Αφορμή για το παρόν κείμενο στάθηκε η κυκλοφορία του PianoNights των Bohren & DerClubOfGore. Αφορμή (και όχι αιτία), διότι δεν θα μείνουμε μόνο στο συγκεκριμένο άλμπουμ –άλλωστε θα ακολουθήσει και δισκοκριτική τις προσεχείς ημέρες/εβδομάδες. Σκοπός του παρόντος είναι η σκιαγράφηση του μουσικού χώρου του οποίου αξιότεροι ίσως εκφραστές είναι οι προαναφερθέντες Γερμανοί· αυτού που συχνά κατηγοριοποιείται κάτω από τον ομιχλώδη χαρακτηρισμό «dark jazz».
Ας μην χάνουμε όμως φαιά ουσία προσπαθώντας να βρούμε έναν πιο ακριβόλογο χαρακτηρισμό. Ούτως ή άλλως, ο χώρος δεν χαρακτηρίζεται μόνο από τον ψευδο-όρο dark jazz· αλλού επικρατεί το πιο περιγραφικό doom jazz, αλλού το ambient jazz, αλλού ακόμα και το post-jazz. Μη ξεχνάτε επίσης πως αναφερόμαστε σε ένα ιδίωμα εκ φύσεως υβριδικό και επομένως ιδιαίτερα ευεπίφορο σε μεταλλάξεις και μετασχηματισμούς. Με άλλα λόγια, ο όποιος χαρακτηρισμός μοιάζει καταδικασμένος να στερείται σαφήνειας.
Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να δώσουμε το περίγραμμα της αναζήτησης, να εντοπίσουμε ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά. Η βασική συνταγή μοιάζει απλή: παίρνουμε μια μπαλαντόμορφη τζαζ την οποία παίζουμε χαρακτηριστικά αργά, έχοντας στην άκρη του μυαλού μας ότι –εκτός των παραδοσιακών τζαζ εργαλείων (πιάνο, μπάσο, τύμπανα, πνευστά)– μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και ηλεκτρονικά. Παίζοντας βέβαια «χαρακτηριστικά αργά», κάτι που σε διαφορετική περίπτωση θα ενέπιπτε στο σύνδρομο της τζαζ μπαλάντας, δημιουργούμε πολλούς κενούς χώρους. Μέρος λοιπόν του ό,τι εννοούμε ως «σκοτεινή τζαζ» στοχεύει στην ανάδειξη αυτής ακριβώς της κενότητας, χτίζοντας με εκείνη σαν βάση το σκοτεινό (ή κλειστοφοβικό) του χαρακτήρα. Ορισμένες μάλιστα φορές, η μουσική φόρμα αποδομείται σε τέτοιον βαθμό, ώστε έχει περισσότερη σημασία ο απόηχος μιας φράσης παρά η φράση αυτή καθ' αυτή.
Σε κάθε περίπτωση, το αργόσυρτο και η δυναμική της σιωπής ή του ψιθύρου αποτελούν αναπόσπαστα στοιχεία της δραματικότητας των συνθέσεων. Οι οποίες, κατά τα λοιπά, δεν φημίζονται για τη φοβερή πολυπλοκότητα τους. Σπανίως δηλαδή το ενδιαφέρον τίθεται στο πώς ένα θέμα μπορεί να εξελιχθεί· περισσότερο γίνεται αντιληπτό ως εκτόπισμα, ως μία ατμόσφαιρα που προστίθεται στα ήδη φορτισμένα συμφραζόμενα. Με τη λακωνικότητα των θεμάτων, συναντούμε έναν από τους χαρακτηριστικούς τρόπους μινιμαλιστικής σκέψης –ο οποίος επιγραμματικά λέει πως η φειδώ στη χρησιμοποίηση εκφραστικών μέσων κάνει τη χρήση τους περισσότερο αιχμηρή (κάτι κοντά στο αγγλικό μότο «less is more»). Επίσης, με την αντίληψη των μερών της σύνθεσης ως «ατμοσφαιρικά layers», αγγίζουμε ένα άλλο ομιχλώδες μουσικό υποσύνολο, το οποίο αναφέρεται συνήθως ως «κινηματογραφικό». Αυτή δηλαδή η δυνητική λειτουργία της μουσικής ως περιγραφική συναισθημάτων ή καταστάσεων (πραγματικών ή φανταστικών).
Με τα παραπάνω κατά νου και με το επιπλέον δεδομένο ότι χρονικά η αρχή των εξελίξεων εδράζεται στο μέσον της δεκαετίας του 1990, ξεκινούμε από τους Bohren & Der Club Of Gore, μιας που η δική τους δουλειά έδωσε και το έναυσμα για το παρόν κείμενο.
Black Earth
Ένα ενδιαφέρον στοιχείο που εντοπίζει κανείς στο βιογραφικό του κουαρτέτου από τη Βεστφαλία, είναι ότι οι απαρχές του εντοπίζονται στα υπόγεια του μέταλ. Το grindcore, το black metal και το doom ήταν τα κοινά ενδιαφέροντα των Thorsten Benning, Robin Rodenberg, Reiner Henseleit & Morten Gass, όταν πρωτοβρεθήκανε πίσω στο 1988. Να λοιπόν πού εδράζονται οι ναρκοληπτικές τους ταχύτητες ή η εμμονή με το σκοτάδι και τον θάνατο (η νεκροκεφαλή στο εξώφυλλο του BlackEarth λ.χ. ή τίτλοι όπως “Grave Wisdom” ή “The Art Of Coffins”).
Βεβαίως αυτός ο μέταλ εαυτός δεν είναι καταγεγραμμένος –μόνο ενδείξεις υπάρχουν. Ήδη από τον πρώτο δίσκο τους, το GoreMotel του 1994, η απόφαση να εμπλακεί η τζαζ στο παιχνίδι ήταν ειλημμένη. Κι αν το GoreMotelέδειχνε κάπως άγουρο, στο MidnightRadio έναν χρόνο μετά η απόπειρα της ιδιαίτερης προσέγγισής τους είχε πλέον εξελιχθεί σε ολοκληρωμένη πρόταση. Εμμένοντας στους απλωτούς χρόνους του doom, αλλά εκφραζόμενοι πλέον με μία πιο απελευθερωμένη συλλογιστική, οι Bohren & Der Club Of Gore έκαναν τη δική τους τομή. Η «σκοτεινή» πλευρά της τζαζ είχε διανοίξει το δικό της ανήλιαγο μονοπάτι.
Ειρήσθω εν παρόδω, bohren στα γερμανικά σημαίνει γεώτρηση, το οποίο μας δίνει μία ακόμα όψη των πραγμάτων. Ότι δηλαδή η μουσική έχει σκοπό τη διείσδυση, την πρόσβαση σε σημεία βαθύτερα της επιφάνειας. Και θα έλεγε κανείς ότι αυτό ακριβώς καταφέρνει.
Το 2002, με το τέταρτο άλμπουμ τους, οι Bohren & Der Club Of Gore καταγράφουν ό,τι μέχρι σήμερα φαντάζει ως η κορυφή –δική τους και πιθανόν του dark jazz ιδιώματος: τον δίσκο BlackEarth. Παραμένει βεβαίως η εμπιστοσύνη τους στη δυναμική των κενών χώρων, πλέον όμως είναι πιο μεστοί στο πώς τους νοηματοδοτούν. Στο πώς για παράδειγμα μετράνε τις σιωπές τους για να αναδείξουν τη μια νότα του σαξοφώνου ή μια σύντομη αποστροφή του πιάνο. Συν τοις άλλοις, εκμεταλλεύονται και τις γόνιμες επιδράσεις που προέκυψαν από την αντικατάσταση του κιθαρίστα Reiner Henseleit από τον σαξοφωνίστα/πιανίστα Christoph Clöser (1997), κάνοντας τις γέφυρές τους με την τζαζ πιο στέρεες.
{youtube}L33XI7ZnNjQ{/youtube}
Αν θέλουμε όμως να είμαστε ελάχιστα ακριβείς σε ό,τι αφορά στη χρονική αλληλουχία των εξελίξεων, από τη Βεστφαλία θα μεταφερθούμε βορειότερα, στη Νορβηγία, όπου ένα άλλο κουαρτέτο διαβαίνει παρεμπιπτόντως ορισμένα παρόμοια μονοπάτια...
Super-silent
Ο λόγος για τους Supersilent (Arve Henriksen, Jarle Vespestad, Stale Storløkken & Helge Sten). Ετούτοι βεβαίως έπιαναν την τζαζ από μια πιο free εκδοχή της και στήριζαν τη σύμπραξή της με τα ηλεκτρονικά στην προσέγγιση δια του αυτοσχεδιασμού. Τα αποτελέσματα –βλέπε τους 11 δίσκους που κυκλοφόρησαν από το 1998 έως το 2010– ήταν αρκετά διαφορετικά από αυτό που εξετάζουμε. Αλλά όταν αποφάσισαν να δείξουν την κυριολεξία του ονόματός τους, πρότειναν κι εκείνοι ορισμένες καίριες διαδρομές.
{youtube}3OQMB7TU-28{/youtube}
Σημαντικό στοιχείο στις εν λόγω παρεκτροπές τους, ήταν βεβαίως η τρομπέτα του ArveHenriksen. Ο οποίος επίσης αρέσκεται σε αυτά τα αργόσυρτα τέμπο, στους «σκοτεινούς» παράδρομους της τζαζ γλώσσας. Δύσκολα ασφαλώς μπορεί η προσέγγιση του Henriksen να μπει κάτω από την ίδια στέγη με εκείνη των Bohren & Der Club Of Gore, αν πιάσουμε όμως την κυριολεξία των δύο dark jazz συνθετικών, οφείλουμε να εξετάσουμε και τούτη την περισσότερο εκλεπτυσμένη εκδοχή. Με προσωπικούς δίσκους όπως το Chiaroscuro του 2004, το Cartography του 2008 ή το περσινό PlacesOfWorship (περισσότερα εδώ), παίζει κι ο Henriksen το παιχνίδι των κενών χώρων, της διαχείρισης των απόηχων. Φθάνοντας όμως σε ένα αποτέλεσμα σχεδόν διάφανο, αντί του μπετοναρισμένου σκότους των Bohren. Ειρήσθω εν παρόδω, αναμένουμε να τον δούμε και ζωντανά τον Μάρτιο στο Six d.o.g.s.
Αλλά αν ο Arve Henriksen μας ανοίγει δρόμο προς την ECM και τις δικές της εκδοχές της διακριτικής και σκοτεινής τζαζ, οι Supersilent φέρνουν την παραμορφωτική επίδραση των ηλεκτρονικών· και σε αυτήν θα στραφούμε.
Τα όρη και τ’ άγρια βουνά
Ο λόγος για δύο σχήματα από την Ολλανδία, τα οποία στην ουσία είναι ένα. Οι KilimanjaroDarkjazzEnsemble και οι MountFujiDoomjazzCorporation αποτελούν δύο διαφορετικές εκφάνσεις ενός συνόλου μουσικών επικεντρωμένου γύρω από το ντούο των Justin Köhnen (aka Bong Ra) και Gideon Kiers. Οι πρώτοι εκφράζουν το πιο προσβάσιμο (ή το πιο κινηματογραφικό, αν έτσι το προτιμάτε) και οι δεύτεροι το πιο πειραματικό στοιχείο.
Προφανώς, την παραμορφωτική επίδραση των ηλεκτρονικών τη βρίσκουμε περισσότερο αν ανέβουμε το όρος Φούτζι. Εδώ φυτεύουν αυτή τη διαθλασμένη τζαζ, όχι τόσο στο doom (όπως γράφουν στην ονομασία τους), όσο στην έννοια του drone. Τις περισσότερες φορές οι ρυθμοί –έστω, εκείνοι οι ναρκοληπτικοί των Bohren– απλώς υπονοούνται και σε βασικό εργαλείο των συνθέσεων αναδεικνύονται τα ισοκρατήματα φυσικών και ηλεκτρονικών οργάνων. Βρίσκοντας στην πορεία και ορισμένες αναφορές στην καναδική πλευρά του post-rock (Godspeed & σια), η δυναμική των Mount Fuji χτίζεται όχι στη βάση όσων «συμβάντων» εξελίσσονται εντός της, μα περισσότερο σαν μια θάλασσα η οποία φουσκώνει με την παλίρροια και ξεφουσκώνει με την άμπωτη. Το άλμπουμ Succubus του 2009 παρουσιάζει ίσως τη πιο γεμάτη εκδοχή του συγκεκριμένης προσέγγισης.
{youtube}yIQSycs81c{/youtube}
Ως Kilimanjaro, από την άλλη, οι Köhnen & Kiers έχουν μάλλον καταφέρει να παρουσιάσουν την πιο εύληπτη ή την πιο «επικοινωνίσιμη» (αν δανειστούμε την τρέχουσα ορολογία) εκδοχή της dark jazz. Όπως και να έχει, η εν λόγω κολεκτίβα είναι από τις λίγες περιπτώσεις που μία μπάντα μπορεί να προλογίσει συναυλία του εαυτού της, δίχως να πέσει σε εμφανή ταυτολογία. Συνέβη άλλωστε και στα μέρη μας, τον Νοέμβρη του 2011.
Εντωμεταξύ στο Αμέρικα
Όλα τα παραπάνω (και τα υπόλοιπα που θα ακολουθήσουν), έχουν τόπο την Ευρώπη. Ένα όμως ακραιφνές παράδειγμα της εν λόγω συλλογιστικής συνέβη στη Νέα Υόρκη το 2008, όταν ο ντράμερ Bobby Previte –γνωστός από συνεργασίες με μουσικούς όπως ο Wayne Horvitz ή ο John Zorn– και ο πιανίστας Jamie Saft (επίσης γνωστός στην «κλίκα» του Zorn), συνέπραξαν ως Swami LatePlate. Έφεραν μάλιστα τα πράγματα σε ένα κάποιο άκρο, αρνούμενοι να προσθέσουν όσα στολίδια μπορούν να γεμίσουν χώρους και στηριζόμενοι αποκλειστικά στις αδρές γραμμές των ντραμς του Previte, στο πιάνο του Saft και στη βασική μπασογραμμή που προσέθεσε ο τελευταίος. Η απογυμνωμένη εκδοχή τους παρουσιάστηκε άπαξ στον δίσκο DoomJazz του 2008 (κυκλοφόρησε από την εταιρία του Saft, τη Veal) και παρουσιάζει το δικό της ενδιαφέρον.
{youtube}KUtXR_aDqkQ{/youtube}
4+2
Αν θέλουμε τώρα να δούμε ορισμένα περισσότερο στερεοτυπικά dark jazz δείγματα, αξίζει να στραφούμε σε 4 επιπλέον περιπτώσεις. Πρώτον, στους Povarovo· ένα σχήμα από τη Μόσχα, το οποίο κυκλοφόρησε το ντεμπούτο του το 2010 (επανακυκλοφόρησε ευρύτερα μέσω της Denovali) και έδειξε πως, ακόμα κι ακολουθώντας τα κλισέ που έχουν στο μεταξύ δημιουργηθεί, το αποτέλεσμα διατηρεί ένα ενδιαφέρον. Δεύτερον, στους Γάλλους DaleCooperQuartet & TheDictaphones, οι οποίοι θεωρούνται από πολλούς το Νο3 του είδους –μετά από Bohren και Kilimanjaro. Τούτοι έχουν (προφανείς ή και όχι τόσο) αναφορές στο TwinPeaks του David Lynch και είναι αρκετά μεστοί στην αποτύπωση της συλλογιστικής τους. Δεν κάνουν βέβαια κάποιο άλμα, ωστόσο οι δίσκοι τους είναι σταθερά αξιόλογοι, με αποκορύφωμα το περσινό QuatorzePiecesDeMenace, το οποίο επίσης κυκλοφόρησε στο ανήσυχο label της Denovali.
{youtube}WXeIron1Imk{/youtube}
Ένα δικό τους ενδιαφέρον έχουν και οι Γερμανοί KammerflimmerKollektief, οι οποίοι επιχείρησαν να δράσουν με μεγαλύτερη ελευθεριότητα (ίσως και με έναν πιο αρτιστίκ αέρα) μέσα στα στενά πλαίσια του ιδιώματος, προσθέτοντας και σποραδικά φωνητικά. Όλα αυτά αποτυπώθηκαν κάποτε περισσότερο επιτυχημένα (βλ. το Cicadidaeτου 2003) και κάποτε λιγότερο (βλ. το Wildling του 2010). Το νορβηγικό πάλι τρίο των Splashgirlείναι ίσως η πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση μεταξύ αυτών των τεσσάρων, καθώς γεφυρώνουν τις αρχές της «σκοτεινής» τζαζ με την κληρονομιά των πιανιστικών τρίο. Δίσκο με τον δίσκο γίνονται όλο και καλύτεροι, με κορυφαία ως τώρα στιγμή τους το περσινό FieldDayRituals, το οποίο κυκλοφόρησε από το εκλεκτικό label της Hubro.
Για το τέλος, δύο περιπτώσεις οι οποίες ξεφεύγουν από τα παραπάνω με διαφορετικούς τρόπους η καθεμία. Κατ' αρχάς οι AlvaretEnsemble, οι οποίοι αφενός προσεγγίζουν όψεις της σύγχρονης κλασικής σύνθεσης και αφετέρου την ποίηση, με τον Jan Kleefstra να μουρμουράει τους γραμμένους στη γλώσσα των Φρίζιων –εθνοτικής ομάδας της βόρειας ηπειρωτικής Ευρώπης– στίχους του (περισσότερα εδώ). Και έπειτα οι Trioskαπό την Αυστραλία, οι οποία έδρασαν εκεί στα μέσα της δεκαετίας του 2000, φθάνοντας προς το ηλεκτρονικό άκρο.
{youtube}FsqaStkrufs{/youtube}
Όπως έχετε ίσως συνειδητοποιήσει αν δώσατε βάση στις ημερομηνίες, οι κύριες διεργασίες συμβαίνουν από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 2000 κι έπειτα. Εμπεριέχουν δηλαδή τη γενική αδυναμία της εποχής «να φανταστεί τον εαυτό της ως κάτι» (για να θυμηθούμε τον Καστοριάδη). Και είναι εξελίξεις που προκύπτουν μέσω της σύνθεσης κάποιων επί μέρους προσεγγίσεων και ορίζονται ως τέτοιες (λ.χ. doom + jazz = doom jazz). Σπάνια δηλαδή καταφέρνουν να εξελιχθούν αυτούσιες, χωρίς την περαιτέρω προσθήκη ενός άλλου συμπληρωματικού. Και ίσως τα παραπάνω να μην έχουν καμία παραπάνω συνοχή κι απλώς να καλύπτουν το περιγραφικό «σκοτεινή τζαζ» σε αρκετές πιθανές εκδοχές. Σε κάθε περίπτωση, είτε ενταγμένα σε ένα συγκεκριμένο υποσύνολο, είτε ως ξεχωριστές περιπτώσεις, μας οδηγούν σε μουσική που τα βρίσκει με τις σκιές, που λειτουργεί όντως καλύτερα στο σκοτάδι ή στο ημίφως, παρά στο φως της ημέρας…