* προσαρμοσμένη αναδημοσίευση άρθρου που πρωτοδημοσιεύτηκε στο τεύχος 80 του περιοδικού Sonik
Η 4AD εγγράφηκε στο βρετανικό μητρώο εταιριών κάπου εκεί πάνω στη στροφή από τη δεκαετία του 1970 προς το 1980, από δύο εργαζόμενους της (και εταιρίας και δισκοπωλείου) Beggars Banquet, τον Ivo Watts-Russell και τον Peter Kent (το όνειρο του κάθε υπαλλήλου, ε;). Αρχικά τη βάφτισαν Axis, όμως μια άλλη εταιρεία είχε ήδη καπαρώσει αυτό το όνομα, οπότε η αλλαγή του ήταν νομικά επιτακτική. Από μια σύμπτωση και ένα παιχνίδι έμπνευσης του γραφίστα σε ένα διαφημιστικό flyer, βρέθηκε η λύση που τελικά θα έγραφε την ιστορία. Ε, τον μύθο ήθελα να πω...
1980 FORWARD.
1980 FWD
1984 AD
4AD
Ιερογλυφικά, ...Γραμμική Β για τους αμύητους, μυστικός κώδικας για τους υποψιασμένους, τα σύμβολα αυτά και οι γραφιστικές δημιουργίες του Vaughan Oliver και της ομάδας του –της περίφημης 23 Envelope– θα σφραγίσουν μερικές από τις πιο εκλεκτικές μουσικές των επόμενων ετών. Εφαρμόζοντας το κολάζ με «αναρχική» χρήση των τυπογραφικών στοιχείων και ιδιάζουσες γραμματοσειρές, κατάφερε να οπτικοποιήσει τα μουσικά οράματα των καλλιτεχνών της 4AD. Αναδεικνύοντας το εξώφυλλο από χειροτεχνία σε τέχνη, σε μια αξεδιάλυτη ενότητα φόρμας και περιεχόμενου, για να το θέσουμε ελαφρώς πιο «διανοουμενίστικα».
Μοιραίο ήταν λοιπόν οι κυκλοφορίες της 4AD να καταστούν με τον χρόνο ένα είδος φετίχ των μουσικόφιλων και των συλλεκτών (αυτές οι δύο ιδιότητες δεν ταυτίζονται αναγκαστικά!). Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το μυθικό ξύλινο κουτί της συλλογής Lonely Ιs Αn Eyesore (1987), το οποίο βρήκε τον δρόμο του ακόμη και για τις προθήκες μουσείου –αν βέβαια κάτι τέτοιο συνιστά επικύρωση– και ακόμη ξαλαφρώνει επίδοξους τραπεζικούς λογαριασμούς, όταν κάποιο από τα 100 κομμάτια του εμφανιστεί στην αγορά.
Αρχικά η εταιρεία προοριζόταν να λειτουργήσει ως ένα είδος «τσικό» της μητρικής εταιρείας, εκεί όπου θα «ψήνονταν» τα ταλέντα πριν «αναβαθμιστούν» στη βασική ομάδα. Ο Watts-Russell, όμως, δεν αρκέστηκε σε αυτήν τη ταπεινή και ασφαλώς περιοριστική συνθήκη: αγόρασε το μερίδιο του συνεργάτη του και τελικά στάθηκε στα πόδια του ανεξάρτητος. «Κάντο μόνος σου» όπως επέτασσε και το πνεύμα των καιρών, επηρεασμένο από τα απόνερα του πανκ. Ανεξαρτησία, ανεξαρτησία, κάποιος όμως πρέπει να φέρει τα λεφτά στο ...σπίτι. Κι αν, σε μια μοναδική συναστρία τύχης, ο Mike Oldfield με τα «σωληνωτά του πεδία» φρόντισε για τη μακρόχρονη χρηματοδότηση της Virgin, τον ρόλο αυτόν στην 4AD έπαιξαν αρχικά οι Bauhaus και αργότερα οι Dead Can Dance· το μακράν πιο μοσχοπουλημένο όνομα του καταλόγου της.
Αξίζει στο σημείο αυτό να κάνουμε λίγα βήματα πίσω και να εξετάσουμε τη μεγάλη εικόνα, το ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο. Γιατί η 4AD ήταν προϊόν της εποχής που τη γέννησε (αυτονόητο ακούγεται; εκ των υστέρων ασφαλώς!) Για να θυμηθούμε, λοιπόν: αχ, τα 1980s! Ωραία χρόνια... Ο λαϊκισμός και ο ευδαιμονισμός δεν είχαν αφήσει απρόσβλητη καμία έκφανση της ζωής, από την πολιτική έως και την τέχνη. Άνοιγες το ραδιόφωνο, τα charts που ακόμη έπαιζαν καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση του συλλογικού γούστου ήταν κατειλημμένα από την πλέον φθηνή και κακόγουστη ποπ για τον λαό. Παρολ’ αυτά, κυρίως όμως νομίζω «γι’ αυτά», σαν μια αντίδραση στη δράση (αν θέλουμε να το δούμε από τη σκοπιά της Φυσικής), σαν αντίθεση στη θέση (αν θέλουμε να το δούμε από τη σκοπιά της διαλεκτικής), στα 1980s άνθισε ένα σφύζουσας δημιουργικότητας underground και μια πλειάδα από υποκουλτούρες, οι οποίες έως και σήμερα καθορίζουν τη μορφή και την πορεία της μουσικής.
Από την άλλη, η οικτρή αποτυχία των συλλογικών οραμάτων των εκδρομέων του 1960 (ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι δικό τους δημιούργημα ήταν και η Μάργκαρετ Θάτσερ και ο Ρόναλντ Ρέιγκαν), επέφερε μια στροφή προς την ατομικότητα, προς τον εσωτερικό εαυτό και τις παραμελημένες ανάγκες του. Καλή κι η επανάσταση, αλλά υπάρχει και η μοναξιά, η αβάσταχτη ...βαρύτητα του είναι. Η ανάδειξη κι επέκταση μελανόηχων μουσικών ιδιωμάτων, όπως το gothic ή το dark wave, ήταν λοιπόν μια έκφραση αυτής ακριβώς της νέας τάσης. Και η 4AD αποτέλεσε ίσως την αισθητική της κορύφωση.
Προσοχή εδώ όμως, γιατί ελλοχεύει κίνδυνος ισοπεδωτικής απλούστευσης. Αυτό που είθισται να αποκαλείται στη σκυταλοδρομία των μουσικοκριτικών κοινοτοπιών «αιθέριος ήχος της 4AD», στην πραγματικότητα παραπέμπει σε δύο κυρίως σχήματα της εταιρείας, τους Dead Can Dance και τους Cocteau Twins, αλλά και στους δίσκους όπου έβαλε το χεράκι του ως παραγωγός το αφεντικό: τους This Mortal Coil φυσικά και την προσωπική μου προτίμηση, εκείνη τη συγκλονιστική δουλειά (τυπικά remix) στο “L’ Esclave Endormi”, με τη φωνή του Richenel να ανεβοκατεβαίνει ανατριχιαστικά τις οκτάβες.
Από εκεί και πέρα, οι μουσικοί ορίζοντες ήταν ανοιχτοί και τα ...σκυλιά της προκατάληψης δεμένα. Θυμάστε την Axis που λέγαμε στην αρχή; 4 δισκάκια πρόλαβε να κυκλοφορήσει, εκ των οποίων 2 θα τα χαρακτηρίζαμε με σύγχρονους όρους minimal wave (The Fast Set, Shox), το τρίτο άγγιζε την ψυχεδέλεια (Bearz) και το τέταρτο ήταν Bauhaus. Goth οι Bauhaus; Μην το πείτε αυτό από κοντά ούτε στον Peter Murphy, ούτε στον Daniel Ash…
Τα επόμενα χρόνια της δεκαετίας, η 4AD θα ακολουθήσει μια εξίσου εκλεκτική και πλατιά διευρυμένη πορεία. Αν πάντως δοκιμάζαμε να εφαρμόσουμε την παραπάνω «προκρούστεια» αντίληψη, θα αφήναμε εκτός πεδίου έναν σωρό καλούδια: Τους εστέτ ambient ηλεκτρονικούς βόμβους των (εκ Wire προερχόμενων) Bruce C. Gilbert & Graham Lewis ή Cupol. Τους Dif Juz, για τους οποίους δεν υπήρχε ακόμη στο λεξιλόγιο η έννοια του post-rock, ώστε να τους περιγράψει. Την κολεγιακή αμεσότητα του ροκ των Throwing Muses. Τους Pixies (άνευ σχολίου). Τους Colourbox και την ιδιαίτερη, σχεδόν ανένταχτη ματιά τους πάνω στην ηλεκτρονική έκφραση. Το μυστήριο των Βουλγαρικών Φωνών. Τη γκρούβα των Wolfgang Press. Το αδικαίωτο post-punk των Rema Rema, τους οποίους μάθαμε στα μέρη μας από τη συλλογή Dark Paths, ειδική έκδοση της WEA για την Ελλάδα με ένα (χμμμ…) ελαφρώς ακαλαίσθητο εξώφυλλο. Και πού να κατατάξουμε το Pump Up The Volume των M|A|R|R|S (σύμπραξη ουσιαστικά Colourbox και A. R. Kane), το οποίο (σύμπτωση; ικανότητα;) κάθισε πάνω στο κύμα του house, που ήδη έβραζε υπογείως και έφτασε να γίνει παγκόσμιο σουξέ;
Κάπως έτσι, χωρίς συρματοπλέγματα στο γούστο, χωρίς τον φόβο της αποτυχίας (το πραγματικό κλειδί της επιτυχίας;) και με ένα (σχεδόν) αλάθητο ένστικτο για ιδιαίτερες μουσικές, η 4AD εμπέδωσε μια σχέση εμπιστοσύνης με τον ακροατή-πελάτη. Ουσιαστικά παρόμοια με εκείνη που μπορεί να έχεις με τον δικό σου ψαρά ή παραγωγό στη λαϊκή, εκείνη που σε κάνει να αισθάνεσαι ότι σου διάλεξε το πελαγίσιο το φαγκρί, το καλύτερο ματσάκι μαϊντανό (κι ας μην είναι πάντοτε!). Πόσοι από εμάς δεν αγοράσαμε εκείνα τα χρόνια δίσκους μόνο και μόνο για το όνομα 4AD στην ούγια; Ελάχιστες φορές μετανιώσαμε...
Στη συλλογική μνήμη, η 4AD θα είναι πάντοτε αυτή των 1980s, παρόλο που συνέχισε με δυναμισμό και δυναμικό και στη δεκαετία του 1990. Τότε τουλάχιστον βρέθηκε στην ακμή της (αν θέλουμε διαβάσουμε την ιστορία μέσα από το σχήμα ακμής-παρακμής), τότε οι κυκλοφορίες της είχαν παρεμβατική δύναμη στο μουσικό γίγνεσθαι, διαμορφώνοντας τάσεις και ρεύματα, με τις περισσότερες να μην έχουν θαμπώσει με το πέρασμα του καιρού. Και αναρωτιέμαι, τελικά, μήπως είναι πιο τίμιο να αλλάζει όνομα ένα μαγαζί, όταν αλλάζει ο ιδιοκτήτης; Είτε μιλάμε για σουβλατζίδικο, είτε για καλλιτεχνική συλλογικότητα...
10 δίσκοι σε χρονολογική σειρά
Bauhaus: In Τhe Flat Field [1980]
Οι Bauhaus ποτέ δεν υπήρξαν σπουδαίοι στα άλμπουμ τους. Πόσο μάλλον σε αυτό το ντεμπούτο, όπου ακούγονται ερασιτεχνικά ακατέργαστοι (η παραγωγή ήταν δική τους), με μοιραίο αποτέλεσμα ο μουσικός Τύπος της εποχής να τους υποδεχτεί με το φτυάρι ανά χείρας.
Το γεγονός ότι αυτός ο δίσκος έγινε αφορμή για τη μετέπειτα στρατολόγηση πλείστων γοτθικών ταξιαρχιών του σκότους, αλλά και έμβλημα μιας ολόκληρης σκηνής, αναιρεί σε ιστορική προοπτική κάθε τέτοια συγκαιρινή κρίση. Το ακόμη πιο αξιοπερίεργο γεγονός ότι οι ίδιοι δεν είχαν καμία τέτοια πρόθεση (τις glam περσόνες του David Bowie είχαν ως πρότυπο, τη dub ρυθμολογία ως μήτρα) αποδεικνύει ότι η Ιστορία πιθανώς διαθέτει ένα είδος αιρετικού και βιτριολικού χιούμορ...
The Birthday Party: Prayers Οn Fire [1981]
Τα παιδιά της διπλανής πόρτας (Nick Cave, Rowland S. Howard, Mick Harvey & Tracy Pew) ενηλικιώθηκαν πια, αλκοόλ και ηρωίνη, άγχος, πάθος και νεανική vis vitalis θα εκφραστούν σε τούτη την προκλητική, αφόρητα διεστραμμένη και αχαλίνωτη μετάλλαξη-ανανέωση του πνεύματος των blues.
Πάνω στα αποκαΐδια αυτού του πρώιμου εαυτού του θα βασίσει ο Cave την κατοπινή πορεία του, με θρήνο, νοσταλγία και θρησκευτική ενδοσκόπηση. Όλη αυτή την πλούσια «κακή σπορά» έμελλε πάντως να τη θερίσει η Mute, τα επόμενα χρόνια...
Modern English: Mesh & Lace [1981]
Ταπεινή συμβολή προς διάφορα σύγχρονα γκρουπίδια, ιντερπολίδια και λοιπά ανθυπομιμίδια. Αφήστε και λίγο –νισάφι πια– τους Joy Division, τους Echo & The Bunnymen και τα λοιπά, γνωστά προαπαιτούμενα «μαθήματα». Αν τολμάτε, πλησιάστε και κατά εδώ.
Δεν σας υπόσχομαι βέβαια ότι υπάρχει έξοδος κινδύνου από τούτο τον σκοτεινό εφιαλτικό λαβύρινθο. Ούτε καν οι ίδιοι οι Modern English το άντεξαν, στη συνέχεια το έριξαν (κατανοητά!) στην ανώδυνη χαρωπή ποπ. Δίσκος ισάξιας δυναμικής με ένα Unknown Pleasures, χωρίς τη σκιά της απονενοημένης εξόδου...
X-Mal Deutschland: Fetisch [1983]
Τους (ή και τις, έναν άντρα τυμπανιστή είχαν μόνο) ανακάλυψε ο ίδιος ο Watts-Russell στη ...μουσικομάνα πόλη του Αμβούργου, εντυπωσιασμένος προφανώς από τα τραχιά τους live.
Τούτη η τραχύτητα αποτυπώθηκε (αν και κάπως εξευγενισμένη) στα αυλάκια του δίσκου: ανελέητες κιθάρες-ξυράφια, υποβλητικά πλήκτρα, φωνητικά όπου νομίζεις ότι τραγουδάει μια ορδή μαινόμενων και ατίθασων αμαζόνων. Το αριστούργημα τους θα είναι το Viva, τέσσερα χρόνια μετά, αλλά, φευ, εκτός 4AD...
This Mortal Coil: It'll End Ιn Tears [1984]
Αυτό είναι που λέμε «κάντε στην άκρη να σας δείξει το αφεντικό πως γίνεται η δουλειά». Ο Ivo Watts-Russell μαζεύει τους καλύτερους από το ρόστερ της εταιρείας, στέλνει προσκλήσεις σε εκλεκτούς συνοδοιπόρους (με προεξάρχοντα τον Howard Devoto και ιδιαίτερη συμμετοχή τον Gordon Sharpe των Cindytalk), και με τη βοήθειά τους υλοποιεί τη μουσική που είχε στο κεφάλι του.
Σκοτεινή πλην όχι ζοφερή ατμόσφαιρα, κενοί χώροι, η σιωπή σαν όργανο και φορέας συναισθημάτων, ανασκαφές στο παρελθόν και εκλεκτικές μεταμορφώσεις. Δίσκος που ακόμη στέκει ανοξείδωτος...
Cocteau Twins: Treasure [1984]
Δίσκος από εκείνους που σε αναγκάζουν να εξασκήσεις το (αμφίβολο) λογοτεχνικό σου ταλέντο στις μεταφορές, στις παρομοιώσεις και στην επιθετική λεξιπλασία. Η ομορφιά παρολ’ αυτά παραμένει μια έννοια ακατανόητη, άπιαστη και απερίγραπτη.
Ένας νυχτερινός νεραϊδόκοσμος, με πρωταγωνίστριες τη “Lorelei” που πνίγηκε στον Ρήνο, τη λεπτεπίλεπτη “Amelia”, την αισθησιακή “Pandora” αλλά και κάποιον/α ...”Ivo”. Ένας κόσμος στημένος με τη γενναιόδωρη χρήση του reverb και του drum machine, το υποβλητικό μπάσο και τη Liz Fraser να τραγουδάει σε γλωσσολαλική έκσταση. Για να μιλήσουμε και ...μουσικοκριτικά, το μισό shoegaze, εδώ έχει τα θεμέλιά του...
Clan Οf Xymox: Medusa [1986]
Μια λιτή αλλά πλούσια σε συνειρμούς πετρωμένη μορφή που παραπέμπει στη μυθολογική Μέδουσα (από τα αγαπημένα μου εξώφυλλα της v23), μας εισάγει στο έργο ενός ολλανδικού clan· μια μεταιχμιακή σύνθεση ηλεκτρονικού ρομαντισμού και κλασάτης γοτθικής ποπ.
Στη θέση αυτή θα μπορούσε κάλλιστα βέβαια να βρίσκεται το κομψοτέχνημα του Pieter Nooten σε συνεργασία με τον Michael Brook Sleeps With The Fishes (1987), όπου πολλές από τις μελωδίες του Medusa ξαναϋφαίνονται με απαράμιλλη ambient τεχνοτροπία. Η ακατάσχετη παρακμή των Clan Of Xymox τα τελευταία ...20 χρόνια είναι και μια έμμεση απόδειξη της πραγματικής, αναντικατάστατης συνεισφοράς του Nooten στον ήχο του συγκροτήματος (αποχώρησε το 1991).
Bulgarian State Radio & Television Female Vocal Choir: Le Mystère Des Voix Bulgares [1975/1986]
Άρωμα ενός μακρινού παρελθόντος, μιας κοινής βαλκανικής ρίζας, οθωμανικής, σλαβικής και ελληνικής, διόλου εθνικά ορθής για τα περιχαρακωμένα πίσω από σύνορα μυαλά.
Κυκλοφορία ενδεικτική της ανοιχτής νοοτροπίας που ήθελε να καλλιεργήσει ο Ivo Watts-Russell, πρόκειται στην πραγματικότητα για επανέκδοση μιας δουλειάς που είχε πρωτοπαρουσιάσει ο Ελβετός εθνομουσικολόγος Marcel Cellier το 1975. Μικρές μουσικές καθημερινές ιστορίες: όλα ξεκίνησαν από μια κασέτα που του έδωσε ο Peter Murphy...
Dead Can Dance: Within The Realm Of A Dying Sun [1987]
Στέκεται λίγο μπερδεμένος, λίγο χαμένος και κατάκοπος από την περιπλάνηση σε τούτη τη νεκρά πολιτεία. Στενά, βαθύσκιωτα δρομάκια, πέτρα φαγωμένη από τον καιρό, μάταιη αναζήτηση αιωνιότητας, χαμένη μάχη απέναντι στη λήθη, απεικόνιση της θλίψης.
Ο πολύς κόσμος συρρέει προς τον τάφο του όμορφου, του αιώνια νέου. Αυτός όμως μένει μπροστά στην τελευταία κατοικία ενός Gάλλου πολιτικού του προπερασμένου αιώνα, του François-Vincent Raspail. Ένα φάντασμα απλώνει το χέρι προς το παράθυρο ενός κελιού. Προσπαθεί να καταλάβει... Έτσι νομίζει... Κι ας μην πιστεύει σε κανενός είδους Ανάσταση...
The Pixies: Doolittle [1988]
Το Σηάτλ πριν (αν και τούτοι ήταν από την αντιδιαμετρική Βοστώνη)... Έτσι συμβαίνει, είναι οι επίγονοι οι οποίοι δίνουν ιστορικά προστιθέμενη αξία σε ένα έργο τέχνης, όχι μόνο η καλλιτεχνική του αυταξία.
Ιδιαίτεροι στίχοι, πανέξυπνα σχήματα στην κιθάρα, καταιγιστικά ξεσπάσματα και ηρεμιστικά ξέφωτα, το σιγά-σιγά εξαντλούμενο σχήμα κιθάρα-μπάσο-ντραμς μοιάζει να πλησιάζει στα όριά του. Από κάτι τύπους μάλιστα οι οποίοι δεν είχαν καμία απολύτως σχέση με το στερεότυπο του «ροκά».
{youtube}GDs8p_07ocI{/youtube}