«Είναι 1993 και το alternative rock βρίσκεται σε πλήρη άνθηση όπως και το AIDS» κάπου έγραφε ένα Rolling Stone της εποχής. Η λέξη alternative έπαιζε παντού τότε. Και δημιουργούσε μια σύγχυση. Ένας ροκ ακροατής για τον οποίο rock την περασμένη δεκαετία σήμαινε SST και Sub Pop δεν ήταν εύκολο να χωνέψει ότι οι κατάλογοι του Billboard οικειοποιούνταν κάτι αποκλειστικά «δικό του». Όταν το Νevermind άρχισε να μετράει πωλήσεις εκατομμυρίων αντιτύπων σε μια Αμερική που τα τελευταία δέκα χρόνια είχε ξεχάσει τι σημαίνει rock & roll, o αμυνόμενος fan της πρώτης φάσης του grunge, υιοθετώντας την άποψη χιλιάδων οπαδών του υπόγειου rock των ‘80s, έγραφε γράμμα στο περιοδικό απαιτώντας… «κάτω τα χέρια από τους Fugazi». Υπήρχαν πολλοί που ένιωθαν έτσι –ο ίδιος ο Cobain δεν αποτελούσε εξαίρεση, μάλιστα φιγουράριζε στο εξώφυλλο του ίδιου έντυπου με μπλουζάκι που έγραφε “Corporate magazines still suck”, θέλοντας να θυμίσει στους fans του γκρουπ ότι ο ίδιος παραμένει «δικός τους». Στο underground φανζίν Maximum Rock'n' Roll έγραφε τότε κάποιος: «Η αρχική συγκίνηση της punk και alternative σκηνής ήταν το να μοιράζεσαι ένα κοινό μυστικό που το υπόλοιπο 99,999% της χώρας αγνοούσε παντελώς. Αυτό με βοήθησε να αυτοπροσδιοριστώ ως άτομο και ως εχθρός της εμπορικής λαϊκής κουλτούρας. Όμως σήμερα φαίνεται πως όλοι θέλουν να συμμετέχουν».
O ίδιος ο Cobain φιγουράριζε στο εξώφυλλο του Rolling Stone με μπλουζάκι που έγραφε “Corporate magazines still suck”, θέλοντας να θυμίσει στους fans του γκρουπ ότι ο ίδιος παραμένει «δικός τους».
Ο αμερικανικός alternative ήχος είχε σαφείς διαφοροποιήσεις εν συγκρίσει προς τον βρετανικό. Τα γκρουπ από τις ΗΠΑ ήταν περισσότερο θορυβώδη και είχαν παγκόσμια απήχηση, ενώ στην άλλη όχθη –πλην εξαιρέσεων– η τοπική ιδιομορφία της Britpop και των shoegazers ήταν κυρίως για εσωτερική κατανάλωση. Ο μέσος Αμερικανός πιο εύκολα θα διασκέδαζε με funk-metal παρά με τον ήχο του Μάντσεστερ και θα καταλάβαινε ευκολότερα το fusion hip-hop με metal των Beastie Boys από την αέρινη φωνητική εξαΰλωση των Cocteau Twins. Το βρετανικό «εναλλακτικό» των ‘80s ήταν το new wave με τα electro-goth συνακόλουθά του και την indie pop των Smiths, ενώ αντιστοιχία για την Αμερική ήταν τα σκληρά γκρουπ της SST (βλέπε Husker Du), ο ανατρεπτικός θόρυβος των Sonic Youth, η επιδραστική punk-pop των Pixies, η ρετροδέλεια του paisley underground και η μέσω Sub Pop αναβίωση του σκληρού ήχου του Detroit. Βεβαίως υπήρχε και η κοινή αγάπη για τους REM και κάποιες ιδιαιτερότητες, όπως π.χ. ότι τον Robyn Hitchcock τον αγκάλιασε περισσότερο το κολεγιακό ραδιόφωνο της Αμερικής παρά της πατρίδας του, αυτό όμως δεν ήταν κανόνας.
Ο μέσος Αμερικανός θα καταλάβαινε ευκολότερα το fusion hip-hop με metal των Beastie Boys από την αέρινη φωνητική εξαΰλωση των Cocteau Twins.
H πολυμορφία της εναλλακτικής μουσικής των ‘80s έχασε τις επί μέρους ιδιαιτερότητές της, από τη στιγμή που κάποιες όψεις της έγιναν ευρέως αποδεκτές μετά την κυκλοφορία του Nevermind των Nirvana. Αν θεωρήσουμε ότι καθρέφτης του alternative ήταν η εκπομπή του MTV Alternative Nation, αξίζει να ανατρέξει κανείς στην αντίστοιχη που προηγήθηκε και της οποίας η δεύτερη υπήρξε άμεση συνέχεια. Το 120 minutes, ξεκινώντας από το 1986, επί πολλά χρόνια διαμόρφωσε μια συλλογική συνείδηση για ακροατές ανομοιογενών μουσικών προτιμήσεων που είχαν μια κοινή anti-corporate αντίληψη. To playlist της πρώτης εκπομπής περιελάμβανε μεταξύ άλλων τον πατέρα του alternative Lou Reed, το θορυβώδες αυστραλέζικο garage ροκ των Hoodoo Gurus, το εκλεπτυσμένο indie των συμπατριωτών τους Go-Betweens και την πρωτοποριακή ηλεκτρονική άποψη της Laurie Anderson. Δηλαδή ένα πολύ ευρύ φάσμα μουσικών τάσεων που όντως ήταν μια καλή απάντηση στα βαρετά charts των ‘80s. Η εκπομπή συνέχισε με αυτόν τον τρόπο επί πολλά χρόνια και ήταν σε μεγάλο ποσοστό καθρέφτης της εναλλακτικής σκηνής. Όταν όμως μετά τους Nirvana το alternative έγινε mainstream, η φυσική του συνέχεια Alternative Nation (ξεκίνησε το 1992) είχε κατά κανόνα ‘90s συγκροτήματα με τον alternative ήχο που μπορούσε να ακούσει ο μέσος ακροατής, όχι ο ταγμένος οπαδός του underground. Έτσι, ενώ στο 120 minutes μπορούσε κανείς να δει «δύσκολα» ονόματα όπως Jesus & Mary Chain ή Butthole Surfers, το Alternative Nation σπανίως απέκλινε από τις «εναλλακτικές» επιτυχίες της εποχής από τους συνήθεις υπόπτους Nirvana, Pearl Jam, Smashing Pumpkins, Green Day, Offspring, Red Hot Chili Peppers, Oasis κλπ. Αυτή είναι και η ουσιαστική διαφορά του όρου alternative της προ και της μετα-Nevermind εποχής. Από την άλλη ήταν και η πίεση των εταιριών, οι οποίες –βλέποντας ψωμί στην υπόθεση– πλασάριζαν γκρουπ σαν τους Ugly Kid Joe για εναλλακτικά, ενώ κατ’ ουσίαν αυτά δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μασκαρεμένο mainstream.
Το 120 minutes επί πολλά χρόνια διαμόρφωσε μια συλλογική συνείδηση για ακροατές ανομοιογενών μουσικών προτιμήσεων που είχαν μια κοινή anti-corporate αντίληψη.
Πριν από το 1992 τα πράγματα ήταν περισσότερο ξεκάθαρα μέσα από ακραίες αντιθέσεις. Υποτίθεται ότι ροκ ήταν και το τυποποιημένο heavy metal και το αμερικανικό hardcore. Ροκ ήταν και οι paisley αναβιωτές, όπως και η βρετανική ανεξάρτητη ποπ των Smiths. Στα charts, αυτό που κατέληγε να ονομάζεται ροκ ήταν η σκιά του παρελθόντος του. O Neil Young πέρασε σχεδόν μια δεκαετία με αδιάφορους έως κακούς δίσκους, ενώ ο Eric Clapton παραδέχτηκε εκ των υστέρων ότι για όλους τους δίσκους που κυκλοφόρησε στα ‘80s, τον απόλυτο έλεγχο είχαν οι παραγωγοί, οι εταιρείες και το marketing. Όσο για τους Pink Floyd, καλύτερα να μη συζητάμε. Αλλά το rock δεν είχε πει ακόμα την τελευταία του λέξη. Το underground, που έβραζε επί χρόνια στο περιθώριο της βιομηχανίας, προσέφερε αφειδώς έναν ανεξέλεγκτο θόρυβο που στο πρώτο μισό των ‘90s θα κατεύθυνε ένα μεγάλο ποσοστό των μουσικών πραγμάτων. Βεβαίως αυτό είχε το κόστος του. Αυτό που την δεκαετία του '80 ήταν γνωστό ως alternative δεν είχε πλέον καμιά σχέση με το alternative που γίνεται νέο mainstream. Το αμερικανικό alternative της δεκαετίας του '80 ήταν οι Dead Kennedys, το hardcore των Black Flag και τα γκρουπ της SST, το paisley underground και η μετουσίωση του ροκ του Ντιτρόιτ στο grunge της Sub Pop. Δεν ήταν συγκεκριμένος ήχος, αλλά άποψη και αισθητική, διαφορετικό ήθος με αφοσίωση στο DIY των κατ' οίκον ηχογραφήσεων. Επιπλέον, fan του παλιού hard rock δεν έβλεπαν άσχημα τους Janes Addiction και τους Red Hot Chilli Peppers, συγκροτήματα γεννημένα για ευρύ ακροατήριο χωρίς να προσβάλλουν τους απαιτητικούς ακροατές. Οι πολυεθνικές πήραν αμέσως χαμπάρι τη νέα κατάσταση και άρχισαν να προσφέρουν συμβόλαια απλησίαστα για τις μικρές εταιρείες σε ονόματα όπως οι Alice In Chains, Sonic Youth, Nirvana, Soundgarden.
Εξαρχής η λέξη alternative υιοθετήθηκε από τις εταιρείες ως ιδανική, μια γενικότερη ετικέτα συγκροτημάτων που έχουν βασισμένη τη φιλοσοφία τους στο underground, αλλά ικανά να τραβήξουν την προσοχή πολύ μεγαλύτερου αριθμού ακροατών που δεν τους ικανοποιούσε απόλυτα η εικόνα των charts. H παμπάλαια τακτική των εταιρειών να βρίσκουν συνταγή και πάνω σ' αυτήν να κάνουν το δικό τους μαγείρεμα για να το σερβίρουν όπως θέλουν είχε εκ νέου αποτελέσματα. Ψάχνουμε για γκρουπ που να έχουν εσκεμμένα ατημέλητο, πλην όμως εμπορικό ήχο, κάνουμε ανάλογα κλιπάκια για το MTV και έχουμε έτοιμες πωλήσεις. Εδώ δινόταν μια μάχη μεταξύ αυτού που τα media ονόμαζαν alternative και εκείνου που ο «ψαγμένος» ροκ ακροατής θεωρούσε ουσιαστικά αλλιώτικο. Είναι αστείο, αλλά στις λίστες της εποχής έβλεπες τον Lenny Kravitz δίπλα στους NOFX και τους Rancid. Όταν ονομάζεις τον Lenny Kravitz εναλλακτικό, τότε τι θα ονομάσεις το lo-fi του Lou Barlow, τους αρχικούς Smog, τους Pavement ή τους Royal Trux;
Όταν ονομάζεις τον Lenny Kravitz εναλλακτικό, τότε τι θα ονομάσεις το lo-fi του Lou Barlow, τους αρχικούς Smog, τους Pavement ή τους Royal Trux;
Αλλά εδώ ανοίγει μια πολύ μεγάλη κουβέντα και θα χαθεί η ουσία. Η οποία βρίσκεται σε ένα συγκρότημα που έχει όλες τις προδιαγραφές ενός μεγάλου γκρουπ που θα μείνει κλασικό τόσο για την διαφορετικότητα, την ποιότητα και την αισθητική του, όσο και για την εμπορική του απήχηση. Οι Smashing Pumpkins αποτελούν την χρυσή τομή που δεν αφήνει περιθώρια να συζητάει κανείς για το νόημα της ετικέτας alternative ή mainstream, αλλά για το περιεχόμενό της. Γιατί μπορεί να μιλάμε για την alternative country των Walkabouts, το industrial των Nine Inch Nails και των Ministry, τα «διαφορετικά» κορίτσια (PJ Harvey, Liz Phair, Hole, L7, Babes In Toyland, Breeders, Throwing Muses), το trip-hop του Μπρίστολ ή το underground του Σιάτλ, αλλά αυτό που τελικά θα θυμάται η γενιά των slackers που την βάφτισαν X ως alternative θα είναι τα “cool” HIT του Beck, των Nirvana και των Pumpkins και όχι το ξενέρωτο hit που “sucks” (για να θυμηθούμε τις αξέχαστες ατάκες των Beavis και Butthead). Είτε συμφωνεί κανείς για την ακριβή σημασία της λέξης “alternative” στα 90s είτε όχι, αυτό που ιστορικά καταγράφηκε ως «εναλλακτικό» την συγκεκριμένη περίοδο είναι απλώς μια ικανοποιητική εκδοχή του εμπορικού. Για μεγαλύτερες απαιτήσεις μάλλον θα χρειαστεί να σκάψετε βαθύτερα. Αλλά τότε ανοίγει ένα άλλο τεράστιο κεφάλαιο, το alternative του alternative. Και μάλλον παίζουμε με τις λέξεις. “I hate words. Words suck Beavis”.
Οι Smashing Pumpkins αποτελούν την χρυσή τομή που δεν αφήνει περιθώρια να συζητάει κανείς για το νόημα της ετικέτας alternative ή mainstream, αλλά για το περιεχόμενό της.