμερικανούς τραγουδοποιούς, που και μόνο για το “Fire And Rain” (με το πιάνο της Carol King να συνοδεύει) αξίζει να μνημονεύεται.
Η ζωή του Sixto («έκτο» παιδί Μεξικανών μεταναστών στην Αμερική) κατέληξε σε ένα σημαντικό ντοκιμαντέρ που συγκίνησε πρόσφατα την υφήλιο και το πρώτο από τα δύο του άλμπουμ είναι ένα ξεχασμένο διαμάντι που είδε την αναγνώριση στη Δύση με 40 χρόνια καθυστέρηση.
O ποιητικός πατέρας του Rufus, με απλή κιθάρα, εύθραυστη εκφραστική φωνή και μια γλυκιά μελαγχολία σε ολόκληρο το εξαιρετικό set.
Το πρώτο από τα δύο εξαιρετικά άλμπουμ της των ‘70s (στο The End του 1974 αλλού θρηνεί και αλλού διασκευάζει Jim Morrison), υποβλητική gothic avant-folk από τη βασίλισσα του είδους, με ιδανική παρέα τον John Cale.
Φανταστικός κιθαρίστας και τραγουδοποιός, σε ένα από τα καλύτερα δείγματα προοδευτικής βρετανικής ψυχεδελικής φολκ.
Αυτό το υπέροχο μπαρόκ φολκ άλμπουμ κυκλοφόρησε στην Dandelion του John Peel και φιλοξένησε ενορχηστρώσεις του Ron Geesin που έκανε παρόμοια δουλειά στο Atom Heart Mother των Pink Floyd.
Ηχογραφημένο μετά τον τραγικό θάνατο του κοριτσιού του Crosby σε τροχαίο, το “If Only…” επιστρατεύει την αφρόκρεμα του Λόρελ Κάνυον για ένα ανεπανάληπτο σετ ενός από τους καλύτερους δίσκους της εποχής.
Η κορωνίδα της δημιουργίας της Joni (όλα της τα άλμπουμ είναι απαραίτητα τουλάχιστον ως τα μέσα ‘70s) έχει ένα μέρος του εμπνευσμένο από την Κρήτη όπου είχε ζήσει η τραγουδοποιός για κάποιο διάστημα με hippies, δίνοντας τέλος στη σχέση της με τον Graham Nash.
Καταπληκτική progressive folk, τέσσερα πολυδιάστατα κομμάτια 8-13 λεπτών το καθένα, με έναν από τους μείζονες τραγουδοποιούς της εποχής στην Αγγλία.
Επί μια δεκαετία έγραφε τραγούδια για άλλους πριν αποφασίσει να τραγουδήσει η ίδια τον εαυτό της με εντυπωσιακά αποτελέσματα (10 εκατομμύρια άλμπουμ σε δύο χρόνια). “You’ve Got A Friend” (το τίμησε και ο James Taylor), “I Feel The Earth Move”, “It’s Too Late”…. Οι singer-songwriters... κυρίαρχο είδος πλέον.
Στην πιο εμπνευσμένη στιγμή της καριέρας του όσον αφορά στο επίπεδο γραφής, παρότι λιγότερο εντυπωσιακό από τις πιο εμπορικές στιγμές του των ‘70s.
Το κλασικό πλέον αφηγηματικό ομότιτλο track που τον ανέβασε στο No.1 και το υπέροχο tribute στον Van Gogh (“Vincent”) τον κατέταξαν αυτομάτως στους μεγάλους.
Έγραφε για άλλους ποπ επιτυχιούλες (Willie Nelson, Tom Jones, Kenny Rogers), αλλά άφησε για τον εαυτό του αυτή τη δισκάρα.
Φανταστικός ακουστικός κιθαρίστας/τραγουδοποιός από το Μπρίστολ, ένα κρυμμένο ντεμπούτο- διαμάντι της βρετανικής φολκ.
Εννοείται αυτό (ή το New Skin, από τα ‘70s), όχι η αψυχολόγητη συνεργασία με τον Phil Spector του Death Of A Ladies Man.
Πιθανόν το σημαντικότερο άγνωστο άλμπουμ έλληνα τραγουδοποιού. Γιος μεταναστών στην Αμερική, συγγενής του Κώστα Γαβρά, επιδραστικός στη μουσική των Midlake κατ’ ομολογία των ιδίων.
Ανακαλύφθηκε με 30 χρόνια καθυστέρηση. Με την απουσία της πομπώδους ενορχήστρωσης του πρώτου του άλμπουμ ,σε αυτό, δεύτερο και τελευταίο επί τρεις δεκαετίες, αποκαλύπτεται ένας χαρισματικός Άγγλος τραγουδιστής και τραγουδοποιός.
Σπανίως νιώθεις μια φωνή κι ένα πιάνο τόσο απαραίτητα. Περιέχει το αυθεντικό “You Can Leave Your Hat On” που, μέσω Cocker, επρόκειτο να γίνει θεσμός στο στριπτίζ.
Μόνο ένα έκανε, αλλά τι άλμπουμ! Ακούγεται μονορούφι, χρωματίζεται με μια πλούσια παλέτα λεπτών ενορχηστρώσεων και αναδεικνύει έναν υπέροχο τραγουδοποιό από το Κεμπέκ που συνιστάται ανεπιφύλακτα σε όσους αρέσει ο Nick Drake.
Ο Tim Buckley είναι τόσο απαραίτητος σε μια βασική ροκ δισκοθήκη όσο και το οξυγόνο για να παραχθεί νερό. Εννοείται ότι ξεκινάτε με τα πρώτα του, αλλά εδώ ασχολούμαστε με τα ‘70s, τότε δηλαδή που η αναζήτησή του έγινε avant-garde και πολλές φορές σχεδόν απρόσιτη λίγο πριν από τον πρόωρο χαμό στα 28 του, τρία χρόνια αργότερα.
Τρίτο και τελευταίο του άλμπουμ πριν φύγει δια παντός από τη ζωή, 26 ετών, το 1974. Γυμνό από στολίδια, μια φωνή που σε στοιχειώνει και γίνεται δική σου αν την ακούσεις μόνο μια φορά. A must.
O Jonathan Wilson του οφείλει πολλά, όπως και η διαμόρφωση του ήχου του Laurel Canyon. Όλα τα άλμπουμ του ως το Running On Empty είναι απαραίτητα.
Ακολούθησε δύο χρόνια μετά τη διάλυση του ντουέτου με τον Garfunkel και επιβεβαίωσε τη συνθετική δεινότητα και ευελιξία του Simon, από όμορφη upbeat pop έως μοναδικής έμπνευσης μπαλάντες (“Duncan”, με τη βοήθεια των υπέροχων Los Incas που είχαν πρωτοεμφανιστεί στο “El Condor Pasa”).
Συνδυάζει παραδοσιακή φολκ γραφή με art ενορχηστρώσεις και η απόστασή του στην ερμηνεία από τον Tim Buckley πολλές φορές εκμηδενίζεται.
Αριστούργημα πέραν περιγραφής. Απαγορεύεται να πεθάνεις πριν ακούσεις την φωνή/κιθάρα του Basho.
Σπάνια, λατρεμένη βρετανική acid folk με ίχνη Donovan.
Γεννημένος στη Γλασκόβη και μπολιασμένος με την αναβίωση της φολκ του Λονδίνου στα τέλη των ‘60s, εδώ σε απογειωτική συνθετική έμπνευση, με εκλεκτούς συνεργάτες , άψογο παίξιμο και απίστευτη ερμηνεία.
Πρόλαβε κι έγραψε αυτό το αριστούργημα λίγο πριν κλειστεί στη φυλακή δύο χρόνια για κατοχή χασίς.
Εκπληκτικός τραγουδιστής που ο Jimmy Page ήθελε να πάρει για τους Zeppelin. Ο Reid δεν δέχθηκε και ο ίδιος πρότεινε τον Robert Plant(!).
Σαν τα ‘60s να μην είχαν εμφανιστεί ποτέ. Νουάρ μπλουζ για μπίτνικς, συνοδεία σε μεταμεσονύκτιες παρεκτροπές.
Από τους καλύτερους δίσκους της μετά τους Velvet Underground σόλο δισκογραφίας μελών του γκρουπ και μια από τις κορυφώσεις του Cale.
Καρπός περιόδου απόσυρσης στη φύση μετά τους Byrds, άσκησης διαλογισμού και ενδοσκόπησης, με θησαυρούς όπως τa “Silver Raven” και “Some Misunderstanding”.
Από τις μεγάλες μορφές της βρετανικής φολκ κι ένα ντεμπούτο-κόσμημα για κάθε δισκοθήκη. Βοηθούν οι Fairport Convention μεταξύ άλλων.
Αυστηρά προσωπικό, έχει έντονες αναφορές στον αποτυχημένο γάμο του με τη Sara (όπως και στο σχεδόν εξίσου δυνατό “Desire”) και περιέχει μερικά από τα καλύτερα post-sixties τραγούδια του.
To ομότιτλο τραγούδι είναι από τα πλέον συγκινητικά που γράφτηκαν ποτέ, καταγράφοντας τις ουλές ενός έρωτα (με τον Dylan) που άφησε ιστορία. Αποδεικνύεται έτσι ακόμη καλύτερη όταν τραγουδάει δικά της.
Εδώ πρωτοεμφανίσθηκε ως ο ρόκερ των τραγουδοποιών, με πολλούς να τον θέλουν διάδοχο του Dylan. Το επόμενο (Darkness…) εξίσου σημαντικό.
Από τα πολιτικά ‘60s στην κατάθλιψη και στην καταγραφή των προσωπικών της θεμάτων, σε μπαλάντες συνοδευόμενες από μεγάλους session μουσικούς του Los Angeles.
Η ομορφιά του δεν περιγράφεται. Βρετανική progressive folk υψηλών προδιαγραφών, με συμμετοχή μουσικών από το γκρουπ του Steve Ashley.
Το αριστούργημά του, η τέλεια μείξη folk, pop και progressive με την απίστευτη παραγωγή του Alan Parsons.
Στη λίστα δεν συμπεριλήφθηκαν συνήθεις ύποπτοι όπως Patti Smith ή Lou Reed επειδή -αν και σπουδαίοι τραγουδοποιοί- το ύφος ολόκληρων άλμπουμ τους είναι περισσότερο rock παρά singer-songwriter και, ούτως ή άλλως, οι δίσκοι τους φαντάζομαι ότι θα είναι στις επίσημες λίστες αυτού του τεύχους. Η επιλογή ήταν δύσκολη λόγω της πληθώρας παρόμοιων δίσκων, αλλά ο υπογράφων θα εκτιμούσε τη γνώμη/προτάσεις του αναγνώστη για περαιτέρω μελέτη. Ευπρόσδεκτη η επικοινωνία για κάθε είδους παρατήρηση με μήνυμα στη σελίδα https://www.facebook.com/spyros.hytiris.