(σκίτσο: Δάφνη Σγούρου)
Σχεδόν έναν χρόνο μετά την κυκλοφορία του, μερικά εκατομμύρια πωλήσεων και δύο βραβεία Grammy, η εκδοχή του Rick Ross για το τραγούδι “Royals” (με τους Wale & Magazeen) σηματοδοτεί τη στιγμή-όριο ενός εκτεταμένου πολιτισμικού debate. Δύο είναι τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα, οι βασικές θέσεις γύρω από τις οποίες διεξάγεται αυτός ο διάλογος: ο ρατσισμός και η κριτική διάσταση της ποπ κουλτούρας.
Στο πρώτο άκουσμα το κόνσεπτ φαντάζει απλοϊκό, σχεδόν παιδαριώδες. Μια χοντροκομμένη αντιπαράθεση ανάμεσα σε ό,τι αποκαλούμε καταναλωτισμό –η αποθέωση του οποίου υποτίθεται ότι ενδημεί στη σύγχρονη χιπ χοπ κουλτούρα– και στον καταστατικό μύθο του σύγχρονου Δυτικού πολιτισμού, τον βασανισμένο δηλαδή και ανιδιοτελή καλλιτέχνη, ο οποίος αδιαφορεί για την ύλη και ως εκ τούτου κερδίζει σε πνευματικότητα. Αυτή η θαυμαστή αντιστροφή, όπου η φτώχια μεταμορφώνεται σε απαρνημένο πλούτο, η αναγκαιότητα μετονομάζεται σε ηθική επιλογή
«We count our dollars on the train to the party.
And everyone who knows us knows that we're fine with this,
We didn't come from money»
και τίθεται αντιμέτωπη με την πομπώδη πολυτέλεια, όπως αποτυπώνεται στο mainstream χιπ χοπ:
«But every song's like gold teeth, grey goose, trippin' in the bathroom. Blood stains, ball gowns, trashin' the hotel room».
Υποθετικά, η κεντρική ιδέα είναι η μάλλον απλοϊκή διχοτόμηση ανάμεσα στον καταναλωτισμό/τη συσσώρευση πλούτου και την ταπεινότητα/τον αντικαταναλωτισμό. Το πρώτο μέρος αυτού του σχήματος απεικονίζεται πάντα με κυριολεκτικούς όρους, συγκεκριμένα μέσω της παράθεσης διακριτικών ευημερίας: «Jetplanes, islands, tigersonagoldleash, Cristal, Maybach, diamondsonyourtimepiece». Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι κεντρικής σημασίας δεν είναι μόνο η έννοια της κτήσης, αλλά κι εκείνη της κίνησης ή, πιο σωστά, της κινητικότητας: όσοι κατέχουν πράγματα, απολαμβάνουν επίσης το προνόμιο να μετακινούνται από τον έναν τόπο στον άλλο.
Το δεύτερο μέρος, αντιθέτως, περιγράφεται με μεταφορικά σχήματα και οργανώνεται γύρω από την ιδέα μιας πάντα άπιαστης ευτυχίας: «we're driving Cadillacs in our dreams», «let me live that fantasy».Εκείνοι λοιπόν που δεν κατέχουν αντικείμενα, μπορούν μόνο να φαντασιωθούν ότι κινούνται· και, όταν το κάνουν, το φανταχτερό αυτοκίνητό τους μπορεί να κολλήσει στην κίνηση.
Το βιντεοκλίπ για το πρωτότυπο τραγούδι της Lorde προσφέρει ωστόσο ένα διαφορετικό πλαίσιο ανάγνωσης. Θα περίμενε κανείς μια κουλ αισθητική τύπου Sundance: σέξι τύπους να περιφέρονται στην πόλη και να τα καταφέρνουν μια χαρά, παρά τις δυσκολίες. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Το τοπίο είναι μουντό, η ζωή μοιάζει βαρετή και δεν υπάρχει ίχνος ερωτισμού ανάμεσα στους underdogs της εργατικής τάξης. Τα πάντα μοιάζουν στατικά, σαν αδρή αντίστιξη με την κινητικότητα στην οποία αναφέρθηκα. Ένας τύπος κάθεται στο σαλόνι κοιτάζοντας τον τοίχο· άλλος ξαπλωμένος στην αποβάθρα ενός σταθμού τρένων· μια παρέα τεσσάρων περιμένει σιωπηλά το λεωφορείο. Δεν υπάρχει τίποτε το αξιοσημείωτο ή φωτογενές σε αυτά τα κάδρα. Αντιθέτως, αντικρίζουμε την εντελώς αδιάφορη ζωή. Και το μελαγχολικό, ορισμένες φορές ειρωνικό, βλέμμα της Lorde συμπληρώνει τέλεια την αφήγηση: πρόκειται για τον εκ Δύσης Ξένο της Δύσης.
Πώς λοιπόν προέκυψε η όλη συζήτηση περί ρατσισμού; Όπως είδαμε, στόχος της Lorde είναι η εκλεπτυσμένη κριτική της Δύσης μέσα από τα μάτια του ασθενέστερου –λευκού η μαύρου, μικρή σημασία έχει. Συνεπώς τα σχόλια περί αντικαταναλωτισμού ή η κριτική στη ραπ κουλτούρα και τα συναφή είναι, αν όχι άστοχα, τουλάχιστον μερικευτικά. Το γεγονός επίσης ότι οι θετικά διακείμενοι σχολιαστές επαινούν το τραγούδι για την υποτιθέμενη κριτική του στον λουσάτο κόσμο της σύγχρονης μαύρης μουσικής, προδίδει μια ευρύτερων διαστάσεων προκατάληψη απέναντι στη μαύρη κουλτούρα. Συγκεκριμένα, φαίνεται ότι μοιράζονται την ουσιοκρατική θέση η οποία θέλει τον «άλλο» πάντα στατικό και αναλλοίωτο. Στην περίπτωση που εξετάζω, οτιδήποτε παράγουν οι σύγχρονοι μαύροι καλλιτέχνες υποτίθεται ότι αποτελεί μια αστόχαστη επιβεβαίωση της κτήσης ως του τελικού σκοπού. Η ερμηνεία αυτή είναι φτωχή, αφού η συζήτηση περί πλούτου συνήθως λειτουργεί μεσολαβητικά, προκειμένου να αναδειχθούν άλλες, κρίσιμες, προβληματικές.
Για παράδειγμα, όταν ο Kanye West αναφέρει στο "Clique" «youknowwhitepeople, getmoneydon'tspendit, ormaybetheygetmoneybuyabusiness, Iratherbuy 80 goldchainsandgoign'ant», συνθέτει ένα ωραίο επιχείρημα για την καπιταλιστική συσσώρευση και την ανατρεπτική πρόκληση του ξοδέματος: η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού τίθονται αντιμέτωπαμε τη Μπαταγική έννοια του ξοδέματος. Όταν πάλι η Nicki Minaj επιδεικνύει τον «big black ass» της (παραθέτω τη σκηνή στο τρένο από την ταινία MasculinFéminin, 0:25:52 του Jean-Luc Godard), στην πραγματικότητα επιδεικνύει μια πληθωρική αφρικανικότητα, φέρνει στο επίκεντρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας την έννοια της αφρικανικότητας. Όταν επίσης ο Future ξυπνά μέσα στην καινούρια Bugatti δεν καυχιέται απλώς, αλλά δημιουργεί μια μετωνυμική αλυσίδα για να περιγράψει το απότομο πέρασμα από την ένδεια στην ευμάρεια. Και όταν ο Smoke DZA ραπάρει στο "Black Independence",συνοψίζει τις δυναμικές της διαμάχης ανάμεσα στους επίμονους μύθους και στις πραγματικότητες του μαύρου γκέτο, μα και στην πιθανότητα να αρνηθεί κανείς αυτή τη μοίρα:
«I hear cowards saying why yall talkin about getting cash, I want the teacher to read about us living in the projects in they history class»
Έτσι, η ιδιόλεκτος του γκέτο και το λεξιλόγιο της καπιταλιστικής οικονομίας συνδυάζονται για να προκύψει ένας υβρυδικός λόγος. Η εμπειρία του να ζει κανείς στο πρώτο κωδικοποιείται στη γλώσσα της δεύτερης και διατυπώνεται το επιχείρημα ότι οι Αφροαμερικανοί οφείλουν να διεκδικήσουν το μερίδιο που τους αναλογεί:
«Controlling my own destiny, Knowing the value of my equity, You gotta hold yo turf They'll try to give you what they want, nigga know your worth, you'll get what you negotiate so stickin to yo guns is the only way».
Η εκδοχή λοιπόν του Rick Ross για το “Royals” έρχεται κατά κάποιον τρόπο να κλείσει τη συζήτηση, απαντώντας όχι στη Lorde, αλλά σε όσους τείνουν να αντιλαμβάνονται τη μαύρη κουλτούρα σαν μονολιθική οντότητα. Η αυτού μεγαλειότης μοιάζει να έχει κατανοήσει την παλινδρομική κίνηση του debate και μέσα από τo remix του προχωρεί σε μια απόπειρα χαρτογράφησης του δυσδιάκριτου ρατσισμού. Υποκρινόμενος ότι έχει αποδεχτεί την απλοϊκή διχοτομική ερμηνεία του “Royals”, χτίζει αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε τριεπίπεδο επιχείρημα. Το verse του ακολουθεί το ρεφρέν της Lorde και φαινομενικά επιβεβαιώνει την εικασία ότι η ραπ είναι πράγματι ένας λόγος κενόδοξης επίδειξης. Ακούμε δηλαδή ένα τυπικά Ross-ιανό verse, στο οποίο ο πλούτος και η επιτυχία είναι η αιτία του ναρκισσιστικού κομπασμού:
«Silver Rolls Royce cigarette smoke in it, new fur rug now my dirty boots in 'em, flowin' in the pocket like I'm enrollin' in a college».
Όμως στο verse του ο Wale διευκρινίζει πως τέτοιοι αυτοδημιούργητοι εκατομμυριούχοι έχουν μια ιστορία που πηγαίνει πίσω στο γκέτο και στο εμπόριο ναρκωτικών. Πρόκειται για υπενθύμιση της δομικής ανισότητας (αν και ο εξιδανικευμένος ηρωισμός της μορφής του gangster συμβάλλει στη διαιώνιση της ανισότητας, όπως θα συμφωνούσε και ο Smoke DZA):
«Back where I'm from they move shack from the line, as D-why, bricks, Moving D-why bricks […] Like we didn't come out in this motherfucker through the basement».
Στο τέλος, το verse του Magazeen ολοκληρώνει αυτό που στην πραγματικότητα είναι μια γενεαλογία της καταπίεσης του Αφροαμερικανικού πληθυσμού. Μετά τον Wale και την ιστορία του γκέτο, η βαριά αφρικανική προφορά παραπέμπει μετωνυμικά στις απαρχές της καταπίεσης, δηλαδή στη δουλεία.
Αν λοιπόν συνδυάσουμε τα τρία κουπλέ, παρακολουθούμε από το ένα επίπεδο στο επόμενο ένα επιχείρημα εν εξελίξει, με όλες τις επιτυχίες και αντιφάσεις του. Μακράν του να αποτελεί μια άνευ όρων αποδοχή της καταναλωτικής κουλτούρας, η μαύρη μουσική σήμερα είναι ταυτόχρονα μια ωδή στην καταναλωτική κοινωνία, ένας ζωηρός αναστοχασμός πάνω στη φυλετική ανισότητα και μια διαρκής υπενθύμιση του καθοριστικού πολιτισμικού τραύματος. Μέσα από την ειρωνεία και τη φιλοπαίγμονα πρόσμιξη αντικρουόμενων λόγων, η ραπ μουσική αναδεικνύεται σε ένα ευαίσθητο όργανο μέτρησης ευρύτερων πολιτισμικών διεργασιών.
Για ακόμη μία φορά, λοιπόν, έργα της ποπ κουλτούρας αποδεικνύονται αξιοσημείωτα εκλεπτυσμένα τόσο με τη στενή, όσο και με την ευρεία έννοια. Με τη στενή, εξ αιτίας της πολυσυνθετότητας που προκύπτει από την ανάμιξη ετερόκλητων γλωσσικών παιχνιδιών· με την ευρεία, λόγω της ικανότητα τους να προκαλούν δημόσιες συζητήσεις και να συστηματοποιούν τον αναστοχασμό πάνω σε κρίσιμα προβλήματα.
{youtube}2hbPzftHNJ4{/youtube}