Ο,τι κατάφερε ο Spielberg πριν 32 χρόνια με το «Jaws», δηλαδή να μας κάνει να κλάνουμε μέντες στη θέα μιας θάλασσας με κατάμαυρο βυθό, ενδέχεται να κάνει και το «Black Sheep» του νεοζηλανδού Jonathan King: να μην ξαναβάλουμε μάλλινα στη ζωή μας ή να πλησιάσουμε σε ένα χωράφι όπου βόσκει ήσυχο (;) ένα κοπάδι από αμνοερίφια. Γιατί κάποια πρόβατα μπορεί μεν να είναι άσπρα και παχιά της μάνας τους καμάρια, αλλά υπάρχουν και κάποια που ένα πείραμα γενετικής σε συνδυασμό με ένα επικίνδυνο μείγμα τοξικών αποβλήτων τα έχει μετατρέψει σε μηχανές θανάτου καλύτερες από τον «Ανώδυνο» του «Predator». Η μαύρη κωμωδία του King, με τη βοήθεια της εταιρίας Weta Workshops (το μισό μπατζετ σίγουρα έφυγε προς την κατεύθυνση των ειδικών εφε της εν λόγω εταιρίας, υπεύθυνης για τα εφε της τριλογίας του «Άρχοντα των Δακτυλιδιών»), εξελίσσεται σε ένα εξαιρετικά διασκεδαστικό δίωρο «gore-ίλας» και οχετού αίματος που βάφει τους κάμεραμεν, πιτσιλάει την οθόνη και κάνει και το κοινωνικό-οικολογικό σχολιάκι του (με τα βέλη του σκηνοθέτη να στρέφονται ακόμη και ενάντια σε όλους τους ψευτο-οικολόγους της πλάκας που διακηρύσσουν «meat is murder» -sorry Moz). Στις σκηνές του τέλους όπου περίπου 30 άνθρωποι έχουν μολυνθεί από τα δαγκώματα των προβάτων κι έχουν γίνει ζόμπι-Προβατάνθρωποι είναι ορατές οι επιρροές από τον συμπατριώτη του, Peter Jackson της εποχής του «Braindead». Βέβαια, για να λέμε και την αλήθεια, το «Black Sheep» δεν είναι μια ταινία τρόμου per se: το στοιχείο του θρίλερ (όπως το εννοούμε κυριολεκτικά, to be thrilled), δεν υπάρχει, αφού ελάχιστες φορές πετάγεσαι από την καρέκλα σου από τον τρόμο. Αυτός είναι περισσότερο υποβόσκων, αφήνοντας το κανιβαλικό χιούμορ και τα εξίσου κανιβαλικά πρόβατα να σπείρουν το γέλωτα και την θυμηδία ξεριζώνοντας ανθρώπινα έντερα, κόβοντας κεφάλια και σπέρνοντας την Αρρώστια. Θεατρικό όσο πρέπει και εξίσου gonzo σκηνοθετημένο, το «Black Sheep» θα μπορούσε να γυριστεί άνετα sequel, αυτή τη φορά με κεντρικό ήρωα το Κουνέλι-Δολοφόνο από τους «Ιππότες της Ελεεινής Τραπέζης» των Monty Python.
Ζοο δεν είναι –μόνο- ο ζωολογικός κήπος. Στην εγκληματολογία με τον ίδιο όρο προσδιορίζονται και οι κτηνοβάτες, εις εκ των οποίων βρίσκεται στο επίκεντρο της φερώνυμης ταινίας του Robinson Devor. Αντλεί μπόλικο υλικό από ένα πραγματικό γεγονός -στις 2 Ιουλίου 2005 ένας 45χρονος άντρας ονόματι Kenneth Pinyan (όχι τίποτα ψυχάκιας, αλλά «φυσιολογικός» οικογενειάρχης με γυναίκα και παιδί και μια καλή δουλειά στην Boeing) πέθανε από οξεία περιτονίτιδα σε ένα νοσοκομείο του Σιατλ. Η ιατρική γνωμάτευση έδειξε ότι την περιτονίτιδα προκάλεσε το κόλον του που είχε σκιστεί από άκρη σε άκρη «μετά από διείσδυση μεγάλου αντικειμένου στον πρωκτό του». Το «μεγάλο αντικείμενο» που αναζητούσαν οι γιατροί ήταν το πέος ενός αλόγου (που μόνο ως «πέος» δεν το περιγράφεις, αλλά με μια διαφορετική λέξη που καταλήγει σε «–άρα»).
Ο σκηνοθέτης χειρίζεται ένα τέτοιο θέμα-ταμπού (ακόμη και για υπερπροοδευτικές, δυτικές κοινωνίες) με λεπτότητα, χωρίς όμως να παίρνει θέση –όπως ταιριάζει δηλαδή σε κάθε ντοκιμαντερίστα, ακόμη κι αν μέσα στην ταινία του πετάει σπόντες ως προς το τι μπορεί να πρεσβεύει ο ίδιος κατά βάθος. Έτσι, σεβόμενος την μνήμη του νεκρού και την επιθυμία της οικογένειας του, δεν αναφέρει ποτέ στην ταινία το πραγματικό όνομα του θύματος, αποκαλώντας τον «Mr. Hands», αλλά από την άλλη θέτει μια σειρά από ερωτήματα σχετικά με την υποκειμενικότητα της ανθρώπινης ηθικής κάνοντας ένα ταξίδι στο ανθρώπινο υποσυνείδητο. Υποβάλει ερωτήματα –πολλά εκ των οποίων μένουν αναπάντητα- σε τρεις από τους εναπομείναντες συμμετέχοντες στο συμβάν, τραβηγμένα σε ένα υπέροχο ημιφωτισμένο περιβάλλον που δεσπόζει μια κάμερα 16mm και τίποτα άλλο. Οι τρεις αυτοί άνθρωποι μιλούν με ειλικρίνεια και δίχως ίχνος ντροπής για τις σεξουαλικές τους προτιμήσεις, σε σημείο που δεν μπορείς να τους κρίνεις για τις πράξεις τους, παρά μόνο να παρατηρήσεις το πώς οι ηθικές νόρμες έχουν αλλάξει από γενιά σε γενιά και πως κάποιες συμπεριφορές εξοστρακίζονται μέσα στα πλαίσια της «δυτικής» κοινωνίας. Εντέλει, το φιλμ αυτό λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε έναν κόσμο που μας είναι παντελώς άγνωστος, σχεδόν απαγορευμένος και στη δική μας, «προηγμένη» ηθικά κοινωνία.
Το πιο ακανθώδες ερώτημα που θέτει ο σκηνοθέτης είναι «πρέπει η κτηνοβασία να ποινικοποιηθεί με τη δικαιολογία ότι, όταν αυτή συμβαίνει, το ζώο δεν έχει δώσει τη συγκατάθεση του»; Ενώ, λέω τώρα εγώ, όταν οι ιδιοκτήτες οικόσιτων ζωών στειρώνουν τα κατοικίδια τους (ή, για να είμαι πιο ακριβής, τους κόβουν τα αρχίδια) είναι πολύ πιο ευγενικό γιατί τα έχουν ρωτήσει πρώτα: «πες, σκύλε μου, θες να σου αφαιρέσω κάθε προοπτική να δεις χαρά στα σκέλια σου για το υπόλοιπο της ζωής σου;» Η λογική ότι αυτό γίνεται «για να μην σπείρουν γατοσκυλάκια παντού και γεμίσει το σπίτι ζώα να τρέχουν πάνω κάτω» δεν μου αρκεί, αφού και πάλι δεν το ρώτησαν το άμοιρο το ζωντανό αν θα ήθελε να αποκτήσει απογόνους. Άσε το ζώο να φύγει, άσε παράμερα την οποία εγωπάθεια σου να διατηρείς ένα ζώο σπίτι σου είτε για να σου κρατάει παρέα (εγωκεντρισμός Νο1), είτε για να παραμυθιάζεις τον κόσμο ότι διαθέτεις φιλοζωικά αισθήματα (εγωκεντρισμός Νο2) και μην του στερείς την γενετήσια αξιοπρέπεια του –η οποία είναι ποινικώς κολάσιμη σε ανθρώπινη κλίμακα. Οπότε για ποια δικαιοσύνη μιλάμε; Αν πάλι εσείς ξέρετε ένα οποιοδήποτε ζώο στον πλανήτη που να έχει δώσει τη συγκατάθεση του ώστε να παραμένει κλεισμένο σε ένα σπίτι, να το τρέχει ο ιδιοκτήτης του σε γελοία καλλιστεία κι επιδείξεις και να υφίσταται ταπεινώσεις όπως η στείρωση, να μου το δείξετε κι εγώ θα σας ζητήσω συγγνώμη. Μέχρι τότε όμως καλό είναι να ξεδιαλύνουμε λίγο τα όρια μεταξύ φιλοζωίας και υποκρισίας. Και να απολαύσουμε ένα πραγματικά σπουδαίο ντοκιμαντέρ σχετικά με κάθε λογής απόκληρους κι outsiders, σαν κι αυτούς που συναντώνται σε αφθονία και στα δικά μας μέρη.