Οι αμέτρητες ερμηνείες που άφησε πίσω της η Billie Holiday, δεν καταχωνιάστηκαν ποτέ στα σκονισμένα ράφια της μουσικής αρχαιολογίας. Για κάποιον λόγο, η φωνή της δεν έπαψε ποτέ να αναπνέει και να συγκινεί· οι ραγάδες του χρόνου, δεν την απαξίωσαν.
Έχουν περάσει 6 δεκαετίες από τον θάνατο της «κυρίας» των μπλουζ. Και η μουσική της στέκει ακόμη κόντρα σε οποιοδήποτε κλισέ επιβάλλει τη soul ως αισθαντικό αξεσουάρ για ερωτικά πάθη, αλλά και κόντρα σε οποιοδήποτε στυλιζαρισμένο στερεότυπο που εγκλωβίζει την τζαζ σε αρχέτυπα «μοιραίων» που ασκούν γοητεία. Το πονεμένο μα τρυφερό στυλ της θρυλικής τραγουδίστριας ήταν τόσο αυθεντικά βαθύ, ώστε σφράγισε μία για πάντα και τα μπλουζ και την τζαζ. Τι ήταν όμως αυτό που έκανε τη Billie Holiday να ξεχωρίσει από τους εκατοντάδες εκφραστές του R’n’B, από τις βασανισμένες νότιες Πολιτείες, μέχρι την πάντα ανήσυχη Δυτική ακτή;
Το στυλ και η έκφραση
Η Billie Holiday δεν ακουγόταν ποτέ θυμωμένη και δεν ακολούθησε τη gospel παράδοση των Big Mamas, οι οποίες τραγουδούσαν συνοφρυωμένες και με τον πλάστη στο χέρι. Δεν ακουγόταν ποτέ έντονη, παράλογη ή σοβαρή. Ακουγόταν πάντα ήπια και ευθύβολη, σαν να έλεγε αναπόφευκτες αλήθειες. Ξεστόμιζε τις λέξεις σαν να είχαν ειδική σημασία, όχι σαν απλούς στίχους. Εκεί λοιπόν που οι ντίβες στόχευαν στη σαγήνη του ακροατή, εκείνη του «απευθυνόταν». Πάνω απ’ όλα όμως, είχε βιώσει οτιδήποτε τραγουδούσε.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, οι ηχογραφήσεις της είχαν περιοριστεί σημαντικά. Ο δίσκος Lady In Satin (1958) κατάφερε πάντως να σημειώσει καλλιτεχνική επιτυχία, παρόλο που η Holiday είχε φτάσει σε σημείο να καταναλώνει απίστευτες ποσότητες αλκοόλ στο στούντιο. Οι τραγωδίες της σύντομης ζωής της και τα αδικαίωτα αισθήματα, θα έβρισκαν τρόπο να φανούν μέσα από τα αυλάκια του δίσκου.
Υπάρχουν δύο στιγμές στην ιστορία της που σηματοδοτούν συμβολικά την αρχή και το τέλος της ταραγμένης της πορείας. Η πρώτη είναι η εμφάνισή της σε ένα μικρού μήκους φιλμ του Duke Ellington, το Symphony In Black (1935). Ο τρόπος με τον οποίον εκφέρει τα λόγια «Ι’ve Got Those Lost My Man Blues» στο παραπονιάρικο “Saddest Tale”, είναι μαγικός. Εκεί φάνηκε η ικανότητα της αυτοδίδακτης ερμηνεύτριας σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια. Και πρώτη φορά έλαμψε αυτό το χαδιάρικο νιαούρισμα της φωνής, που κουβαλούσε όλο το παράπονο και την αδικία του ντουνιά, αλλά και μια αλάνθαστη αίσθηση ρυθμού και χρονισμού.
{youtube}VG1hUH3zmhk{/youtube}
Στον αντίποδα αυτής της ερμηνείας, 25 χρόνια αργότερα, συναντάμε το ναδίρ της Lady Day. To άλμπουμ Last Recording ηχογραφήθηκε 3 μήνες πριν τον άδοξο θάνατό της (1959). Εκεί, προσπάθησε να ακουστεί σαν θηλυκός Frank Sinatra –και το αποτέλεσμα υπήρξε αποκαρδιωτικό. Στο αντίστοιχο παραπονιάρικο μπλουζ, το "You Took Advantage Of Me", η τζαζ ντίβα παράπαιε τραγουδώντας για το αρσενικό που την τυραννούσε. Όντως, στην ηχογράφηση σχεδόν την ακούς να τρεκλίζει, μη μπορώντας να ελέγξει τη φωνή της.
{youtube}nVuDD0tlO94{/youtube}
Ανάμεσα στις δυο αυτές ηχογραφήσεις μεσολαβεί ένα 25ετές δισκογραφικό κουβάρι από μετριοπαθή jazz standards, ζωντανές ηχογραφήσεις που τρυπάνε το ηχείο με τη δύναμή τους, γόνιμες συνεργασίες και τραγούδια τα οποία χαρακτήρισαν όχι μόνο την εποχή και τη γενιά τους, αλλά και τον περασμένο αιώνα συνολικά –όπως το "Strange Fruit". Ο αντιρατσιστικός ύμνος οργής, με τον αμίμητο τρόπο με τον οποίον ερμηνεύτηκε από τη Lady Day (και με τη διαχρονικότητα της ήπιας μελωδίας), θα μας θυμίζει πάντα ότι η τζαζ δεν ανήκει σε λευκά, προνομιούχα παιδιά που σαγηνεύονται από τη vintage αισθητική των speakeasy και τη νυχτερινή καταστροφή του αλκοόλ.
{youtube}Web007rzSOI{/youtube}
Η τζαζ δεν μπορεί –και ίσως δεν πρέπει– να αποκοπεί από ιστορίες για λιντσαρίσματα μαύρων και από το τραύμα της φυλετικής βίας. Η καρδιά της αγνής τζαζ και των αληθινών μπλουζ βρίσκεται σε επαφή με τη βία των μαστροπών, με τα μπορντέλα του αμερικάνικου Νότου, με τον τζόγο στις γειτονιές, αλλά και με την ηρωίνη που τόσο πολύ αγαπήθηκε από τις αυθεντικές ιδιοφυΐες του είδους. Το "Strange Fruit" σε νανουρίζει λοιπόν στο βελούδινο υπόστρωμά του και σου ψιθυρίζει αισθαντικά στο αυτί τις πιο φριχτές αλήθειες που το έθρεψαν. Μόνο η Billie Holiday μπορούσε να χωρέσει σε γήινες νότες το βουβό κλάμα αυτού του τραγουδιού, χωρίς να επιτρέψει να φανεί ίχνος οργής στη φωνή της.
Αλήθειες και ψέματα μιας ταραγμένης ζωής
Πριν από 5 δεκαετίες, η Lady Day έχασε τη μάχη με τη ζωή καθώς διαγνώστηκε με κίρρωση του ήπατος. Ήταν μόλις 44 ετών, ενώ η μάχη της με τον αλκοολισμό και τα σκληρά ναρκωτικά κρατούσε ήδη πολλά χρόνια.
Η αλήθεια είναι πως η Billie Holiday δεν αντιμετωπίστηκε με προσοχή και με αγάπη από τους ερευνητές της μουσικής ιστορίας. Οι περισσότεροι έψαχναν να βρουν εύκολες διατυπώσεις για τις πιο προφανείς πτυχές της ζωής της, λες και έπρεπε να δοθούν κατανοητές απαντήσεις γύρω από τον μύθο της. Σχεδόν όλοι οι βιογράφοι –αλλά και οι νεότεροι αρθρογράφοι– αναλώθηκαν στις κακουχίες και στα χτυπήματα της μοίρας. Δεν υπάρχει άρθρο για τη Holiday που να μην είναι γεμάτο με αναφορές σε κακούς μάνατζερ, σε αυταρχικές καλόγριες, σε ιδιοκτήτες των nightclub, σε κακούς γονείς, σε άπιστους συζύγους, σε έμπορους ναρκωτικών, σε φυλακές, στη ρατσιστική αστυνομία κτλ.
Σε αυτό βοήθησε βέβαια και η ίδια η Billie Holiday με την αυτοβιογραφία της Lady Sings The Blues (1956), η οποία ήταν γεμάτη γλαφυρές περιγραφές ωμών περιστατικών μιας βασανισμένης παιδικής ηλικίας, βία από συνεργάτες, καθημερινή εκμετάλλευση και σωματική κακοποίηση. Το «from rags to riches» δράμα που αγαπάει κάθε μουσικό ντοκιμαντέρ το οποίο σέβεται τον εαυτό του, περισσεύει στη ζωή της. Η Holiday περιγράφει λοιπόν τον εαυτό της σαν την ανήλικη που ζει μέσα στη φτώχεια, που βιάζεται σε ηλικία 10 ετών και αναγκάζεται να εργαστεί σε οίκους ανοχής, μέχρι που η μοίρα τη στέλνει στα καμπαρέ όπου ανθίζει κάθε βράδυ η αγγελική φωνή της, μέχρι να την ανακαλύψει ο Benny Goodman το 1933 και να τη στείλει να κατακτήσει το Apollo Theatre.
Eίναι ασφαλώς το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένα τα καλύτερα success stories, εκείνα που αγαπούν οι σκαπανείς της μουσικής ιστορίας και το λευκό ακροατήριο, το οποίο «ενοχικά» στέλνει στα κόκκινα χαλιά των Όσκαρ τις ακριβές βιογραφίες του Charlie Parker και του Ray Charles. Ιστορίες με το απαραίτητο θλιβερό τέλος, φυσικά: η Billie Holiday πέθανε με λίγα σεντς στον τραπεζικό της λογαριασμό και μερικά δολάρια κρυμμένα πάνω της, ενώ η φωνή της είχε πια καταστραφεί από τις καταχρήσεις. Αυτήν την tabloid αφήγηση ήθελε να πλησιάσει και η φιλάρεσκη Diana Ross, όταν ενσάρκωσε τη Holiday στην ταινία του Sidney J. Furie Lady Sings the Blues (1972).
Πολλοί τη χαρακτηρίζουν σαν έκπτωτο άγγελο, που εξέφρασε όλη του την αγωνία σε τραγούδια όπως το "Good Morning Heartache" ή το "Some Other Spring". Η αδυναμία της άλλωστε να απεμπλακεί από τον εθισμό της ηρωίνης, επηρέασε δυσμενώς την καριέρα και την εικόνα της, σε μια κοινωνία στην οποία δεν περίσσευε συμπόνια για μια μαύρη ηρωίδα του περιθωρίου. Η Holiday είχε ωστόσο το χάρισμα να μπορεί να γοητεύει τους διανοούμενους, τους διάσημους και τους πλούσιους καλλιτέχνες με τους οποίους κυκλοφορούσε στα σαλόνια του Χόλιγουντ, αλλά και στα παράνομα gay bar της πόλης. Όμως έβγαινε πάντα με άντρες που τη χτυπούσαν ή την εκμεταλλεύονταν. Μπορούσε να μπαινοβγαίνει στη φυλακή και ας μη γινόταν να πληρώσει την εγγύηση, αλλά όταν έβγαινε κερνούσε ποτά όσους πελάτες ήξεραν τα τραγούδια της.
Στην πραγματικότητα, δεν θα μάθουμε ποτέ τι τροφοδοτούσε τη μαγεία της Billie Holiday. Πολλοί που τη γνώρισαν από κοντά έχουν καταθέσει μια διαφορετική άποψη: πως ήταν μια καπάτσα γυναίκα, η οποία έζησε όπως ακριβώς ήθελε. Πως ήταν ένα αθυρόστομο κορίτσι που έβγαλε αρκετά χρήματα και που τα ξόδεψε μέχρι τελευταίας δεκάρας, σε ό,τι ακριβώς επιθυμούσε. Πάντως ήταν μια σαρωτική προσωπικότητα, η οποία δεν έμπαινε στο off όταν έσβηναν τα φώτα της σκηνής. Όταν ζεις την κόψη –σαν να είσαι ο Liberace και ο Miles Davis ταυτόχρονα– και όταν εκφράζεις την τζαζ των παρανόμων στα πιο κακόφημα στέκια της Νέας Υόρκης, τότε σίγουρα δεν σε ενδιαφέρει μια μακρά και πετυχημένη καριέρα σαν αυτήν του Smokey Robinson. Φλερτάρεις με τον θάνατο.
Η Μοναδικότητα
Ακόμα και οι άνθρωποι που δεν μπορούν να ξεχωρίσουν δύο ιστορικές τραγουδίστριες όπως π.χ. την Ella Fitzgerald από την Peggy Lee, καταλαβαίνουν αμέσως ποια είναι η Billie Holliday, ήδη από τις πρώτες νότες. Γι’ αυτό, αν και επηρέασε κάθε αντρική και γυναικεία φωνή που βγήκε μετά το 1950, ποτέ δεν κοπιαρίστηκε.
Μπορεί η τρυφερότητα της Norah Jones ή η jazz-pop μελαγχολία της Madeleine Peyroux να αντλούν από την ιστορία της, όμως ποτέ πραγματικά δεν υπήρξε σκυτάλη στο στυλ της. Μπορεί η Adele να βασίστηκε στο φωναχτό παράπονο της Etta James και η Amy Winehouse να πάτησε πάνω στις ράγες του αυτοκαταστροφικού τρένου της Sarah Vaughan, αλλά το φάντασμα της Holiday πλανάται πάνω από όλες αυτές τις γυναίκες. Όπως πλανάται και πάνω από κάθε σημαντικό όνομα που τόλμησε να προσπεράσει τα προαπαιτούμενα της fast selling μουσικής βιομηχανίας και να απευθυνθεί με αφοπλιστική ειλικρίνεια στον ακροατή.
Η ίδια η Billie Holiday ήταν επηρεασμένη από τη Bessie Smith και τον Louis Armstrong και από νωρίς άφησε το στίγμα της, χωρίς να ανήκει ποτέ σε κανένα μουσικό ρεύμα και σε καμία παρέα καλλιτεχνών. Γεφύρωσε όμως το χάσμα ανάμεσα στα «πονεμένα» μπλουζ των Αφροαμερικανών και στο λευκό swing που μύριζε σαμπάνια. Και πέτυχε έναν μοναδικό συγκερασμό της αμεσότητας των νυχτερινών τζαζ ηχογραφήσεων με την εξωστρέφεια των δημοφιλέστερων big bands. Αυτή η ικανότητα ήταν άλλωστε που γοήτευσε τον σαξοφωνίστα Lester Young, ο οποίος και συνεργάστηκε μαζί της για πολλά χρόνια.
Για να πλησιάσετε την αξία της, μπορείτε απλώς να ακούσετε την αριστουργηματική της ερμηνεία στο "God Bless The Child". Πρόκειται για ένα θρυλικό τραγούδι, που το εμπνεύστηκε μετά από έναν άγριο καυγά με τη μητέρα της. Προσέξτε τον τρόπο με τον οποίον τραγουδάει τους στίχους «God bless the child that’s got his own» και τη δεξιοτεχνία με την οποία σφυρηλατεί τη μητρική τρυφερότητα και το τυφλό μίσος στις ίδιες λέξεις. Γι’ αυτό ήταν μοναδική. Γι' αυτό παραμένει πολύτιμη. Σαν «παράξενο φρούτο» της τζαζ μυθολογίας.
{youtube}Z_1LfT1MvzI{/youtube}