Υπάρχει μια όχι και τόσο διαδεδομένη ιστορία που είναι το κλειδί για να κατανοήσει κανείς πως άφησε εποχή η σύγχρονη rhythm n' blues ή αλλιώς neo-soul σκηνή της Αμερικής στα μέσα προς τέλη των ‘90s.
Έχοντας χτίσει τη φήμη τους πάνω στο ευρηματικό Οrganix και έχοντας ξοδέψει το πρώτο μισό των ‘90s στο Λονδίνο προκειμένου να μελετήσουν την πηγή του neo-soul κινήματος (βλέπε τις κυκλοφορίες της Acid Jazz records), οι The Roots του Ahmir Khalib Thompson aka Questlove ή ?uestlove ήταν έτοιμοι το 1995 για το μεγάλο βήμα της πολυεθνικής υπογραφής. Τα λεφτά που προσέφερε η Geffen ήταν τα ιδανικά και επιπλέον το «σταδιακό» ροκ ρόστερ της εταιρείας (Nirvana, Aerosmith και Guns N' Roses) βόλευε την μίξη μπάντας και hip hop που προέβλεπε το ύφος των Roots.
Είχαν υπογράψει μια χρονιά πριν και δεν είχαν προβλέψει (όπως όλοι μας) την αυτοκτονία του Cobain, τη μηδαμινή διάθεση των G'N'R για νέο δίσκο και την απόφαση των Αerosmith να επιστρέψουν στην Columbia. Στα πλάνα του 1995, λοιπόν, πέραν του επιθετικού hip hop ήχου των GZA που δεν παντρευόταν με τους Roots, η Geffen είχε μείνει μόνο με αυτούς σαν εκπροσώπους του urban ήχου. Λίγο πριν χρηματοδοτηθεί το Do You Want More?!!!??! του '95, λοιπόν, ο Questlove προσέγγισε τους Α&R της Geffen με ένα σχέδιο και μια συμφωνία ανάλογη αυτή του Μωυσή και του Νώε. Oι Roots θα κυκλοφορούσαν το νέο τους υλικό μόνο αν το label τους έδινε την ευκαιρία να δημιουργήσουν το μουσικό τους κίνημα, γνωστό και ως Soulquarians movement, βάζοντας στην κιβωτό τους μια ντουζίνα από ανερχόμενους τραγουδιστές και παραγωγούς που θα επικρατούσαν στην hip hop και r'n'b σκηνή. H πιο εκλεπτυσμένη και επιτυχημένη μπίζνα για το comeback του ήχου της Sade προέβλεπε μια διετία κατά την οποία ο αρχηγός Questo θα είχε την ευχέρεια να φτιάξει την δισκογραφία σε μια σειρά από νέους και καταξιωμένους καλλιτέχνες, τα ονόματα των οποίων σήμερα προκαλούν δέος: Talib Kweli, Common, Mos Def, Erykah Badu, Bilal και D'Angelo ήταν οι ερμηνευτές με τους Q-Tip, Questlove, James Poyser και τον αξεπέραστο J.Dilla στην καρέκλα του παραγωγού.
Αυτό που σήμερα ακούγεται σαν dream team της μαύρης μουσικής και στα μέσα των ‘90s και αρχές ‘00s τίναξε την μπάνκα στον αέρα, σχηματίστηκε πίσω στα 1995 από τον δαιμόνιο Questlove σαν κίνημα των Soulquarians (οι Talib Kweli, Common, Mos Def και Q-Tip γνωρίζονταν από το παρελθοντικό κίνημα των Native Tongues) προκειμένου να σώσουν τα μεγαλεπήβολα σχέδια της συνεργασίας Geffen - Roots.
Τον Ιούλιο του 1995 φτάνει μετά βίας στο νο.6 του Aμερικάνικου r'n'b chart το ντεμπούτο Brown Sugar του D'Angelo που τον μετατρέπει αυτομάτως σε μια από τις εκφραστικότερες έγχρωμες ανδρικές φωνές της γενιάς του. Τα όχι και τόσο υψηλά νούμερα των πωλήσεων τον οδηγούν ακόμη πιο γρήγορα στη συμμορία του Questo και το Voodoo του 2000, που ηχογραφείται εξολοκλήρου στα Electric Ladyland studios του Hendrix, δίκαια αποτελεί την ποιοτική κορύφωση του είδους σε επίπεδο κυκλοφοριών άλμπουμ.
Στο πλάι του στεκόταν επάξια η δεύτερη κορυφαία μαύρη φωνή των ‘90s. H Εrykah Badu συγκρίθηκε με την Billie Holiday και το ντεμπούτο της Baduizm έφτασε στο νούμερο 2 του Αμερικάνικου Billboard, με τον Questlove στην συμπαραγωγή. Το μεγάλο break ήρθε με το νικητή των Grammy "You Got Me" (του 1999) και την επίσημη συνεργασία των Roots με την Badu.
Η νούμερο ένα γυναικεία μαύρη φωνή των ‘90s και με τον απόλυτο νεο soul δίσκο είναι αναμφισβήτητα η Lauryn Hill. Έχοντας σαρώσει μέσα στο '96 τα πάντα με το Νevermind των μαύρων, το πολυπλατινένιο Τhe Score (1996) των Fugees, η φωνή του hip hop / r'n'b supergroup ακολούθησε το ένστικτο της και το solo ντεμπούτο της Τhe Miseducation Of Lauryn Hill, το καλοκαίρι του 1998, την έβαλε για τα καλά στο πάνθεον των μοναδικών γυναικείων φωνών. Δυστυχώς μέχρι εκεί και για 3 μόλις χρόνια απολαύσαμε το ταλέντο της. Η μητρότητα και πρόσφατα μια σειρά από οικονομικές ατασθαλίες την κρατούν ακόμα μακριά από το κοινό που περιέργως την θυμάται και την αναζητά μέχρι και σήμερα, γιατί απλά το νέο σόουλ κίνημα δεν θα υπήρχε χωρίς αυτήν.
Για τους μουσικογράφους η αρχή όλων, βέβαια, για το υβρίδιο της σύγχρονης soul βρίσκεται στο Sons of Soul, το τρίτο άλμπουμ των Tony! Toni! Toné! (αν και το καλύτερο τους ήταν το τελευταίο τους, House Of Music), στους οποίους ήταν μέλος ο υπερπαραγωγός και εκ των αρχιτεκτόνων του εν λόγω ήχου, Raphael Saadiq. D'Angelo και ΤLC υπήρξαν από τους βασικούς συνεργάτες του στα ‘90s, με τις τελευταίες τρεις κυρίες να κατέχουν την περισσότερο εμπορική εκδοχή της μοντέρνας soul με το καλογυαλισμένο άλμπουμ Crazy Sexy Cool (1994). Κομμάτια όπως τα “Creep” και “Waterfall” δημιούργησαν αργότερα τη σχολή νέων καλλιτέχνιδων, όπως οι Aaliyah, Brandy & Monica (θυμάστε το επικό “The Boy is Mine”;), αν και η μοίρα δεν στάθηκε με το μέρος της Lisa Left Eye Lopez που πέθανε σε τροχαίο το 2002.
Το MTV και η χρυσή εποχή του hip hop (που συγγενεύει ηχητικά με τον φρέσκο ήχο του r'n'b) πάτησαν στον οργανικό χαρακτήρα των ενορχηστρώσεων και επωφελήθηκαν από το είδος, συμπεριλαμβάνοντας το σε θεσμούς όπως το MTV Unplugged (ενώ το Hollywood καπηλεύτηκε την επιτυχία του ήχου με το O.S.T. της ταινίας Love Jones του '97) . Και στα ακουστικά sessions, λοιπόν, την πρωτοκαθεδρία κατέχουν οι εκτελέσεις της Lauren Hill, αλλά ακόμα στον χρόνο αντέχουν και οι εκτελέσεις του Μaxwell. Aν η σόουλ είχε ανάγκη από το βελούδο μιας ανδρικής φωνής στα πρότυπα του Prince (όχι ότι στις αρχές της δεκαετίας δεν είχανε τον Seal), τότε αυτή ήταν του Maxwell. Jazzy, απαλό και κάτι σαν ήρεμη δύναμη το ντεμπούτο του που κυκλοφόρησε το '96, Urban Hung Suite (επίσης ηχογραφημένο στα Electric Ladyland Studios), διεκδικεί μια θέση στην πεντάδα των σπουδαίων r'n'b, soul δίσκων των ‘90s.
Xωρίς να καταλαβαίνουν ακριβώς εκείνη την εποχή τι διαμάντια σκαλίζουν οι Soulquarians και οι λοιποί νεο soul εκπρόσωποι, είδαν στα μέσα των ‘00s τα άλμπουμ τους να εκτιμούνται μαζικά και τον ήχο τους να επιδρά καταλυτικά, με τρόπο τέτοιο έτσι ώστε να δημιουργεί ένα νέο είδος. Η οργανική soul, που είχε τόσο εύστοχα καλύψει ο Stevie Wonder δύο δεκαετίες πριν και που είχε πάρει χορευτικές διαστάσεις στο Λονδίνο με ονόματα όπως Soul II Soul, The Brand New Heavies, Lisa Stanfield και φυσικά τους Jamiroquai, πήρε νέα πνοή στα τέλη των ‘90s, όταν παραγωγοί - γάτες όπως ο αείμνηστος J.Dilla (ο Questo, o Saadiq κ.α.) πάντρεψαν την ευαισθησία του οργανικού hip hop που δίδαξε η σχολή των Tribe Called Quest και De La Soul με το εύρος σπάνιων ερμηνειών από φωνές όπως αυτές των Lauren Hill, Maxwell, Erykah Badu, Aaliyah, Angie Stone, Macy Gray, D'Angelo, Common και Jil Scott και δημιούργησε στην ουσία μια ελιτιστικής μορφής μαύρη ποπ. Έναν ήχο που ακόμη και οι εκ Βρετανίας ορμώμενοι εκπρόσωποι του (βλ. Jamiroquai και η περίπτωση του O.S.T. Godzilla) χρειάστηκε να ταξιδέψουν αρκετά μίλια από την άλλη μεριά για να τα καταφέρουν στην χώρα που θα μπορούσε να το εκτιμήσει.
Τέλος, ας μην ξεχνάμε ότι η πραγματική επίδραση και το cash in του ήχου που με το α λα Νώε τέχνασμα του εφηύρε το '95 ο Ahmir Khalib Thompson για να υποστηρίξει την είσοδο των Roots στο ρόστερ της Geffen, ήρθε 10 χρόνια αργότερα με τα βασικά ονόματα του κινήματος του (Slum Village, Roots, Bilal, Common, Badu, D'Angelo, Mos Def, Q-Tip) να μετατρέπονται σε σούπερ σταρ πρώτου μεγέθους και ονόματα όπως η Alicia Keys, ο John Legend και οι N.E.R.D. του Pharrell Williams να υποκλίνονται. Aκόμη, λοιπόν, και αν στα ‘90s δεν είδαμε ολοκληρωμένο το μεγαλοφυές σχέδιο του Questo, μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι οι γερές βάσεις της μαύρης ποπ μπήκαν στα μέσα των ‘90s.
Το πλήρες άρθρο θα το βρείτε στη συλλεκτική έκδοση του Sonik και του Avopolis.gr που κυκλοφορεί σε περίπτερα και επιλεγμένα βιβλιοπωλεία, με τίτλο «Η Μουσική Βίβλος των ‘90s».