Η Carol Barnett πρωτοπερπάτησε στην Κύπρο ως ξένη· ως μία ακόμα επισκέπτρια που βρέθηκε στο Νησί της Αφροδίτης ακούγοντας τις σειρήνες του τουρισμού.

Προηγουμένως δεν είχε καμία σχέση ούτε με την Κύπρο, ούτε με την Ελλάδα, ούτε και επρόκειτο για κάποια νεαρή κοπέλα που περιπλανιόταν στον πλανήτη αναζητώντας τον εαυτό της. Αντιθέτως, σε εκείνη την πρώτη της επίσκεψη (1991) ήταν 42 χρονών, μια κατασταλαγμένη γυναίκα, που πίσω στον τόπο κατοικίας της –τη Μινεσότα των Η.Π.Α.– δούλευε ως μουσικοπαιδαγωγός στο κολέγιο Augsburg και ασχολιόταν με τη σύνθεση. Όταν πάντως θα ολοκλήρωνε τα ταξίδια της (2002), θα είχε πια σχηματίσει έναν βαθύ δεσμό, τον οποίον όλο εκείνο το ενδιάμεσο διάστημα αποτύπωνε σε διάφορα έργα της. Η έκδοσή τους το 2007 από την Innova υπό τον τίτλο Cyprus, First Impressions παραμένει έως σήμερα ένα συγκινητικό οδοιπορικό μεταξύ εντοπιότητας και παγκοσμιοποίησης, με ευρύτερα ελληνικό και ιδιαίτερο κυπριακό ενδιαφέρον.

52k_2.jpg

Επίκεντρο αυτού του ενδιαφέροντος είναι η επαφή της Barnett με τη ντόπια δημοτική παράδοση και το «παράθυρο» που άνοιξε, μέσω εκείνης, προς την κυπριακή μα και την ελληνική λογοτεχνία και ποίηση. Το CD φιλοξενεί 11 κομμάτια, τα οποία μπορεί να ενοποιούνται στην ηχογράφηση, μα είναι έργα διαφορετικών χρονικών φάσεων· εντυπώνουν έτσι το πού βρισκόταν κάθε φορά η δημιουργός τους στο προσωπικό αυτό ταξίδι της.

Παλιότερα ας πούμε ανάμεσά τους, είναι τα 2 "Mythical Journeys" για φλάουτο και κιθάρα, αμφότερα γραμμένα το 1991, ως απότοκο του πρώτου ταξιδιού της στην Κύπρο. Η επαφή είναι λοιπόν πρωτόλεια: η Barnett δεν ξανοίγεται και μένει εν πολλοίς σε ένα λόγιο Δυτικό ύφος που απηχεί την παιδεία της και την κάνει να αισθάνεται άνετα στην προσπάθειά της να εκφράσει τη συγκίνηση την οποία βίωσε διαβάζοντας την ποίηση του Κωνσταντίνου Καβάφη (στο πρώτο "Mythical Journey") και του Γιώργου Σεφέρη (στο δεύτρο "Mythical Journey"). Δεν είναι παρά αργότερα που θα αισθανθεί έτοιμη για μια μελοποίηση στην περίφημη καβαφική "Ιθάκη" για βαρύτονο και κιθάρα –σε ένα στιγμιότυπο που ίσως δεν υπηρετεί πολύ τον ποιητικό λόγο, μα εντυπωσιάζει χάρη στην ερμηνεία του Bradley Greenwald με το φοβερό βιμπράτο.

52k_3.png

Είναι λοιπόν στα έργα τα οποία αντικατοπτρίζουν τα τελευταία της ταξίδια στην Κύπρο όπου η Barnett λύνεται και αποτολμά να παίξει με τα όσα έχει ακούσει και βιώσει. Στο δεκάλεπτο "Cyprus: First Impressions" για φλάουτο και κουαρτέτο εγχόρδων αφήνει να παρεισφρύσουν field recordings ενός μουεζίνη από την κατεχόμενη πλευρά της Λευκωσίας που καλεί τους πιστούς Μουσουλμάνους, ενός πλανόδιου μανάβη στην ελληνική πλευρά της κυπριακής πρωτεύουσας, καθώς και αποσπάσματα από κάποιον γάμο –σε ένα διαρκές παιχνίδι μεταξύ Δυτικής κλασικότητας και ντόπιας καθημερινότητας άριστα διευθετημένο, με τον Αμερικανό φλαουτίστα Adam Kuenzel να παίζει καταπληκτικά.

Εδώ, μάλιστα, χωράει και ο δικός της, προσωπικός τόνος, στην έκφραση μιας θλίψης για τον διχασμό του νησιού που αποτυπώνεται με ειλικρίνεια εμφορούμενη από ουμανιστικά ελατήρια, έστω κι αν μας ακούγεται λίγο αφελής, τώρα ειδικά που δημοσιεύματα θέλουν έναν από τους δολοφόνους του Τάσου Ισαάκ, τον Erhan Arikli, να εκλέγεται βουλευτής στις εκλογές του ψευδοκράτους της Βόρειας Κύπρου με το κόμμα των Εποίκων, κι ας τον αναζητά υποτίθεται η Ιντερπόλ με διεθνές ένταλμα σύλληψης.

52k_4.jpg

Στο 2001 ανήκουν οι 3 βινιέττες του Πιερίδη ("Vignettes, after Pierides") για φλάουτο, βιολοντσέλο και πιάνο, που είναι νομίζω και οι καλύτερες δημιουργίες της Barnett. Εδώ υπάρχει πλέον κατακτημένο βάθος, αφού, με αφορμή τη συλλογή κυπριακών ιστοριών του Γιώργου Πιερίδη, η Αμερικανίδα συνθέτρια αξιοποιεί αυθεντικά δημοτικό υλικό (τα τραγούδια π.χ. "Καρπασίτισσα" και "Όνειρο") με έναν τρόπο που στοιχηματίζεις ότι έχει αντλήσει από την παρακαταθήκη του George Enescu. Το ίδιο κάνει, με άλλη ωστόσο διάθεση, και στην τετραμερή Κυπριακή Σουίτα (2002), όπου βάζει μια ορχήστρα πνευστών και κρουστών να αποδώσει μελωδίες παραδοσιακών ασμάτων. Το αποτέλεσμα βέβαια δεν τη δικαιώνει πάντα, ίσως γιατί οι δεξιοτέχνες του Πανεπιστημίου της Μινεσότα τους οποίους κάλεσε για την ηχογράφηση διατηρούν μια υπέρ το δέον ακαδημαϊκή προσέγγιση.

Σε κάθε περίπτωση, το έργο της Barnett στέκει στη λόγια πλευρά των μουσικών πραγμάτων και ίσως, έτσι, το απολαύσουν περισσότερο αυτιά ερχόμενα από αυτήν την κατεύθυνση. Διατηρείται ωστόσο μια ανοιχτωσιά φιλόξενη και σε ακροατές με διαφορετική «προέλευση» και στους εν γένει περίεργους για τέτοια μουσικά μπολιάσματα, τα οποία ούτε με τη new age σαχλαμάρα έχουν σχέση, ούτε όμως και με τις συχνά στρογγυλεμένες γωνίες της ethnic/world βιομηχανίας.

Ακούστε την πρώτη Βινιέττα του Πιερίδη ("The Incorrigible") εδώ

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured