Αναδημοσίευση από την ειδική έκδοση του περιοδικού Sonik "Η μουσική από τα '10s στα '40s"
Είναι στα τέλη της δεκαετίας του 1930 που βρίσκουμε τον Woody Guthrie με την κιθάρα του κάπου στην Οκλαχόμα, μα και τον ψηλό, ευθυτενή Pete Seeger, να τριγυρνά έξω από τη Νέα Υόρκη, με το μπάντζο του παραμάσχαλα. Αμφότεροι μοιάζουν ν' ακροβατούν μεταξύ της αμερικάνικης folk παρακαταθήκης και του «στρατευμένου τραγουδιού», εκείνου που απευθύνεται στους καταπιεσμένους, στους εργάτες, στους πολιτικοποιημένους φοιτητές, στα συνδικάτα...
Τραγούδια σαν το "This Land Is Your Land" του Woody Guthrie (1940) ή το "If I Had A Hammer (The Hammer Song)" του Pete Seeger (1949), διαθέτουν σαφή πολιτική φόρτιση: θέτουν ερωτήματα ή στοχεύουν στην ανόρθωση ηθικού και αναστήματος απέναντι σε καταπιεστικά αφεντικά, κυβερνητικές πολιτικές, στην Ku Klux Klan ή παραπλήσιους rednecks σωβινιστές.
Η ματιά τους είναι ξεκάθαρα ταξική, επικριτική για τους συστημικούς μηχανισμούς, αντίθετη στην καταπίεση του εργατικού κινήματος. Πανταχού δε παρόν –κάθε που έβγαζαν τα όργανά τους από τη θήκη τούτοι οι ογκόλιθοι του ακτιβισμού– και το αντικαπιταλιστικό/αντιπολεμικό μέτωπο. Έχει άλλωστε μείνει στην ιστορία το μότο «this machine kills fascists», γραμμένο πάνω στην κιθάρα του Guthrie.
Ένα πολύ ξεχωριστό στιγμιότυπο, έξω μεν από το folk πλαίσιο μα με αποτύπωμα ιδιαίτερου βάρους στην κοινωνική διαμαρτυρία, ήταν το "Strange Fruit" της Billie Holiday (1939): μια ευθεία καταγγελία κατά του ρατσισμού και της ωμής βίας προς τους μαύρους Αμερικανούς.
Εκφράζει επίσης μια εποχή στην οποία η περιγραφή της ζοφερής καθημερινότητας εντασσόταν στους αγώνες για ελευθερία και δικαιοσύνη που διεξήγαγε μια κοινότητα σε εθνικό επίπεδο –με τον επικείμενο Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο να αποτελεί σημαντικό σημείο τήξης για όσα θα έρχονταν μετά, στα 1960s.
Μια εποχή που φαντάζει πιο αγνή, συγκριτικά με τη διαμαρτυρία των σύγχρονων χρόνων, η οποία ηχογραφείται σε ακριβά στούντιο και συχνά προκρίνει τη μαστοριά έναντι της ανάγκης. Τι δηλαδή κι αν κάποτε έβρισκες τον Joe Hill να περιφέρεται με το βιολί του ανάμεσα στους Wobblies (παρατσούκλι των International Workers of the World, πανίσχυρου συνδικάτου που ιδρύθηκε το 1905), ξεσηκώνοντας τις συνειδήσεις των εργατών και των αδικημένων; Το γυαλιστερό σήμερα, με τα πλείστα φώτα και τους επί σκηνής καπνούς, μοιάζει περισσότερο με θέαμα, παρά με αυθεντική καταγγελία.
Ιδιαίτερη μνεία οφείλουμε βέβαια και στην ηρωική ακτιβίστρια Florence Reece, που καθόρισε το στρατευμένο τραγούδι στις Η.Π.Α. θέτοντας τα πράγματα στη σωστή τους βάση. Το διαχρονικά αφοπλιστικό "Which Side Are You On?" πρωτοτραγουδήθηκε το 1931 στην κομητεία Harlan του Κεντάκι, με αφορμή την αιματηρή διαμάχη μεταξύ των ανθρακωρύχων και των αφεντικών τους για τις συνθήκες και τους όρους εργασίας. Μέσα σ' ένα πραγματικά πολεμικό κλίμα, η Reece ένωσε τις φωνές των ανθρακωρύχων και όσων στάθηκαν τότε στο πλευρό τους, απευθύνοντας ένα –μάλλον ρητορικό– ερώτημα, σε όποιον είχε αυτιά ν' ακούσει: με ποιους είσαι;
Κάπως έτσι, το αμερικάνικο τραγούδι διαμαρτυρίας πέτυχε ν' αποκτήσει ξεχωριστή βαρύτητα. Οι σκοποί που τραγουδήθηκαν στους δρόμους, στα σπίτια, στα χωράφια και στα εργοστάσια κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης ή του Dust Bowl σηματοδότησαν μια αδιαμεσολάβητη έκφραση του καταπιεσμένου λαού ενάντια στα δεινά που τον έβρισκαν ξανά και ξανά. Η οποία βρήκε μεταπολεμική συνέχεια σε καλλιτέχνες σαν τον Bob Dylan, τον Bruce Springsteen ή τον Tom Morello των Rage Against The Machine –που, ως άλλος Guthrie, έλαβε την ταυτότητα του Nightwatchman, ίδρυσε τη μη κερδοσκοπική κίνηση "Axis of Justice" με εκλεκτούς συναδέλφους (όπως τον Serj Tankian των System Οf Α Down) και υπερθεμάτισε ως προς τα κοινωνικώς και πολιτικώς ευαίσθητα θέματα με όλα τα μέσα που είχε στη διάθεσή του, εκμεταλλευόμενος την πρόσβασή του σε πολλαπλούς και αποτελεσματικούς τρόπους μαζικής απεύθυνσης.
Τα «χέρια του Victor Jara»
Ήταν το 2008, όταν άκουσα το "Victor Jara's Hands" ν' ανοίγει το Carried To Dust των Calexico. Με αφορμή λοιπόν μια ιστορία αρκετά γνωστή στους μελετητές των πιο πρόσφατων εξεγέρσεων της Λατινικής Αμερικής, μπόρεσα να συνδεθώ κι εγώ με την πληθώρα τραγουδιών διαμαρτυρίας που παρήγαν ισπανόφωνοι καλλιτέχνες διαμέσου του 20ού αιώνα.
Για τους μη γνωρίζοντες, ο Víctor Jara –εκπαιδευτικός, τραγουδοποιός και ακτιβιστής– βασανίστηκε μέχρι θανάτου στη Χιλή του Αουγκούστο Πινοτσέτ (1973). Τα τραγούδια του άνηκαν στο nueva canción, ένα κύμα «νεωτερικής» τραγουδοποιίας στη δεκαετία του 1960, όταν οι γεωπολιτικοί συσχετισμοί στην ευρύτερη περιοχή έγιναν έκρυθμοι, για ακόμα μία φορά.
Αν και το nueva canción είχε ρίζες κυρίως στην Αργεντινή –χώρα δοκιμασμένη από εξεγέρσεις και έντονες κοινωνικοπολιτικές συγκρούσεις– διαδόθηκε σε όλη τη Νότια Αμερική: Κούβα (όπου έγινε γνωστό ως nueva trova), Χιλή, Βραζιλία, Περού. Χώρες δηλαδή όπου, ήδη από τα 1920s ακόμα, απλοί άνθρωποι δίχως μουσικές γνώσεις μετασχημάτιζαν παλιές λαϊκές μελωδίες σε άσματα επανάστασης, αλλάζοντας τους στίχους, τον ρυθμό ή/και και τον τρόπο ερμηνείας.
Δεν είναι έτσι αυθαίρετος ο ισχυρισμός ότι, όπου δημιουργήθηκε έντονο ρεύμα τραγουδιών διαμαρτυρίας, πάτησε σε παλαιότερη, αναζωπυρούμενη παράδοση. Οι ρίζες δηλαδή των πιο γνωστών σε μας Pablo Milanés, Silvio Rodríguez και Noel Nicola (Κούβα), Violeta Parra (Χιλή) ή του Daniel Viglietti (Ουρουγουάη) -ακόμα αν θέλετε κι εκείνες του Manu Chao, που τραγούδησε το "Bella Ciao" στις συναυλίες του, καταχειροκροτούμενος από χιλιάδες θαυμαστές– βρίσκονται σε δρώμενα αχαρτογράφητα για όσους δεν έχουν επαφή με την ισπανόφωνη βιβλιογραφία, που εμπίπτουν όμως στο χρονικό φάσμα του παρόντος Sonik τεύχους.
Ένας εγχώριος επίλογος
Η καθ' ημάς παραγωγή καταγγελτικών τραγουδιών δεν θα μπορούσε να μην συγγενεύει με τη διεθνή εμπειρία. Όπως λοιπόν συνέβη στις Η.Π.Α. και στη Λατινική Αμερική, τα λεγόμενα «αντάρτικα» συνδέθηκαν άμεσα με την ελληνική δημοτική παράδοση για να εκφράσουν πρώτα τις ελπίδες όσων Αριστερών αντιτάχθηκαν στο εγχώριο σύστημα ήδη από τον Μεσοπόλεμο και τον ζόφο κατόπιν του Εμφυλίου Πολέμου, αναμέτρηση που ξεκίνησε ήδη κατά τα σκληρά χρόνια της γερμανικής Κατοχής.
Ανάμεσα στα πλέον δημοφιλή παραδείγματα είναι ο "Ύμνος Του Ε.Λ.Α.Σ.", σε στίχους της ποιήτριας Σοφίας Μαυροειδή-Παπαδάκη και μουσική του Νίκου Τσάκωνα (1944), το "Στ' Άρματα, Στ' Άρματα" του ποιητή/δημοσιογράφου Νίκου Καρβούνη (1942) και το αδέσποτο "Στους Αρχηγούς Του Ε.Λ.Α.Σ.", που εξυμνεί τον Στέφανο Σαράφη και τον Άρη Βελουχιώτη. Τέτοια άσματα δεν περιορίστηκαν βέβαια στα βουνά: αποτέλεσαν κατόπιν τη μαγιά σημαντικών τραγουδιών του Μίκη Θεοδωράκη ή δημιουργών σαν τον Πάνο Τζαβέλλα, τα οποία αποτύπωσαν σε μουσική και στίχους τους εργατικούς και αντιπολεμικούς αγώνες, αλλά και τη «φωνή» των καταπιεσμένων κοινωνικών στρωμάτων της χώρας μας.
Όμως και η σημερινή Ελλάδα παρέχει υλικό. Μια βόλτα στις καταλήψεις, στα κοινωνικά στέκια, στα ανεξάρτητα πολιτικοποιημένα φεστιβάλ των ημερών μας, πείθει πως υπάρχει κάτι υπόγειο και παράλληλο με την κοινωνία του θεάματος, το οποίο συνεχίζει ν' ανασαίνει και ν' αναπτύσσεται. Κάτι που έχει πάρει τη σκυτάλη από τον Guthrie και τους υπόλοιπους (ανώνυμους κι επώνυμους) εκπροσώπους των τραγουδιών διαμαρτυρίας των 1930s και 1940s, εξακολουθώντας να ρωτά "Which Side Are You On";
Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην ειδική έκδοση του περιοδικού Sonik, Η μουσική από τα '10s στα '40s, που κυκλοφόρησε το 2016.
Μπορείς να το αποκτήσεις πατώντας εδώ.