Αναμφισβήτητα η σκηνή του Coronet έχει εφοδιάσει τη νυχτερινή Αθήνα με ενδιαφέροντα μουσικοθεατρικά θεάματα, είτε εντασσόμενα στο μαύρο θέατρο, είτε στο κλασικό μπαλέτο, είτε στο ευρύτερο πλαίσιο των ανατρεπτικών κωμικών παραστάσεων. Χωρίς να είναι όλα όσα λαμβάνουν χώρα εκεί ενδιαφέροντα για το πολυσυλλεκτικό κοινό στο οποίο προτείνονται και το οποίο ανελλιπώς "τσιμπάει", είναι ευχάριστο να έχεις στην πόλη σου ένα χώρο που διαρκώς προτείνει φωναχτά και απίστευτα συντονισμένα και μεθοδικά, ό,τι όμορφο έχει να παρουσιάσει.
Αυτή τη φορά και μέχρι τις 4 Απριλίου, στον χώρο αυτό βρίσκεται μια παράσταση που βρίσκεται αισθητικά στον αντίποδα της κωμικής προηγηθείσας. Στο Moulin Rouge, the musical βιώνουμε ένα φόρο τιμής όχι απλώς στο διάσημο καμπαρέ, αλλά στην έννοια musical εν γένει, με συσχετισμούς, εικόνες και κάποιες βεβιασμένες συρραφές. Σαν κολλάζ από κινηματογραφικά καρέ γνώριμα, στην πιο φτηνή τους μορφή. Είναι λοιπόν, όχι στο κόστος του, αλλά στη φιλοσοφία του, ένα φτηνό Broadway για το διψασμένο ευρωπαϊκό κοινό, κάτι σαν συλλογή greatest hits για εκείνους που δεν έχουν την ευκαιρία, τη δυνατότητα, να υπεισέλθουν στο -μαγικό για πολλούς, αδιάφορο για ίσως περισσότερους- κόσμο των μιούζικαλ, εκεί όπου η λέξη "φαντασμαγορικό" είναι απαραίτητο συστατικό για να κερδίσεις τις εντυπώσεις.
Βρισκόμαστε λοιπόν κάπου στα 1900, όμως χωρίς περισσότερα στοιχεία βάθους. Έχοντας αυτό ως βάση ταξιδεύουμε με χαρακτηριστικές σκηνές από μιούζικαλ σταθμούς, σαν τα "Cabaret", "Chicago", "Moulin Rouge", "Can-Can", "Evita", "Cats", "La Cage Aux Folles", "Les miserables", αλλά κάνουμε κι ένα γρήγορο πέρασμα από το τραγούδι "Diamonds are a girl's best friends", σ'ενα πολύμορφο θέαμα του Γερμανού Sven Gottlicher που συνέλαβε αυτή την κάπως πιασάρικη ιδέα προσέλκυσης και του μη μυημένου κοινού. Τα τραγούδια είναι όλα πασίγνωστα, οι σκηνές χαρακτηριστικές, ενσαρκωμένες από κουκλάρες και ιδιαίτερα ταλαντούχες ευρωπαίες γυρολόγους των μιούζικαλ (τι νομίζατε, μόνο για αμερικανούς μπασκεντμολίστες ίσχυε ο όρος;) και τα συναισθήματα αλλάζουν με ταχύτητα φωτός κατά τη διάρκεια του αδιάκοπου κολλάζ που μας τοποθετεί στον προσωπικό άξονα αναφοράς του Gottlicher. Από την απελπισία γεμάτη ερωτισμό του τανγκό ενός "Roxanne" που προκαλεί ανατριχίλες, ως τις πιο αστείες ατάκες του "ξεναγού" σ' αυτό το ταξίδι Freddy Rutz.
Κεντρική φιγούρα όμως είναι και η Αγγλίδα χορεύτρια Natacza Soozie Boom, με θητεία πολλών χρόνων στο φημισμένο Lido του Παρισιού, η οποία τα έχει σχεδόν όλα: Στεντόρεια φωνή, απίστευτη κίνηση και τουλάχιστον δύο μέτρα πόδια, ώστε να κολώνει σύσσωμο το αντρικό φύλο στο πέρασμά της.
Απαρέγκλιτη αρχή για να απολαύσει κανείς τόσο αυτό, όσο και παρόμοιων φιλοδοξιών θεάματα είναι να μην το πολυκοσκινίζει. Can-can, jazz dance, tap dance, αστειάκια, τανγκό, ακόμα και ταχυδακτυλουργικά κόλπα σου δίνουν περισσότερο την αίσθηση του άγχους (άντε, να πούμε ανομολόγητη επίγνωση) του σκηνοθέτη και δημιουργού να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον ενός κοινού που δύσκολα προσηλώνεται κι εστιάζει. Και τελικά, όταν βγάλεις από το μυαλό σου όλα τα ερωτήματα (ναι, όλα εδώ είναι καταδικασμένα να απογυμνωθούν από το εξ αρχής ένδυμα της υπόθεσής τους και να φέρουν μόνο αναμνήσεις από τα πρωτότυπα) και κρατήσεις την πρωτογενή δίψα γι' αυτή την ψεύτικη έστω λάμψη, ίσως να μπορείς να το απολαύσεις στο μέγιστο σημείο. Ντοπαρισμένοι και με μερικά ποτήρια σαμπάνιας που μας προσφέρθηκε, αλλά και κρασιού που αναζητήσαμε στο μπαρ, νομίζω ότι κάναμε το καλύτερο: Απλά το απολαύσαμε, απαλείφοντας από τη μνήμη μας τα αδιέξοδα κι ατενίζοντας το σπινθηροβόλο θέαμα με το ίδιο χαμόγελο που ζυγώνει από τη σκηνή, παραβλέποντας στη συνέχεια ακόμα και τα τεχνικά λάθη. Και είναι μια καλή ευκαιρία για να το κάνετε κι εσείς, μέχρι τις 4 Απριλίου, όταν και το νόημα όλων των κριτικών για κάποιον που δεν το παρακολούθησε θα είναι άχρηστο.