Πίσω στο μακρινό πλέον 2004, οι ήχοι των πρώτων κιόλας δευτερολέπτων του Funeral δεν αποτελούσαν ακριβώς ένα άκουσμα καθημερινό, δεν συμβάδιζαν ιδιαίτερα με κάποια νόρμα της εποχής.

Μιλάμε για μια περίοδο κατά την οποία η ανεξάρτητη σκηνή, κουρασμένη –αλλά και κορεσμένη– από τα απόνερα των 1990s και αδυνατώντας να εξελίξει τη rock παρακαταθήκη του 20ου αιώνα με τρόπο καινοτόμο, είχε βρει διεξόδους σε αναβιωτικές λογικές· αρχής γενομένης από το 2001 και το ντεμπούτο των Strokes. Το garage rock revival της νεοϋορκέζικης μπάντας, η οποία ακόμα μεσουρανούσε, μαζί με τους συγγενικούς ήχους των Yeah Yeah Yeahs και την αναβίωση του post-punk της οποίας ηγούνταν οι Interpol και οι Libertines (από Αμερική και Βρετανία αντίστοιχα), έθεσαν το πλαίσιο στο οποίο θα κινούνταν στην πλειονότητά της η indie βιομηχανία για τα χρόνια που θα ακολουθούσαν, μέχρι και το τέλος της δεκαετίας.

Σε αυτό το πλαίσιο –και υπό την απόλυτη κυριαρχία της κιθάρας– το 2004 έδωσε μια σειρά από πρωτοεμφανιζόμενα ονόματα που άφησαν το στίγμα τους στην ταυτότητα της δεκαετίας. Ήταν η χρονιά που κυκλοφόρησε το ντεμπούτο των Killers, εκείνο των Kasabian, αλλά και το ομώνυμο των Franz Ferdinand. Το καθένα με το δικό του ηχόχρωμα, όλα τους όμως απόλυτα εναρμονισμένα με τους ρυθμούς στους οποίους χόρευε η αγορά.

Αλλά το Funeral των Arcade Fire, που θα κυκλοφορούσε στις 14 Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς –αργότερα από όλα τα προαναφερθέντα άλμπουμ– ήταν αισθητά διαφοροποιημένο, σε βαθμό που η γενικόλογη «indie rock» ταμπέλα έμοιαζε να χρειάζεται επέκταση για να το χωρέσει. Ήδη από τα πρώτα δευτερόλεπτα του εναρκτήριου “Neighborhood #1 (Tunnels)”, για να επανέλθουμε στην εισαγωγή του άρθρου, ακούγεται ένα επιβλητικό εκκλησιαστικό όργανο, ένα πιάνο που μοιάζει βγαλμένο από τα προπολεμικά χρόνια, ένα βιολοντσέλο το οποίο ηχεί μακάβριο και δυσοίωνο, ένα βιολί που παρατείνει μια ψηλή νότα στα όρια του φάλτσου και ένα δεύτερο πιάνο, που παίζει τη βασική μελωδία ταυτόχρονα με μια ηλεκτρική κιθάρα· για να ακολουθήσουν τα αντισυμβατικά φωνητικά του Will Butler, ταλαντευόμενα ανάμεσα στον λυγμό και στην οργή.

Είναι μια εισαγωγή που δίνει τον τόνο ενός δίσκου πλούσιου σε ενορχηστρώσεις, οι οποίες απείχαν παρασάγγας από το πολυφορεμένο «κιθάρα 1 - κιθάρα 2 - μπάσο - τύμπανα» (μέχρι και το ντεμοντέ ακορντεόν επιστράτευαν), αξιοποιώντας παράλληλα την ανθρώπινη φωνή με τρόπους αντισυμβατικούς για τα τότε δεδομένα του indie rock. Πέρα από την ιδιομορφία των εύθραυστων ερμηνειών του Will Butler, ξεχώριζαν οι σποραδικές «παρεμβάσεις» της Régine Chassagne, καθώς και τα χορωδιακά φωνητικά. Ακόμα δε και στιχουργικά, η προσέγγιση των Arcade Fire δεν είχε καμία σχέση με το ύφος των υπόλοιπων δίσκων της τότε σκηνής.

Το Funeral δεν είχε την πρόθεση να αναδείξει «τη νέα cool μπάντα», ούτε να μιλήσει για διαπροσωπικά ναυάγια, θλιμμένες εφηβείες και bandlife αλητείες. Ήταν ένας ορμητικός χείμαρρος συναισθηματικής κάθαρσης, ο οποίος πήγαζε από λιγότερο προφανείς τραγωδίες και πάντα χρησιμοποιούσε αλληγορίες και εικονοπλασίες για να φτάσει στον δέκτη. Ήταν ένας δίσκος που υμνούσε την παιδικότητα (“Wake Up”), προσέγγιζε την εσωτερική αποξένωση παρομοιάζοντάς τη με διακοπή ρεύματος (“Neighborhood #3 (Power Out)”), χρησιμοποιούσε τη μεταφορά του πίσω καθίσματος για να σχολιάσει τα παιδιά που ποτέ δεν κατάφεραν να πάρουν τα ηνία της ζωής τους στα χέρια τους (“In The Backseat”) και παρομοίαζε τον αποστάτη γιο που έφυγε από το σπίτι με τη Laika –τον σκύλο που έστειλαν οι Ρώσοι στο Διάστημα, γνωρίζοντας πως δεν θα επιβιώσει ("Neighborhood #2 (Laika)”).

Μέσα στη διαφορετικότητά του, το Funeral υπήρξε ένα σοκ για το ανεξάρτητο στερέωμα, το οποίο μπορεί να μην έφερε στους Arcade Fire τη mainstream αναγνώριση (αυτή θα ερχόταν 6 χρόνια αργότερα με το The Suburbs και το Grammy για τον δίσκο της χρονιάς), είχε όμως αντίκτυπο σε πολλά επίπεδα: έγινε ο πρώτος δίσκος της Merge Records που κατάφερε να μπει στο top200 του Billboard –κάτι που ούτε οι Neutral Milk Hotel με το In The Aeroplane Over The Sea δεν είχαν πετύχει– γνώρισε τεράστια καταξίωση από Τύπο και επιφανή ονόματα (το Pitchfork έδωσε το σπανιότατο 9.7/10 στην κριτική του, ενώ ο David Bowie τους έπλεξε το εγκώμιο και έπαιξε μαζί τους στο Radio City Music Hall της Νέας Υόρκης) και επηρέασε υπόγεια πολλούς από τους μουσικούς που θα εμφανίζονταν τα επόμενα χρόνια. Aρκεί μόνο να μελετήσει κανείς την όλη συζήτηση για την πατρότητα του "Millennial Whoop".

Με την έλευση και την πάροδο της νέας δεκαετίας, οι Arcade Fire σταδιακά μετεξελίχθηκαν σε μια εντελώς διαφορετική μπάντα, οι μουσικές τάσεις άλλαξαν αρκετά, το indie rock έχασε μεγάλο μέρος της αίγλης που απολάμβανε στα 2000s· αλλά, 20 χρόνια μετά, η υπόληψη του Funeral ως ένας από τους πλέον αριστουργηματικούς δίσκους του 21ου αιώνα στέκει ακλόνητη. Και δεν είναι ούτε η επιτυχία που σημείωσε, ούτε η ηχητική του διαφοροποίηση από τα στάνταρ της εποχής, ούτε η επιδραστικότητά του που έπαιξαν τον καθοριστικό ρόλο σε αυτό: η επιτυχία αποτελεί συνθήκη παροδική, ο ήχος του έχει προ πολλού ξεπεραστεί ως παρωχημένος, ενώ η επιδραστικότητα δεν συνεπάγεται απαραίτητα και την απόλαυση της ακρόασης, πόσο μάλλον σε τόσο μεταγενέστερο χρόνο. 

Είναι κάτι το πιο ουσιώδες αυτό που καθιστά σήμερα –και θα καθιστά– την ακρόαση του Funeral καθηλωτική, πάνω και πέρα από τις ιστορικές καταγραφές και τις αναλύσεις περί σπουδαιότητας που εμείς οι του μουσικού Τύπου θέλουμε να κάνουμε. Είναι αυτό που διαχρονικά αποτελεί την πεμπτουσία της τραγουδοποιίας, ανεξάρτητα από ρεύματα και τάσεις. Εκείνο το ένζυμο που κάνει τις μελωδίες άχρονες και άφθαρτες, η γραφή που δίνει στους στίχους ανεξάντλητα επίπεδα, η μυστήρια έμπνευση, η οποία αγκυροβολεί στο ασυνείδητο μια για πάντα. Μη ρωτήσετε τι είναι, είναι αδύνατον να αποτυπωθεί σε λέξεις. Το Funeral πάντως το έχει.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured