Κείμενο: Παντελής Αντωνιάδης

Στα αγγλικά rave σημαίνει παραληρώ. Μουσικά, είναι μια χοντροκομμένη γενίκευση που στα ‘90s ήθελε να συμπυκνώσει σε μια λέξη όλες τις τάσεις της τότε ραγδαία καλπάζουσας και σε συνεχή ανανεωτικό οίστρο, χορευτικής μουσικής της εποχής. Τα περιβόητα rave parties και το dance/club culture φαινόμενο ξεκίνησαν στην Μ. Βρετανία το 1988 με την εμφάνιση του acid house. Πρωτοπόροι της σκηνής ήταν μια τετράδα αστών DJ (Nicky Holloway, Johnnie Walker, Paul Oakenfold και Danny Rampling), οι οποίοι όταν επέστρεψαν από τις διακοπές τους στην Ibiza, εκστασιασμένοι στην κυριολεξία από την ποικιλία proto house και ευρωπαικών club classics που σέρβιρε ο ντόπιος DJ Alfredo στην Amnesia, βάλθηκαν ν’ αναπαράγουν και να επεκτείνουν την  εμπειρία τους, ανοίγοντας μια σειρά από clubs σε αγγλικό έδαφος.

Με τα νέα να διαδίδονται από στόμα σε στόμα και τα house beats να δημιουργούν ένα πρωτόγνωρο πάρτι εγκεφαλικής ευφορίας και αγαπησιάρικου κρεσέντο όταν συνδυάζονταν με την έκσταση του MDMA, η σκηνή γιγαντώθηκε σε καταιγιστικούς ρυθμούς. Σύντομα οι fan της νέας υποκουλτούρας συνειδητοποίησαν ότι μια τέτοια, σχεδόν υπερβατική εμπειρία, μπορούσε να γίνει ακόμη πιο συναρπαστική αν ξέφευγε από τους τέσσερεις τοίχους του Spectrum ή του Shoom και περάσει έξω στη φύση. Tο 1990, λοιπόν, δύο τάσεις άρχισαν να διαγράφονται. Πρώτον τα οργανωμένα ή αυτοσχέδια rave parties στην εξοχή και δεύτερον η μανία μιας ολόκληρης γενιάς συγκροτημάτων να παντρέψουν τις κιθάρες τους με την μετρονομία της dance.

 

1990

MADCHESTER

Από τα τέλη του 1989 το Λονδίνο είχε αρχίσει να χάνει έδαφος ως το επίκεντρο δράσης της σκηνής προς όφελος του Manchester.

Ήδη, μάλιστα, γινόταν φανερό ένα είδος χαλαρής συμμαχίας ανάμεσα σε μια σειρά από rock μπάντες και μια κολεκτίβα από DJs και dance παραγωγούς, τη στιγμή που το φανατικό κοινό των ravers της ευρύτερης περιοχής έσπευδε ν’ απολαύσει τις εξελίξεις. Σημείο συνάντησης όλων αυτών ήταν το club Hacienda (ιδιοκτησίας της Factory Records).

Στο ρόλο των πρωταγωνιστών βρέθηκαν οι Happy Mondays, χάρη στο εμπνευσμένο fusion του δυναμικού funk rock τους με στοιχεία από την rave σκηνή που τους εξασφάλισε η συνεργασία με τον Paul Oakenfold και τον Terry Farley (με support τους 808 State) καιοι Stone Roses με τον indie/funk/dance ύμνο του “Fool’s Gold” και το τρίο των DJs Oakenfold, Dave Haslam  και Frankie Bones ν’ ανοίγουν την ιστορική εμφάνισή τους στο Spike Island μπροστά σε 30.000 fans.

 

StoneRoses-Monkey-Face

Οι Primal Scream, πάλι, είχαν την ευφυή ιδέα να αφήσουν τον Andrew Weatherall να μεταμορφώσει την μπαλάντα “I’m Losing More Than I Ever Had” στο φλογερό house groove του “Loaded”, με την συνεργασία να επεκτείνεται στο διπλό άλμπουμ Screamadelica που κατέληξε ν’ αποτελέσει το πιο αντιπροσωπευτικό long play δείγματης acid house περιόδου. Λίγο μακρύτερα στο Sheffield, o Richard H Kirk, μέλος των Cabaret Voltaire, ηχογραφώντας στην Warp ως Sweet Exorcist ακολουθούσε ένα industrial ηλεκτρονικό μονοπάτι που τον έφερνε σε συναφείς ηχητικά δρόμους με το Detroit techno, με τους συντοπίτες LFO να τραβούν επίσης την προσοχή με το ομώνυμο single τους.

Στο μεταξύ, η κοσμοπλημμύρα που επικράτησε στο Hacienda έφερε στο clubένα κύμα παρενεργειών (διακίνηση ναρκωτικών, μαφιόζικες συμμορίες που μάχονταν για τον έλεγχο της διακίνησης), το οποίο κατέληξε στον θάνατο μιας 16χρονης. Οι ιδιοκτήτες προσπάθησαν να σώσουν την κατάσταση, προσλαμβάνοντας έναν διάσημο συνήγορο και ενισχύοντας τα μέτρα ασφαλείας, η εμπιστοσύνη των fan είχε όμως χαθεί και η προσέλευση μειώθηκε δραματικά. Στο μεταξύ η ιδέα του Dr Motte και της συντρόφου του να διοργανώσουν ένα πάρτι στους δρόμους του πρόσφατα ενωμένου και πάλι Βερολίνου με τα ηχεία να παίζουν dance μουσική συγκέντρωνε 2.000 άτομα (μετά τους 150 της πρώτης χρονιάς). Το event βαφτίστηκε LoveParade και στο δεύτερο μισό της δεκαετίας θα έφθανε το 1,5 εκατομμύριο θεατών, καθώς η προσέλευση αυξανόταν με γεωμετρική πρόοδο χρόνο με το χρόνο.

 

1991

HARDCORE YOU KNOW THE SCORE

Μέχρι το 1990 δεν ήταν παράξενο να βλέπει κάποιος DJs όπως ο Paul Trouble Anderson, o Judge Jules και ο Grooverider να εμφανίζονται την ίδια βραδιά στον ίδιο χώρο.

Από το καλοκαίρι του ’91 ενώ το Balearic δίκτυο της παρέας των πρωτοπόρων της Ibiza είχε πέσει με τα μούτρα στα επικά ρεφρέν και τις χαρούμενες πιάνο μελωδίες του ιταλικού house, στο clubRage το μαύρο δίδυμο των Fabio και Grooverider ακολουθούσε μια τελείως διαφορετική κατεύθυνση, πιο  σκοτεινή και τραχιά. Χτισμένο πάνω σε μια βάση σπινταρισμένων hip hop breaks και θανατηφόρων techno μοτίβων στο keyboard, το νέο είδος εύλογα ονομάστηκε hardcore.

Και μπορεί ο κλασικός προπομπός του συγκεκριμένου ήχου (Mr Kirk’s Nightmare των 4 Hero και η αίσθηση χιούμορ των Shut Up and Dance) να ήταν λίγο πολύ βατά, η μεγάλη πλειοψηφία όμως του hardcore παρήγαγε το μουσικό ισοδύναμο των νυχιών πάνω στον πίνακα (βλέπε Quadrophonia και T99). Οι υπόλοιποι της παρέας (Altern 8, το “Charly” των Prodigy, Smart Es) φλέρταραν επικίνδυνα με το παιδαριώδες, οπότε έμενε ο σκληρός breakbeat ήχος της R&S για να δώσει μια στοιχειώδη καλλιτεχνική αξιοπρέπεια στην σκηνή.

Το ίδιο χρονικό διάστημα τα υπαίθρια rave party εξαπλώνονταν ολοένα και περισσότερο, αποκτώντας μάλιστα και σφραγίδα νομιμότητας όπως τα Raindance, World party, Heaven on Earth. To ’91 ήταν επίσης η χρονιά που το Ministry of Sound άνοιξε τις πύλες του, επενδύοντας κυρίως στις μετακλήσεις εκπροσώπων της πρώιμης New York/New Jersey garage σκηνής, όπως ο Tony Humphries.

somoscomonios_ku_ibiza

 

1992

GLAM ΚΑΙ ΜΑΖΙΚΕΣ ΣΥΛΛΗΨΕΙΣ

Μετά τους μπελάδες με το Νόμο, τα ξεσαλώματα στην εξοχή και την πρώτη διάσπαση της σκηνής, ο καινούριος χρόνος έφερε το glam ξανά στο προσκήνιο της club πραγματικότητας.

Glam, όπως ήταν το όνομα του νέου χώρου που άνοιξε ο Danny Rampling και η συμβία του, glam και με την έννοια της επιστροφής στην αυστηρή πολιτική face control στην πόρτα του club. Η έλλειψη διακρίσεων σε ό,τι αφορά το φύλο, τον ενδυματολογικό κώδικα και το σωματικό κάλλος υπήρξε παράγοντας-κλειδί στην μαζική δυναμική που ανέπτυξε η club κουλτούρα. Στο Glam όμως, όπως υποδηλώνει και το όνομά του, η Jenni Rampling λειτουργούσε ως fashion police κέρβερος. Διέθετες sexylooks, designer ρούχα, ανδρόγυνο στυλ, ήσουν gay ή γυναίκα, έμπαινες. Στο εσωτερικό του club ένας ακόμη άγνωστος τραβεστί ονόματι Jon of the Pleased Wimmin αναλάμβανε το warm up, προτού ο Danny Rampling και ο θρυλικός Alfredo σερβίρουν το κυρίως πιάτο.

Η σημαντικότερη εξέλιξη προέκυψε από την διάθεση μιας σειράς DJ/παραγωγών να εμπλουτίσουν τις καθαρόαιμες φόρμες του house και του techno με dub/reggae/discoστοιχεία. Η εξέλιξη βαφτίστηκε μάλλον ατυχώς progressive house, από μουσικής πλευράς ήταν όμως μια πνοή φρέσκου αέρα καθώς δημιούργησε τις προϋποθέσεις ώστε η house φόρμα να εξερευνήσει πληθώρα νέων ηχητικών δρόμων και παρουσίασε στο κοινό σπουδαία ονόματα, από τους Leftfield και τον Sasha έως τον Justin Robertson και τον Darren Emerson.

To Renaissance, μάλιστα, που άνοιξε ο Geoff Oakes στο Mansfield την ίδια περίοδο, έμελλε ν’ αποτελέσει ως club, διοργανωτής συναυλιών και δισκογραφική εταιρία το βαρύτερο brand name του χώρου. Στο μεταξύ, οι κραυγές του σκανδαλοθηρικού Τύπου για ανεξέλεγκτη κόλαση ναρκωτικών, αύξησε την πίεση στα sound systems που διοργάνωναν τα υπαίθρια free party και έτσι, όταν οι αστυνομικές αρχές ζήτησαν από τους διοργανωτές ενός rave στο Castlemorton (Ουαλία) να κατεβάσουν την ένταση του ήχου, η σύγκρουση ξέσπασε. Οι διοργανωτές αρνήθηκαν να υπακούσουν και οι αρχές προχώρησαν σε συλλήψεις, κατάσχεση του εξοπλισμού και αργότερα στην ψήφιση του Criminal Justice Act, με στόχο να βάλουν μια και καλή ταφόπλακα στα υπαίθρια party.

 

Το πλήρες άρθρο θα το βρείτε στη συλλεκτική έκδοση του Sonik και του Avopolis.gr  με τίτλο «Η Μουσική Βίβλος των ‘90s». Μπορείτε να το παραγγείλετε εδώ.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured