Υπάρχουν ως γνωστόν “Του Αιγαίου τα Μπλουζ”, το “Διδυμότειχο Μπλουζ”, υπάρχουν όμως και τα «Μπλουζ της Ερήμου» ή (ελαφρώς) πιο συγκεκριμένα τα «Μπλουζ της Σαχάρας». Κι αν τα δύο πρώτα αναφέρονται εδώ απλώς και μόνο για να κάνουν τούτη την εισαγωγή κάπως πιο «χαριτωμένη», με το τελευταίο ζεύγος αξίζει να ασχοληθούμε σοβαρότερα. Την αφορμή τη δίνουν (εν αγνοία τους) οι Tinariwen και η εκ νέου διαπίστωση –με το πρόσφατο άλμπουμ τους, Emmaar– ότι αυτά τα «Μπλουζ της Ερήμου» μοιάζουν σχεδόν να τους καταδιώκουν στα περισσότερα από τα κείμενα που γράφονται στη Δύση για τη μουσική τους.
Θα μπορούσε κανείς να πει πως πρόκειται απλώς για ζήτημα σωστής ή λιγότερο σωστής χρήσης της ορολογίας. Πως δηλαδή στην τελική το όλο θέμα ανάγεται σε μια προσπάθεια απλοποίησης, χάριν της μεταξύ μας επικοινωνίας: ας είναι «desert blues», ας είναι οτιδήποτε, αν έτσι καταλαβαινόμαστε εύκολα και χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις. Είναι όμως τόσο απλό; Ή μήπως με την επιλογή μιας λέξης ή φράσης αντί κάποιας άλλης, στην ουσία τοποθετούμαστε και δηλώνουμε (ρητώς ή υπογείως) τη δική μας αλήθεια επί των πραγμάτων; Η ερώτηση είναι βεβαίως ρητορική –σαφώς και οι λέξεις είναι φορτωμένες με νοήματα, πολιτισμικές σημασίες ή κρυσταλλώσεις με κοινωνικό περιεχόμενο και συνήθως όχι με ουδέτερη ιδεολογική φόρτιση. Τι μπορεί να σημαίνει λοιπόν μια τέτοια επιλογή, να αναφερόμαστε στη μουσική των Tinariwen ως «Μπλουζ της Ερήμου»; Και καλά η έρημος, ολόκληρη Σαχάρα· τα μπλουζ όμως;
Σημαντική παρένθεση, ότι ο ιδρυτής και φυσικός ηγέτης των Tinariwen Ibrahim Ag Alhabib, κατάγεται –όπως κι όλα τα μέλη τους άλλωστε– από τη νομαδική φυλή των Τουαρέγκ· επιπλέον, είναι γεννημένος στην περιοχή Azawad, κομμάτι της Δυτικής Σαχάρας το οποίο ανήκει μεν διοικητικά στο Μάλι, είναι όμως τόπος που οι Τουαρέγκ διεκδικούν μαχητικά ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Είναι πάντως σχεδόν λογικό (αν και με την αρκετά ωμή λογική, η οποία φαίνεται να διέπει τέτοια ζητήματα) να σκεφτεί κανείς πως οι νομάδες εύκολα γίνονται παρίες και αιωνίως απόκληροι, ιδιαίτερα από τη στιγμή που η αντίληψή τους περί του γεωγραφικού χώρου συμβαίνει να μην συμβαδίζει εύκολα με εθνικά ή διοικητικά σύνορα, συνεπώς ούτε και με τα πάντοτε ευγενή ιδεώδη που εκπορεύονται από εκείνα (και που εκπληρώνονται συνήθως με σφαγές ή εκτοπίσεις). Και είναι εξίσου λογικό, να μην τους χαρίζεται έτσι εύκολα η διοικητική ανεξαρτησία (δηλαδή το δικαίωμα να μην θεωρούνται πάντα και παντού ως ο επικίνδυνος ξένος), όταν τη διεκδικούν. Ο Ag Alhabib κατανόησε ήδη από τα 4 του τη σκληρή αλήθεια αυτής της πραγματικότητας, βλέποντας τον πατέρα του –αντάρτη των Τουαρέγκ– να δολοφονείται μπροστά στα μάτια του (1963). Ο τόπος για τον Alhabib έγινε αργότερα η νότια Αλγερία, η Λιβύη, μετά ξανά το Μάλι κ.ο.κ., με τον ίδιο να επιλέγει σταδιακά την κιθάρα αντί των πολυβόλων.
Είναι επομένως στα όρια του προφανούς πως η μουσική των Tinariwen περικλείει μπόλικα στοιχεία πέρα από το ιδίωμα assouf των Τουαρέγκ. Φαίνεται πάντως πως λίγη σχέση έχει με τα μπλουζ. Πέρα από το ότι αμφότερες στηρίζονται στην ηλεκτρική κιθάρα, οι ομοιότητες σε δομικά στοιχεία (σε ρυθμούς ή σε αρμονίες) μοιάζουν να σταματούν κάπου εκεί. Επιπλέον, είναι οι ίδιοι που προβάλλουν την αυθεντικότητά της σε σχέση με τις παραδοσιακές μουσικές εκφράσεις των Τουαρέγκ (στο πιο «ανοικτό» και «εκσυγχρονισμένο» ίσως) και διαδίδουν ότι για πρώτη φορά άκουσαν αμερικάνικα μπλουζ όταν άρχισαν να ταξιδεύουν εκτός Αφρικής το 2001 (1). Υπάρχει βέβαια και το γεγονός πως μια βασική ρίζα των μπλουζ βρίσκεται στη δυτική Αφρική. Ανασύρεται έτσι το επιχείρημα ότι, αφού οι Τουαρέγκ κατάγονται (και) από εκεί, δεν μπορεί παρά να συμπεριλαμβάνεται και η δική τους μουσική σ’ αυτήν τη ρίζα. Κάτι τέτοιο μάλλον προσομοιάζει με τη γνωστή και κατά τα λοιπά ατράνταχτη λογική επαγωγή με τον αστυνομικό και το μπουζούκι (2). Χώρια που προϋποθέτει και μια ορισμένου μήκους λογική ακολουθία, τη στιγμή που τις περισσότερες φορές τέτοιου είδους χονδροειδείς κατηγοριοποιήσεις επιστρατεύονται ακριβώς για να αποφευχθεί αυτή η διεργασία.
Ακόμα και αν φθάσουμε ως την επικράτεια της ανθρωπολογίας ή σ’ εκείνη της κοινωνιολογίας, οι συνδέσεις που μπορούν να γίνουν είναι μόνο γενικές και αόριστες. Θα αναφερθούμε σε μουσικές οι οποίες έχουν έντονο το αίσθημα της αναφοράς σε κάποια κοινότητα και σε μουσικές με σχετικά απλές φόρμες πάνω από τις οποίες τραγουδιούνται οι καημοί και οι ελπίδες της κοινότητας. Αλλά κάτι ανάλογο δεν συμβαίνει και στις περισσότερες μουσικές (αν όχι σε όλες), οι οποίες διατηρούν άρρηκτους δεσμούς με το λαϊκό στοιχείο; Θέλω να πω ότι με τον ορισμό «μπλουζ» δεν αναφερόμαστε στις λαϊκές μουσικές εν γένει· αναφερόμαστε σε μία, συγκεκριμένη (μουσικολογικά ή κοινωνιολογικά) έκφρασή τους. Ειδάλλως τι μας εμποδίζει να μιλήσουμε λ.χ. και για τα θρακιώτικα ή τα ηπειρώτικα μπλουζ; Ευτυχώς κάτι τέτοιο –εξ όσων τουλάχιστον γνωρίζω– δεν έχει ακόμα συμβεί. Έχει συμβεί βέβαια η σύνδεση των μπλουζ με τα ρεμπέτικα· και παρόλο που ορισμένες κοινωνιολογικές προεκτάσεις παρέχουν μια κάποια βάση συζήτησης, η σύνδεση παραμένει αυθαίρετη (3).
Παρόμοιες ενστάσεις μπορούν να αναφερθούν αρκετές ακόμα. Νομίζω πάντως ότι έγινε μέχρι ενός σημείου κατανοητό πως η χρήση τέτοιων όρων είναι αρκετά έωλη, έστω κι αν χρησιμοποιούνται ως μια απλή μεταφορά. Γράφει ο ανθρωπολόγος Clifford Geertz: «Όταν λειτουργεί, η μεταφορά μετατρέπει μια εσφαλμένη ταύτιση […] σε ταιριαστή αναλογία· όταν αστοχεί, αποτελεί απλή παραδοξολογία» (4). Καταφανώς βρισκόμαστε στη δεύτερη περίπτωση.
Μπορούμε πάντως να εξάγουμε μερικά συμπεράσματα σχετικά με τη χρήση ενός τέτοιου όρου. Κατά πρώτον, είναι η άγνοια του εκάστοτε γράφοντος, συνδυασμένη πιθανώς με την αδιαφορία/οκνηρία του να την ξεπεράσει ή –ακόμα χειρότερα– με την αδυναμία του να τη συνειδητοποιήσει. Κι αν δίπλα στη λέξη Τουαρέγκ η μόνη σύνδεση που μπορεί να κάνει κάποιος είναι το πολυτελές τζιπ της Volkswagen, τότε μάλλον δεν είναι ο κατάλληλος για να ασχοληθεί με τη μουσική των Tinariwen (πόσο μάλλον να «διαφωτίσει» και άλλους). Φυσικά ουδείς μπορεί να τα γνωρίζει όλα, ακριβώς όμως αυτή η επίγνωση είναι που ωθεί προς το περαιτέρω ψάξιμο. Εντούτοις, το αναμάσημα τετριμμένων κενολογιών «επειδή έτσι το λένε όλοι» δεν έχει να προσφέρει τίποτα. Συν τοις άλλοις, στερεί από τη μουσική τη δυνατότητα να περιγράψει τον εαυτό της.
Σε μια δεύτερη ανάλυση, μπορεί κάποιος να εντάξει τέτοιες προσπάθειες σε μία πολύ συγκεκριμένη τάση: στο να στριμώχνουμε δηλαδή σε ήδη γνωστά και εκ των προτέρων κατασκευασμένα ερμηνευτικά σχήματα ακόμη και μια πραγματικότητα (μουσική πραγματικότητα εν προκειμένω) η οποία δεν μας είναι οικεία. Και αν αυτά τα σχήματα δεν ταιριάζουν με την πραγματικότητα, τόσο το χειρότερο για αυτήν. Μέχρι ενός σημείου βέβαια, τούτη η τάση είναι θεμιτή –καθώς σ’ ένα αρχικό στάδιο είναι ίσως η μόνη διαθέσιμη. Αν όμως παγιωθεί, παίρνει διαστάσεις όμοιες με την (ανοικτή ή συγκαλυμμένη) ανωτερότητα με την οποία συνήθως οι Δυτικοί κοιτούν τους υπόλοιπους πολιτισμούς.
Έπειτα, δείτε το και σε μια πιο μεγάλη κλίμακα. Σκεφτείτε λ.χ. τη διαφορά που υπάρχει μεταξύ αφομοίωσης και ενσωμάτωσης –ζήτημα πολύ ευρύτερο των μουσικών αναλύσεων. Στην πρώτη περίπτωση μιλάμε ουσιαστικά για την μη αποδοχή της ετερότητας και για την απαίτηση ο όποιος Άλλος να ενστερνιστεί στη θεωρία και –κυρίως– στην πράξη την κυρίαρχη κουλτούρα, ενώ στη δεύτερη μιλάμε για την αποδοχή από μέρους της τελευταίας του δικαιώματος στην ετερότητα, εφόσον ασφαλώς τηρούνται ορισμένες βασικές δεσμεύσεις συμβίωσης. Αν χωράνε σε κάποιο άκρο αυτού του δίπολου τα «Μπλουζ της Ερήμου», θα τα βρούμε στην έννοια της αφομοίωσης και μάλιστα με μια αρκετά διαστρεβλωμένη εκδοχή. Διότι δεν αποζητούμε από τους Tinariwen να γίνουν μπλουζ με τους ακραιφνείς όρους που το εννοούμε· λέμε «απλώς» πως, ό,τι και να κάνουν εκείνοι, εμείς θα τους βλέπουμε πάντοτε σαν ένα εξωτικό πουλί των μπλουζ. Επί της ουσίας στραγγαλίζοντας την όποια ιδιαιτερότητα φέρει εγγενώς η μουσική τους και ο τρόπος ζωής τους.
Εννοείται πως σε όλο αυτό, υπεισέρχεται και η γλώσσα του μάρκετινγκ. Η οποία είναι μανούλα στο να αφαιρεί οτιδήποτε μπορεί να φωτίσει την ουσία των πραγμάτων και να το αντικαταστήσει με όμορφες λεξούλες, γενικεύσεις και υπεραπλουστεύσεις, οι οποίες καταλήγουν (τις περισσότερες φορές) να μην σημαίνουν απολύτως τίποτα. Και υπό μία έννοια δεν φταίει το μάρκετινγκ, εκείνο τη δουλειά του κάνει: προσπαθεί να καταστήσει ένα προϊόν ελκυστικό. Φταίει όμως η άκριτη αναπαραγωγή της γλώσσας του σε κείμενα που –υποτίθεται πως– έχουν σκοπό να δουν τι κρύβεται από πίσω.
Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τη συλλήβδην κατηγοριοποίηση όλων των μη Δυτικών (ή προνεωτερικών καταβολών) μουσικών ειδών στη χοάνη της world μουσικής, σε απόλυτη αντίθεση με τη λεπτομερή –σε βαθμό αηδίας– διαφοροποίηση της ευρωπαϊκής ή βορειοαμερικανικής μουσικής σε είδη, υποείδη, κλαδιά και παρακλάδια. Έχουμε δηλαδή βρει τρόπο εμείς οι γραφιάδες να συμπεριλαμβάνουμε σε μια ετικέτα και την παραμικρή διαφοροποίηση σε ό,τι αφορά το ροκ, την τζαζ, το μέταλ, την electronica κ.ο.κ., αλλά δεν μας έχει κόψει ακόμα να βρούμε κάτι παραπάνω από δύο λέξεις για να κατηγοριοποιήσουμε τη μουσική του μεγαλύτερου τμήματος της υφηλίου (συμπεριλαμβανομένων μάλιστα και ορισμένων λαϊκότροπων ειδών της ίδιας της Ευρώπης ή της βορείου Αμερικής). Εδώ που τα λέμε βέβαια, οι λέξεις world music είναι κάποιες φορές βολικές. Όχι γιατί δείχνουν τι ακριβώς περιγράφουν (είναι από τους όρους που περιγράφουν διά της μη περιγραφής), αλλά γιατί γίνεται αντιληπτό το τι αφήνουν απ’ έξω. Δίχως αυτό να αποτελεί δικαιολογία…
Εννοείται πως οι Tinariwen και τα «Μπλουζ της Ερήμου» δεν είναι παρά ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα μιας γενικότερης τάσης. Και δείχνει τις προεκτάσεις που μπορεί να υπάρχουν σ’ αυτήν τη μανία μας να τσουβαλιάζουμε άκριτα και γρήγορα πράγματα, έννοιες ή καταστάσεις. Ας είμαστε επομένως λιγάκι πιο προσεκτικοί ή έστω λιγάκι πιο υποψιασμένοι. Κακό δεν κάνει…
Σημειώσεις:
(1) http://en.wikipedia.org/wiki/Tinariwen
(2) Η καταγωγή αυτής της «ρίζας» στα μπλουζ θα πρέπει μάλλον να αναζητηθεί στην υποσαχάρια δυτική Αφρική, αντί για την «απλώς δυτική», όπως η συγκεκριμένη πλευρά της Σαχάρας. Για την καταγωγή των Αφροαμερικανών (συνεπώς και των μπλουζ) βλ. σελ. 2 της πρόσφατης (2010) δημογραφικής έρευνας της αμερικανικής κυβέρνησης (λινκ εδώ). Για τις αφρικανικές καταβολές, τη γέννηση και την εξέλιξη των μπλουζ βλ. LeRoi Jones, BluesPeople: Η Μαύρη Μουσική στη Λευκή Αμερική(μτφ. Χάρης Συμβουλίδης, εκδόσεις Ισνάφι, 2007).
(3) Για τη σύνδεση βλ. εδώ ένα παλαιότερο άρθρο του Μάκη Μηλάτου στο Δίφωνο (Ιανουάριος 1996) και εδώ μια ανάλυση του Νίκου Σαραντάκου για την κοινωνιολογική οπτική του ρεμπέτικου, όπου μεταξύ άλλων αναφέρεται στη διαφορά μπλουζ και ρεμπέτικου ως διαφορά ταξικής συνειδητοποίησης των θιασωτών του εκάστοτε είδους.
(4) Clifford Geertz, Η Ερμηνεία των Πολιτισμών (μτφ. Θεόδωρος Παραδέλλης, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2003), σελ. 212.
{youtube}mVx9cs-uKqg {/youtube}