Αν και πολύ κοντά ακόμα στη Μ.Ι.Α., η νεαρή Καναδή εκπροσωπεί μια δυνητική πτυχή σε μια ρευστή κατάσταση, όπου οι «μαύροι» ήχοι (συν/πλην τα λογής-λογής ηλεκτρονικά) και οι μοναχικοί δημιουργοί παίρνουν τα ηνία από τις μπάντες και τις εξαντλημένες πια κιθαριστικές διαδρομές…
Κάποτε, το να δεις συναυλία «ξένου» καλλιτέχνη στην Ελλάδα ήταν κάτι σπάνιο –όλοι έχουμε ακούσει τις ιστορίες. Μετά, το πράγμα άνοιξε, στη συνείδησή μας αντικαταστήσαμε μάλιστα κι εκείνο το άχαρο «ξένος/η/ο» με το «διεθνής»· και σήμερα φτάσαμε πια σε κάτι σαν παραλογισμό, σε μια προσφορά συναυλιών από μικρά, μεσαία, μεγάλα, ενίοτε και γιγάντια ονόματα, η οποία είναι αφενός απίστευτη για χρόνια Κρίσης και αφετέρου έχει να συναγωνιστεί και την κόπωση ενός ιδιαιτέρως χορτάτου (πλέον) κόσμου, που συχνά έχει επιδείξει συντηρητικά αντανακλαστικά, προτιμώντας τα «σιγουράκια».
Παρά ταύτα, υπάρχουν ακόμα διοργανωτές συναυλιών που επιμένουν να κινούνται πέραν των δοκιμασμένων, πιστεύοντας αν όχι στη δύναμη, τότε σίγουρα στη φρεσκάδα των νέων ονομάτων που προτείνουν στο κοινό της Αθήνας. Η ομάδα πίσω από το Plisskën Festival είναι ανάμεσα στους πιο συνεπείς και σε λίγες μέρες φέρνει, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, μια νεαρή Καναδή που πρωτομπήκε στη δισκογραφία το 2015 και ισχυρίζεται πως παίζει «φετιχιστικό ραπ» (fetish rap): ο λόγος για την Tommy Genesis, η οποία έρχεται στο Six d.o.g.s. αυτό το Σάββατο, 27 Μαΐου.
Από διάφορες απόψεις, η Tommy Genesis είναι μια καλλιτέχνιδα που ανήκει στο πιο σύγχρονο underground, εκείνο δηλαδή που έχει ενστερνιστεί τη DIY πίστη όπως τη δίδαξε κάποτε η ποπ κουλτούρα, μα την έχει διοχετεύσει στο απόλυτο μέσον της δικής της εποχής –το ίντερνετ– βρίσκοντας διέξοδο έκδοσης χάρη σε μικρές δισκογραφικές σαν την Awful Records, τα στελέχη των οποίων περιγράφονται μερικές φορές ως «Soundcloud nerds».
Τι έχει όμως να φέρει σε όλο αυτό;
Όσοι νιώθουν την ανάγκη να ενθουσιαστούν με καινούρια πράγματα ενδεχομένως θα απαντήσουν «πολλά», προσωπικά όμως θα αρκεστώ στο «κάτι». H Tommy Genesis μου θυμίζει αρκετά τη M.I.A. (έχει άλλωστε κι αυτή Ταμίλ καταγωγή, από έναν από τους γονιούς της), μόνο που στη θέση της πολιτικής στράτευσης της τελευταίας, βάζει ζητήματα σεξ και εξέγερσης, μετατρεπόμενη πότε σε αγοροκόριτσο και πότε σε μαθήτρια Λυκείου με κοντές πλισέ φούστες και έντονες ορμές. Τα βιντεοκλίπ γίνονται συχνά παιχνίδια υπαινιγμών (τα σκηνοθετεί η ίδια), οι στίχοι της υμνούν τη σεξουαλική απελευθέρωση εστιάζοντας στο πάθος των προσωπικών στιγμών (“They Cum They Go”), ο ήχος της διαθέτει φρεσκάδα και δεν του λείπει ο πειραματισμός, ενώ η ίδια στέκει ως πειστική «εκπρόσωπος» των όσων πρεσβεύει, ερμηνεύοντας με ένα στυλ που στις πιο πετυχημένες στιγμές τη δείχνει σαν Lauryn Hill της trap γενιάς (ακούστε οπωσδήποτε το “Execute”, στο τέλος του κειμένου).
{youtube}AdeQbraSssQ{/youtube}
Από την άλλη, δεν πρέπει να βιαζόμαστε.
Η Tommy Genesis μετράει μόλις έναν δίσκο (World Vision, 2015), δεν ξέρουμε τι να περιμένουμε από τον δεύτερο. Μερικές φορές, επίσης, οι στίχοι της δεν μπορούν να υπερβούν την απλοϊκότητα –δεν κατανοώ π.χ. γιατί θα πρέπει να θαυμάσουμε ένα τραγούδι σαν το "Shepherd", που ό,τι έχει να κομίσει συνοψίζεται στο «I’m the shepherd of my flock, fuck the rest!», θυμίζοντας τους κομπασμούς μιας παλιότερης χιπ χοπ γενιάς, που τέλος πάντων είχε και περισσότερους λόγους να πετάει τέτοιες ατάκες από ένα κοριτσόπουλο το οποίο μεγάλωσε στο ήσυχο Βανκούβερ και σπούδασε στο Emily Carr University of Art and Design. Γενικά, ούτε το όλο ζήτημα της σεξουαλικής απελευθέρωσης πιάνω: από τον Καναδά είναι η Tommy Genesis, όχι από τη Σαουδική Αραβία, επομένως δεν νομίζω ότι σοκάρει κάποιο «κατεστημένο». Το όλο λοιπόν ζήτημα του «φετιχιστικού ραπ», αν με ρωτάτε, είναι απλά μια ταμπέλα χρήσιμη για το μάρκετινγκ, ώστε να ξεχωρίζει η νεαρή Καναδή από τη M.I.A., η οποία αποτελεί σαφές πρότυπο.
Παρά τις ενστάσεις αυτές, πάντως, τέτοιες συναυλίες δεν βλέπουμε κάθε μέρα στην Αθήνα.
Δεν ξέρω πόσοι πραγματικά ενδιαφερόμαστε στην πόλη για το σημερινό πρόσωπο της Δυτικής ποπ κουλτούρας και το πώς μπορεί αυτό να είναι αύριο, αλλά η Tommy Genesis εκπροσωπεί (στο μέτρο των δικών της δυνάμεων) μια δυνητική πτυχή σε μια ρευστή κατάσταση, όπου οι «μαύροι» ήχοι (συν/πλην τα λογής-λογής ηλεκτρονικά) και οι μοναχικοί δημιουργοί παίρνουν τα ηνία από τις μπάντες και τις εξαντλημένες πια κιθαριστικές διαδρομές. Έχει πάντα ενδιαφέρον να διαπιστώνεις πόσο φρέσκο είναι εν τέλει ό,τι πλασάρεται ως φρέσκο, ενώ παραμένει κι ένα κρίσιμο ερώτημα: αν τα όσα ακούμε στο στούντιο μπορούν να φανούν το ίδιο θελκτικά και στη σκηνή. Γιατί μπορεί πολλά πράγματα να αλλάζουν, όμως το live παραμένει μια σημαντικότατη παράμετρος, τόσο στο πώς στήνεται η ποπ κουλτούρα, όσο και στο πώς κινείται η μουσική βιομηχανία στους καιρούς του ίντερνετ, όπου τα κέρδη έρχονται από τις ζωντανές εμφανίσεις και όχι από τις πωλήσεις.
{youtube}o77coh1WnYA{/youtube}