Η εποχή που διανύουμε, απαιτεί παραπανίσια ψυχραιμία προκειμένου να ταξινομήσουμε με νηφαλιότητα τις αντιδράσεις μας στον δημόσιο διάλογο. Χρειάζεται καθαρό μυαλό προκειμένου να αποφύγουμε την αντανακλαστική αποδόμηση ειδώλων ή την απροβλημάτιστη αποθέωσή τους. Ζούμε σε μια χρονική περίοδο στην οποία θα ταίριαζε ο χαρακτηρισμός «post-truth». Μια εποχή μετα-αλήθειας, όπου ο σοσιαλμιντικακός θόρυβος αρκεί για να μας παρασύρει σαν στρόβιλος σε πολεμοχαρή συμπεράσματα, τα οποία απαιτούν όμως προσοχή και διακριτικότητα. Ίσως αυτός να είναι ο λόγος που θεωρώ το Leaving Neverland ένα, παραδόξως, πετυχημένο ντοκιμαντέρ.
Ας τα πάρουμε από την αρχή, όμως.
Σε παραγωγή HBO, το τετράωρο φιλμ του Dan Reed έρχεται να μιλήσει για ένα «άουτς» ζήτημα της συλλογικής pop μνήμης, στην καρδιά του σαρωτικού #timesup και πάνω στην ώρα που το #metoo καίει σαν πυρωμένο σίδερο. Τολμάει λοιπόν να ξύσει την πιο βαθιά πληγή του σύγχρονου star system, ακριβώς στην εποχή που τα hashtag λειτουργούν σχεδόν σαν αναμμένες δάδες στα χέρια του αλαφιασμένου όχλου. H κοινή γνώμη είναι πιο ζαλισμένη από ποτέ και αργοσβήνει σε ψηφιακά δικαστήρια του λαού, βασανισμένη από τον πληκτρολογημένο ακτιβισμό, με τις έννοιες («molestation», «rape», «abuse», «harassment» κτλ.) να γίνονται πολτός χωρίς διακριτό νόημα.
Όσα έχουν συμβεί μέσα στην αγορίστικη ονειρούπολη των 3.000 στρεμμάτων της Neverland, αποτελούν το πιο άβολο κοινό μυστικό της mainstream pop κουλτούρας. Πάνω στην κολοφώνα της δόξας του, ο Michael Jackson έστησε στην Καλιφόρνια ένα αδιανόητα πολυτελές πάρκο αναψυχής, ώστε να περνάει τον χρόνο του με μικρά αγόρια που δεν είχαν μπει ακόμη στην εφηβεία. Σχεδόν 30 χρόνια μετά, ο James Safechuck και ο Wade Robson εξομολογούνται τις ιστορίες τους, σε μια αφήγηση που προσπερνά τα χιλιοειπωμένα γύρω από το ιερό είδωλο και τεμαχίζει τα γεγονότα· περνώντας από το ένα ιστορικό συμβάν στο επόμενο, με ήπιο ύφος και περισυλλογή.
Μετά την προβολή του φιλμ στο φεστιβάλ του Sundance, οι κανιβαλιστικοί τίτλοι των μέσων ενημέρωσης μας είχαν προϊδεάσει για ένα «σοκαριστικό» ντοκουμέντο (sic), το οποίο θα έριχνε φως στα πιο σκοτεινά μυστικά του λατρεμένου pop icon. Οι κανόνες του αμαρτωλού clickbait έκαναν τη δουλειά τους και απέτρεψαν όλους εμάς που δεν μας αφορά ο «Αυριανισμός» της κλειδαρότρυπας και οι αποκαλύψεις οπτικοακουστικού υλικού στην παράδοση του Κώστα Χαρδαβέλα. Στην καλύτερη περίπτωση, το Leaving Neverland θα πατούσε στη μοδάτη φόρμα των δημοφιλών docudramas (όπως το Made in America γύρω από το πολύκροτο έγκλημα του O.J. Simpson) και θα περιείχε στυλιζαρισμένες αποκαλύψεις και αναπάντεχα δικαστικά ευρήματα με κίνητρο το shock value.
Ο παγκόσμιος Tύπος κάλυψε άτσαλα στη συνέχεια την κυκλοφορία του ντοκιμαντέρ, βαφτίζοντάς το «αμφιλεγόμενο» ή/και «μονόπλευρο». Φυσικά το μόνο αμφιλεγόμενο στοιχείο είναι ότι τυγχάνει ο ήρωας να είναι ο πιο λατρεμένος pop star του περασμένου αιώνα –αν ήταν ένας οποιοσδήποτε άσημος μουσικός, θα αντιμετωπιζόταν ως ανθρωπόμορφο κτήνος. Επιπλέον, αν δεν ήταν μονόπλευρο, θα σήμαινε ότι θα έδινε τον λόγο στους κληρονόμους και τα αδέλφια του Michael Jackson, οι οποίοι αρμέγουν οικονομικά ακόμη και σήμερα το Jackson Estate (τι άλλο έχουν να κάνουν στη ζωή τους;).
Σε οποιαδήποτε περίπτωση έχει αναμειχθεί το οικογενειακό περιβάλλον του εκλιπόντος καλλιτέχνη, το αποτέλεσμα είναι ένα φεστιβάλ συντηρητισμού –πιο πρόσφατο παράδειγμα το Bohemian Rhapsody (2018), σύμφωνα με το οποίο, όταν ο Freddie Mercury έδειχνε «αποκλίνουσα» συμπεριφορά και κυλούσε στην αμαρτωλή ομοφυλοφιλία και τα ναρκωτικά, η έμπνευσή του έσβηνε· ενώ όταν επέστρεφε αποτοξινωμένος στην αγκαλιά της οικογένειάς του και στο κορίτσι του, ξανάβρισκε την ψυχική του υγεία, χωρίς bicurious παραστρατήματα και μακριά από ηδονές. Πράγματα ανήκουστα για τη φύση του rock και σχεδόν προσβλητικά για τη μνήμη του συγκεκριμένου μουσικού. Δεν θέλω να φανταστώ, λοιπόν, πώς θα ήταν ένα ανάλογο fiction biopic του Michael Jackson, με το σενάριο να λαμβάνει τη νομική έγκριση των αδελφών του...
Εδώ, όμως, έχουμε να κάνουμε με κάτι ολότελα διαφορετικό. Ο σκηνοθέτης Dan Reed αποφεύγει τις φλύαρες δικογραφίες και τα γλαφυρά σκάνδαλα και το αποτέλεσμα πετυχαίνει να είναι μέχρι και –ω, θεοί– διακριτικό. Ο φακός αφήνει χώρο στα δύο πρώην protégé του Michael Jackson να μας αναλύσουν τη δική τους εκδοχή περί αποπλάνησης και ασέλγειας (κατ' εξακολούθηση και σε βάθος χρόνων) από την ταραγμένη μουσική ιδιοφυΐα.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ο Safechuck και Robson ήταν 7 και 9 χρονών, αντίστοιχα, όταν ήρθαν σε επαφή με τον Jackson. Η σχέση τους χτίστηκε αργά και η μεταξύ τους αγάπη άνθισε βάσει σχεδίου. Μόνο οι ορκισμένοι fans του Jackson, τους οποίους δεν αφορά καμία αλήθεια πέραν του διαστημικού ταλέντου του φωταγωγημένου performer, αρνούνται με πείσμα την εκδοχή να ήταν όντως παιδόφιλος. Αλλά, αν προσπεράσουμε τον πυρήνα του fan base, όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι ο Jackson λάτρευε (με τον δικό του άρρωστο τρόπο) τα παιδιά που μοιράζονταν το κρεβάτι του. Ήταν αφοσιωμένος στο να τα κάνει ευτυχισμένα, σπαταλούσε χρόνο και χρήμα στη χειραγώγηση του περιβάλλοντός τους και είχε καταφέρει να χτίσει μια μυστική ζωή πάνω σε μικροαστικές οικογένειες, με στόχο την απόλυτη εμπιστοσύνη. Μια εμπιστοσύνη που θα του επέτρεπε να περνάει πολύ χρόνο με αγόρια τα οποία δεν είχαν συμπληρώσει τα 10 χρόνια ζωής, με τις ευλογίες των κηδεμόνων και με κεκτημένο εφόδιο την αγάπη των συγκεκριμένων παιδιών, που δίνονταν ολοκληρωτικά σε αυτό το άυλο bonding με τον super star.
Όσο όμως αυτό το ντοκιμαντέρ προσφέρει μια τίμια, επαγγελματική και προσεγμένη δουλειά, χωρίς υπερβολές και δίψα για σκάνδαλο (για το ΗΒΟ μιλάμε άλλωστε, όχι για το ΤΖΜ), ο διάλογος της «βασανισμένης» κοινής γνώμης δεν εστιάζει στις γκρίζες ζώνες της πιθανολογούμενης ασέλγειας σε μικρά παιδιά, ώστε να πλησιάσουμε τις αιτίες για την απουσία των γονιών (ενώ κοιμούνται λίγα μέτρα μακρυά), για τη φύση της αποπλάνησης της ίδιας (δεν είναι απαραίτητα η βίαιη σεξουαλική πράξη), για τη ντροπή των θυμάτων μέσα στα χρόνια και την ανιδιοτελή αγάπη τους προς τον «μπαμπά» Michael.
Αντιθέτως, ο διάλογος έχει μετατοπιστεί στο πιο ανώφελο πεδίο ιδεολογικής σύγκρουσης: στο αν θα πρέπει να ακούμε ακόμη τη μουσική του Jackson. Ραδιοφωνικοί σταθμοί αφαιρούν λοιπόν τον κατάλογό του από τις playlists, οι σύλλογοι γονέων και κηδεμόνων δαιμονοποιούν οτιδήποτε φέρει την υπογραφή του και στα social media βγαίνουν νύχια και δόντια, μέσω ενός ακραίου cultural outrage. Η επανάσταση του πολιτικορθού νεοσυντηρητισμού, που μαθαίνει τον κόσμο πρώτα «νιώθει» και μετά να «σκέφτεται», έχει ξεσπαθώσει με ανόητες υστερίες γύρω από το λιντσάρισμα των celebrities.
Βέβαια, η περίπτωση του Jackson είναι μοναδική και ανεπανάληπτη (όπως η μουσική του) και ουδεμία σχέση έχει με την περίπτωση λ.χ. του R. Kelly, στην οποία έριξε φως πρόσφατα ένα άλλο τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ –το Surviving R. Kelly, τριτοκλασάτο προϊόν καταγγελίας που κοινοποιεί σε prime time το κατεπείγον μήνυμα της άμεσης φυλάκισης του βιαστή, ο οποίος κυκλοφορεί ελεύθερος. Ο R. Kelly συγκέντρωνε έναν μικρό στρατό από φτωχά, ανήλικα κορίτσια ώστε να τις χρησιμοποιεί σαν σκλάβες του σεξ, επιθυμώντας να τις καταστρέψει ψυχολογικά και σωματικά.
Είναι εύκολο λοιπόν να εκφράζεται σε κοινή θέα με πρόστυχους στίχους όπως «Your Body's Callin'» και να κλείνει το μάτι με τίτλους όπως «Age Ain't Nothing Βut Α Number». O R. Kelly δεν θέλει καν να περιστοιχίζεται από ανήλικες groupies: είναι απλός θιασώτης του revenge porn. Αν για τον Michael Jackson η απόλυτη φαντασίωση είναι ο μικρός Πήτερ Παν με στραπόν (αυθαίρετο παράδειγμα, με βάση τις κατηγορίες), αυτό είναι κάτι που φυσικά δεν θα μπορούσε να εκφραστεί στιχουργικά. Ίσως να ήταν αναγκαίο λοιπόν να οχυρωθεί πίσω από τη φήμη του ασέξουαλ (το ακριβώς αντίθετο ήταν), καλύπτοντας με παιδική συντροφιά τα τραύματα της δικής του κακοποίησης από τον πατέρα του, Joe Jackson.
Θεωρώ ότι η μνήμη του Michael Jackson δεν προσβάλλεται με το Leaving Neverland. Οι περισσότεροι θεατές δεν αντέχουν όσα ακούγονται στις 4 ώρες της διάρκειάς του, όχι γιατί είναι γλαφυρά στην περιγραφή τους, αλλά γιατί δεν μπορούν να πιστέψουν ότι εκείνο το χαρισματικό δεκάχρονο πλάσμα που τραγουδούσε με την ψυχή ενός ολοκληρωμένου soulman στην τηλεόραση της δεκαετίας του 1970, θα μπορούσε ποτέ να εξελιχθεί σε παιδεραστή. Πιθανότατα νιώθουν ότι έτσι προδίδεται η δική τους τρυφερή ηλικία.
Όμως έχουν άδικο να αισθάνονται έτσι. Ο Michael Jackson δεν θα ήταν εκείνο το σαρωτικό φαινόμενο, χωρίς να κουβαλάει ένα σύνολο από τεράστιους σκελετούς στη ντουλάπα του.
Αν δεν ήταν ο ίδιος θύμα της αλλοτρίωσης του, δεν θα εμφανίζονταν στη σκηνή σαν μαγικό, νευρόσπαστο πλάσμα, με την όλη ψυχαναγκαστική υποχρέωση του ντουνιά απέναντι στον περφεξιονισμό της κίνησης. Αν το μυαλό του δεν το βασάνιζε η ανάγκη να βρίσκεται αγκαλιά με αγόρια και να τρώνε ποπ κορν βλέποντας ταινίες στην τηλεόραση, δεν θα μάγευε τα πλήθη με την τεχνική των αυτιστικών αναστεναγμών και των φωνητικών τικ («shamoe», «hee hee», «aoow») που δονούσαν το σύμπαν. Αν δεν μισούσε την ίδια τη φυλή του (η οποία δεν του γύρισε ποτέ την πλάτη) και δεν απεχθάνονταν τον «άνθρωπο στον καθρέφτη» (όπως έλεγε μια επιτυχία του), δεν θα ξάσπριζε το θλιβερό δέρμα του. Αν είχε έστω μια στιγμή ευτυχίας δεν θα πάσχιζε να πετύχει την έκφραση της αδερφής του με νυστέρια. Αν η αγκαλιά των δεκάχρονων παιδιών δεν τον οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στη δυστυχία κάθε βράδυ, δεν θα χάριζε τόσο απαράμιλλο συναίσθημα στο αριστουργηματικό "Rock With You".
Το μπαράζ των σπασιμάτων του κορμιού του και η νευρωτική ανάγκη για τελειότητα, ήταν λοιπόν ενδεικτικά όσων «έκρυβε» σε κοινή θέα. Η πλαστική χειρουργική τού άφησε μια σουβλερή μύτη και τετραγωνισμένα, ολόλευκα ζυγωματικά, που νόμιζες ότι θα πέσουν ανά πάσα στιγμή. Αυτή ήταν η αυτοτιμωρία του για τις δυσβάσταχτες επιθυμίες του.
Ο Michael Jackson πέθανε πριν 10 χρόνια, σαν ταπεινωμένος υπηρέτης του ανθρωποφαγικού δημόσιου ειδώλου του. Η παιδοφιλία (αν τελικά έλαβε χώρα, σύμφωνα με τα νέα στοιχεία) είχε όλη την άνεση να εκφραστεί και όλοι μπορούσαν εύκολα να την αποτρέψουν. Απλώς, ολόκληρη η υφήλιος είχε σαγηνευτεί και δεν ήθελε να κοιτάξει καλύτερα. Κανείς δεν ήθελε να ξέρει πραγματικά. «It’s all a big seduction», όπως λέει χαρακτηριστικά ο Safechuck σε μια στιγμή του ντοκιμαντέρ. Αλλά ενώ ο Michael Jackson μπορεί να μας άφησε, αυτού του είδους η αποπλάνηση συμβαίνει παντού. Συμβαίνει αυτή τη στιγμή στην Καθολική Εκκλησία, συμβαίνει στο Hollywood, συμβαίνει στον αθλητισμό, συμβαίνει ακόμα και στη Silicon Valley. Ώρα να αφήσουμε λοιπόν όλες τις μικρές ή μεγάλες Neverland που ύψωσαν στο μυαλό μας οι μύθοι του μάρκετινγκ και τα τεράστια μεγέθη του stardom, τα οποία χτίστηκαν με πολύ χρήμα.
Ώρα να ενηλικιωθούμε σαν ακροατές και σαν συνομιλητές, γιατί ο δημόσιος διάλογος, όπως προείπαμε, απαιτεί παραπανίσια ψυχραιμία και νηφαλιότητα.
{youtube}R_Ze8LjzV7Q{/youtube}