Αφορμή ιδιαίτερη δεν χρειαζόμασταν αλλά μας δόθηκε. Το Trust, το όγδοο επίσημο LP των Low (εξαιρώντας τα δύο live album που έχουν κυκλοφορήσει), είναι πλέον μέλος της παγκόσμιας οικογένειας της δισκογραφίας και είναι επίσης μία ακόμη έλξη για τους πικρούς και ζοφερούς ήχους της λατρεμένης μπάντας. Μίας έλξης ακατανόητης και για τους περισσότερους απωθητικής. Τον τίτλο της πιο θλιμμένης μπάντας του κόσμου, τον κερδίζουν εύκολα οι Low. Τον αναζητούν και με κάθε νέα κυκλοφορία απλά τον επιβεβαίωνουν. Αν βέβαια, οι ακροατές (εμείς και εσείς) αίσθάνονται την ίδια επιθυμία και προδιάθεση να ακούσουν ό,τι πιο καινούργιο, δεν είναι εύκολο να απαντηθεί. Είναι στο χέρι, ή μάλλον στο αυτί του καθενός. Εδώ δεν θα ασχοληθούμε με διαθέσεις και συνέπειες στον ήχο των Low. Εδώ θα ασχοληθούμε με την ποιότητα των δίσκων τους, που ευτυχώς είναι πάντα ανέλπιστα υψηλή.
Οι Low προέρχονται από το Duluth της Μinesotta. Eίναι Μορμόνοι (το μόνο που θυμάμαι για αυτό το δόγμα είναι ότι επιτρέπεται η πολυγαμία, αλλά αυτό δεν εξηγεί την μαυρίλα των δίσκων), αν και όπως έχουν δηλώσει είναι άθρησκοι. Τρία είναι τα βασικά μέλη τους. Ο Alan Sparhawk και η γυναίκα του Mimi Parker συνοδευόμενοι από τον μπασίστα Zak Sally. Ο Alan ασχολείται με την κιθάρα, τα keyboards και τα φωνητικά ενώ η Mimi με τα κρουστά και τα φωνητικά επίσης (μια πολύ πιο θλιμμένη Karen Carpenter δηλαδή). Τυλίγοντας την μουσική τους σε ένα εξωφρενικό lo-fi περίβλημα, κατορθώνουν εδώ και 8 χρόνια να δημιουργούν απόλυτα προσωπική μουσική και να διεκδικούν δάφνες συνέπειας και τελειοποιήσης του αντικειμένου.
Όταν βγήκε ο πρώτος τους δίσκος, ”I Could Live In Hope” (Vernon Yard) στα 1994, το μπάσο κρατούσε ο John Nichols που τώρα παίζει στους Best Boy Electric. Για το πόσοι πήραν χαμπάρι στην Ελλάδα εκείνη την εποχή το συγκεκριμένο ντεμπούτο καλύτερα να μην μιλήσουμε, αλλά αντίθετα να επικεντρώσουμε εκεί που αξίζει. Το “I could live in hope” είναι ένα θαυμάσιο πρώτο δείγμα της μινιμαλιστικής υπόστασης των Low που στέκεται περήφανα ακόμα και τώρα ενώ έχει να προβάλλει την πιο τραγελαφική ιδιοτυπία τους. Ποιά είναι αυτή; Απλά, η πιο θλιμμένη μπάντα του κόσμου έχει διασκευάσει το πιο χαρούμενο τραγούδι από καταβολής ποπ μουσικής, το “You are my sunshine”. Αν αναρωτιέστε πως ακούγεται, τότε σας πληροφορούμε ότι ακούγεται σκοτεινότατο και τελείως αντίθετα από την πρωτογενή χρηστικότητά του. Η συγκεκριμένη επιλογή προβάλλει εκτός των άλλων και το χιούμορ των Low, για τους οποίους θα κάναμε λάθος φυσικά αν νομίζαμε ότι ζουν μία ολιγόλογη ζωή, γεμάτη προβληματισμούς και ζοφερές σκέψεις στα μυαλά τους. Κάθε άλλο.
Πρώτα από όλα, κατανοείς έναν άνθρωπο από την μουσική που ακούει. Ευτυχώς οι Low δεν ακούν αυτά που όλοι στην αρχή φανταζόμαστε, αλλά οι επιλογές τους ξεκινούν από τους Beatles, τους Bee Gees (τους οποίους έχουν και διασκευάσει) και τους Yo La Tengo και φτάνουν στους Black Sabbath, στους Birthday Party και στους Rage Against The Machine. Ο Alan διατηρεί 2 group ως side-project το ένα (Ηospital People) τελείως ηλεκτρονικό (ύμνο στους Kraftwerk) και το άλλο, τους Tooth Fairies oι οποίοι φλερτάρουν με το μέταλ! Η αναγκή για rock’n’roll δεν καταπιέζεται όπως και να το κάνουμε, και συνήθως όταν το κυρίως βάρος πέφτει σε κάτι τόσο απαιτητικό και ψυχοφθόρο όσο οι Low, τότε είναι αναμενόμενο το παράπλευρο «παιδί» να ωθείται στην υπερβολή. Όχι δεν αναζητήσαμε δίσκους των Tooth Fairies για να μπούμε καλύτερα στην ψυχολογία του Alan. Θα μείνουμε με τα πιο «ήσυχα» ακούσματα.
Tο αριστούργημα του “I could live in hope” ακούει στο όνομα ”Lullaby” και κάθε άλλο παρά νανούρισμα είναι (με αυτή τη λογική όλοι οι δίσκοι των Low είναι για όνειρα). Το ρολόι σταματά στα 9 λεπτά και 50 δευτερόλεπτα και μοιάζει τόσο υπέροχα πολύ με τα κομμάτια του πρώτου δίσκου των Tortoise που είναι συγκινητικότατο. Η κιθάρα κλαψουρίζει, και οι ορμές αναρριχώνται. Από τον πρώτο κιόλας δίσκο, οι Low δείχνουν τις διαθέσεις τους. Η συνέχεια όμως είναι ακόμα καλύτερη.
O δεύτερος δίσκος, ”Long Division”, (Vernon Yard, 1995) είναι επικίνδυνος. Στερείται της παραμικρής μελωδίας και εισβάλλει στην διεργασία της εξέτασης των αντοχών σας. Σε περίπτωση αναγκαστικής επιλογής ακρόασης κάποιου δίσκου των Low, το “Long Division” δύσκολα κερδίζει, διότι είναι πολύ απαιτητικό και ανοργάνωτο. Πείτε με φαν της μελωδίας, αλλά έχοντας ακούσει τις δυνατότητες μιας μπάντας σαν τους Low που μπορούν να γράψουν απίστευτα μελωδικά κομμάτια, το “Long Division” με απωθεί. Ως προς την ποιότητα του δεν τίθεται θέμα.
Από πλευράς παραγωγής είναι επικό, ενώ η ατμόσφαιρα που προβάλλει είναι εφιαλτική με την αναμενόμενη έννοια. Μία και μιλήσαμε για παραγωγή, τα εύσημα πάνε όλα στον γίγαντα του Νεουρκέζικου underground, Kramer. Aυτός σε αντίθεση με τον προήγουμενο δίσκο (επίσης δική του παραγωγή) έχει δώσει μία Galaxie 500 αίσθηση στο δίσκο και με αποκορύφωμα το ”Caroline” μεγαλουργεί στο συγκεκριμένο τομέα. Λόγω αυτού του αφιερώματος, έσπρωξα τον εαυτό μου στη συνεχή ακρόαση αυτού του δίσκου, αλλά δεδομένων των συγκυριών, σπανίως κατάφερνα να μην σκεφτώ άλλους δίσκους. Για να μην παρεξηγηθούμε, το Long Division είναι πολύ καλό. Σκεφτείτε όμως, ότι στην σταθερή μίζερη ηχητική πραγματικότητα των Low, είναι ό,τι πιο βαρύ και δύσβατο υπάρχει. Σκεφτείτε τώρα την μίζερη ταυτότητα των Low στο γενικότερο μουσικό στερέωμα. Αντιλαμβάνεστε, ότι η δοκιμασία είναι αρκετά ψυχοφθόρα.
Στο ”The Curtain Hits the Cast” (Vernon Yard, 1996) που ακολούθησε τα πράγματα ήταν πολύ καλύτερα. Στο συγκεκριμένο δίσκο, οι Low δουλεύουν με καινούργιο παραγωγό, τον Steve Fisk, ο οποίος δίνει σιγά σιγά το στίγμα των ηχογραφήσεων που γνωρίσαμε για τους Low τα τελευταία τρία χρόνια. Δεν είναι σίγουρα Steve Albini oύτε Kramer, αλλά η εξαιρετική δουλειά ακούγεται. Σε αντίθεση με τον προήγουμενο δίσκο, στο “The Curtain Hits the Cast”, η Mimi αναλαμβάνει αρκετές πρωτοβουλίες στα φωνητικά, γεγονός που τον καθιστά άμεσα πιο γλυκό στο αυτί και στην ψυχή. O συγκεκριμένος δίσκος είναι αυτός που έκανε γνωστούς τους Low στους ευρύτερους ροκ κύκλους της Αμερικής. Λόγω της αλλαγής στην παραγωγή που αναφέραμε, αποπνέει πιο προσιτή προσωπικότητα, αν και φυσικά μιλάμε πάντα για τα ίδια υπνωτικά νανουρίσματα. Το “Over The Ocean” είναι τόσο όμορφο όσο λίγα τραγούδια που είχαν γράψει μέχρι εκείνη τη στιγμή οι Low. Συγκρίσεις βέβαια δεν επιτρέπεται να γίνονται γιατί δεν αποσκοπούν κάπου ειδικά. Εντούτοις, κάποιος θα μπορούσε να πεί ότι το “The Curtain hits the cast” είναι η πρώτη μεγάλη κυκλοφορία των Low για τον κόσμο. Δεν γνωρίζω αν έγινε αφορμή για τον περισσότερο κόσμο για να αναζητήσει τα δύο προήγουμενα πονήματα, αλλά αυτό που ξέρω σίγουρα είναι ότι το επόμενο LP, το έκανε.
”Christmas. Τα Χριστούγεννα είναι μία κατεξοχήν χαρούμενη γιορτή αν και όλοι γνωρίζουμε ότι στην συγκεκριμένη περίοδο συμβαίνουν οι περισσότερες αυτοκτονίες και πως γενικότερα για ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμου, αυτή η περίοδος είναι από τις χειρότερες. Κανείς όμως μέχρι και το 1999 δεν το είχε «γιορτάσει». Είναι βέβαια ηλίθιο ακόμα και να υποθέσουμε ότι οι Low ηχογράφησαν το “Christmas” (Kranky, 1999) για να συνοδέψουν τις χειρότερες ώρες ενός μοναχικού ατόμου εν μέσω οικογενειακών συνάξεων και πανηγυριών δώρων. Για ακόμη μία φορά οι Low αποδεικνύουν ότι έχουν χιούμορ. 35 χρόνια μετά τα χριστουγεννιάτικα αριστουργήματα του Phil Spector, James Brown και Βeach Boys (το «αριστουργήματα» δεν είναι ειρωνικό), οι Low ηχογραφούν τη δική τους αντίληψη για τα Χριστούγεννα. Το φάντασμα του Spector βέβαια πλανάται στο φανταστικό ”Just Like Christmas”, το πιο ποπ τραγούδι που έχουν γράψει ποτέ οι Low και με αυτό εννοούμε την πυκνή παραγωγή των οργάνων και τα δυνατά drums.
Στα liner notes, οι Low σταμπάρουν το δίσκο με την υποψία ενός δώρου προς όλους τους φαν τους. Φτάνοντας όμως στο “Blue Christmas” (το καλύτερο κομμάτι του δίσκου), το παραμικρό και ίσως απωθημένο ψήγμα μελαγχολίας, θέλοντας και μη, εξωτερικεύεται. Ίσως οι Low θέλησαν να μας δείξουν ότι η ματαιότητα της προβολής των Χριστουγέννων ως μίας ανέμελης και ευτυχισμένης περιόδου δεν είναι παρά μία ουτοπία, ένα ανώφελο διάλλειμμα από τη μίζερη ρουτίνα. Αν αυτός ήταν ο σκοπός τους, τότε τα κατάφεραν. Και εννοείται πως δεν παραπονιόμαστε. Τελειώνοντας με αυτό το δίσκο, όπως και όλοι οι σοβαροί χριστουγεννιάτικοι δίσκοι, δεν προορίζονται για ακρόαση μόνο για τη συγκεκριμένη περίοδο. Δεδομένης και της σύγχρονης ακουστικής του ήχου, το “Christmas” ακούγεται όλο το χρόνο όπως και κάθε άλλο LP των Low.
Στα τέλη της χρονιάς (1999), οι Low έλαβαν μία πρόσκληση από την ολλανδική δισκογραφική εταιρία Konkurrent για να ηχογραφήσουν στα studios της τα γνωστότατα “In The Fishtank” sessions. Το συγκρότημα δεν αρνήθηκε φυσικά διότι τα συγκεκριμένα sessions προσφέρουν μία 30άλεπτη ελευθερία σε όλα τα συγκροτήματα να ηχογραφήσουν καινούργιο υλικό της αρεσκείας τους. Εκείνην την περίοδο όμως, οι Low περιόδευαν με τους γνωστότατους και αγαπημένους Αυστραλούς Dirty Three. H συνεργασία τους δεν εξαντλήθηκε μόνο στη σκηνή αλλά και στην ηχογράφηση του “In The Fishtank”. Το ίδιο είχαν κάνει και οι Tortoise με τους Ολλανδους The Ex και είχαν παράγει επίσης ένα έπος. Η αλληλοσυμπλήρωση όμως Low και Dirty Three ήταν κάτι παραπάνω από ιδανική.
Κοντολογίς δηλαδή, το “In the Fishtank” είναι σχεδόν τέλειο. Η ουσία του βιολιού του Warren Ellis των Dirty Three σε συνδυασμό με την κιθάρα του Alan και τα φωνητικά της Μimi, δένουν τόσο άρτια και ειδυλλιακά, που η ακρόαση είναι ακατάπαυστη. Το υπέροχο της συνεργασίας είναι το πως η μία μπάντα συμπληρώνει την άλλη. Και τα έξι μέλη των δύο συγκροτημάτων παίζουν τα μουσικά τους όργανα με τους τόνους χαμηλωμένους και απόλυτα αισθησιακούς. Το αποκορύφωμα του δίσκου είναι μία διασκευή στο ”Down by the river” του Neil Young. Διαρκεί 10 λέπτα, ενώ στα πρώτα 6 δεν οριοθετεί την ταυτότητα του, κινούμενο στο lo-fi συνοδευτικό ξύπνημα ενώ στη συνέχεια τα φωνητικά τα αναλαμβάνει η Mimi και στέλνει ανατριχίλες προς πάσα κατεύθυνση. Το μεγαλύτερο προσόν του “In the Fishtank” είναι η αίσθηση του ολοκληρωμένου οράματος. Είναι ένα ανεκτίμητο διαμάντι μουσικής ευφυϊας και μινιμαλιστικής υπεροχής. Είναι επίσης ένα κλασικό παράδειγμα για το γεγονός ότι ένα βιολί ανεβάζει στα ύψη την τέχνη των Low. Και αυτοί δεν το άφησαν έτσι. Ο επόμενος δίσκος τους θα είχε στην παραγωγή του ολόκληρο section εγχόρδων δίδοντας σε όλους μας την ευκαιρία να νιώσουμε την μουσική τους βελτιωμένη σε μελοδραματικά επίπεδα.
Mιλάμε φυσικά για το ”Secret Name” (Kranky, 1999), ένα δίσκο για τον οποίο αισθανόμαστε ότι είναι ό,τι καλύτερο έχει κυκλοφορήσει αυτή η μπάντα μέχρι εκείνη τη χρονιά φυσικά (το “Things we lost in the fire” παραμένει το αριστούργημα τους). Το “Secret Name” διαφοροποιεί τον ήχο της μπάντας από τους προήγουμενους δίσκους, αλλά εξακολουθεί φυσικά να ακούγεται πάντα Low. Αυτό που εννοούμε είναι ότι με την προσθήκη των εγχόρδων και τη συμμετοχή του πιάνου σε ορισμένα τραγούδια, η μουσική προσέγγιση των Low ξεφεύγει από το συνηθισμένο και αγγίζει πρωτοφανή επίπεδα μελαγχολίας κυρίως στα “Weight of Water” και “Lion-Lamb”. To πρώτο τραγουδά η Mimi ενώ το δεύτερο ο Alan. Όταν οι δύο τραγουδούν μαζί στα “Missouri” και “Immune” το αποτέλεσμα είναι συγκλονιστικό και εντυπωσιακό. Είναι σαφές ότι σε ένα άρθρο-απολογισμό για την πορεία ενός group που ο βασικός πυρήνας του ήχου τους είναι σταθερός, δύσκολα διαφοροποιείς τον κάθε δίσκο από τον επόμενο. Φαντάζομαι πως θα είναι πλέον προφανές ότι οι Low δεν έχουν κυκλοφορήσει ούτε έναν κακό δίσκο όπως επίσης είναι πασιφανές ότι δεν αλλάζουν στυλ ακόμα και αν παγώσει η κόλαση.
Οπότε είναι τελείως προσωπικό το θέμα της διαλογής της κορυφής από μία σχετικά μεγάλη δισκογραφία. Αν ψάχνετε για πρόταση αγοράς από αυτό το άρθρο, τότε φοβάμαι ότι θα μπερδευτείτε. Όταν το επίπεδο είναι τόσο υψηλό, το να ξεχωρίσεις κάτι είναι μάταιο και βλακώδες. Πόσο μάλλον όταν εμβόλιμα στη δισκογραφία εντάσσονται live δίσκοι όπως το ”One More Reason to Forget” του 2000 από την εταιρία Bluesanct. Εκτός αυτού του δίσκου, στη δισκογραφία των Low υπάρχει ακόμα μία live κυκλοφορία, το “Paris '99: Anthony, Are You Around” που κυκλοφόρησε στα 2001 από την P-Vine, το οποίο όμως δυστυχώς δεν έχω ακούσει. Σκέφτηκα λοιπόν να μην αναφέρω κάτι ούτε για το “One more reason to forget”. Είναι όμως κρίμα, διότι αν και live, ο δίσκος είναι ποίημα.
Όπως βλέπετε και στο εξώφυλλο του δίσκου, η ηχογράφηση έγινε σε μία εκκλησία και πιο συγκεκριμένα στο Kentucky's Church of St. Phillip Neri του Louisville στις 6 Νοεμβρίου του 1997. Το γιατί κυκλοφόρησε τρία ολόκληρα χρόνια μετά δεν το γνωρίζω, αλλά δεν νομίζω να αφορά κάποιον αφού φυσικά τελικά υπάρχει στην αγορά. Το πως ακούγεται ο δίσκος είναι αρκετά δύσκολο να το περιγράψουμε. Η ακουστική της εκκλησίας με τον πανύψηλο θόλο και το DAT στο οποίο αποθηκεύθηκε η μουσική έχουν δώσει στο δίσκο την έννοια του βάθους. Τα όργανα ακούγονται απόμακρα και πυκνά ενώ οι φωνές λίγο πιο φορτωμένες. Σαφώς κάτι τέτοιο επεδίωκαν οι Low, παίζοντας το υλικό τους μέσα σε έναν πνευματικό χώρο. Στο line-up υπάρχει και η βιολίστρια Ida Pearle η οποία με το όργανο της δημιουργεί μία φανταστική μυστικιστική ατμόσφαιρα. Οι επιλογές των κομματιών είναι μία και μία. Ξεκίνημα με το μαγευτικό “Be There”, συνέχεια με το “Venus” και στο τρίτο track, το αριστουργηματικό “Condescend” διάχυτο με το βιολί και την αγγελική φωνή της Mimi. Tα γνωστά “Landlord” και “Over the ocean” ακούγονται άψογα αλλά το πιο πολυσυζητημένο τραγούδι είναι το “Do You Know How to Waltz” το οποίο διαρκεί 18 λεπτά και θορυβεί με μεγάλη μαεστρία. Μία πολύ μεγάλη μουσική live στιγμή.
Φτάνοντας στα 2001, η μπάντα κυκλοφορεί τον καλύτερο της δίσκο. To ”Things We Lost in the Fire” (Kranky) είναι το πιο ολοκληρωμένο και μελωδικό album των μουσικών του Duluth και είναι αυτό που τους έκανε παγκοσμίως γνωστούς. Υπό την παραγωγή του Steve Albini, το “Things…” είχε μπει στην πρώτη δεκάδα του avopolis για το 2001 και είχε αγαπηθεί από όλους όσους το άκουσαν. Δεν μένει να προσθέσουμε κάτι το οποίο δεν καλύπτει η δισκοκριτική που είχε γίνει τότε στο avopolis όπως το ίδιο θα κάνουμε και για το ολοκαίνουργιο ”Trust” που μόλις κυκλοφόρησε.
Στη δισκογραφία των Low, εκτός των LP υπάρχουν δεκάδες E.P. και single κυκλοφορίες τις οποίες δυστυχώς δεν μπορούσαμε να συγκεντρώσουμε στο σύνολο τους και γι’αυτό δεν επεκταθήκαμε. Μία όμως εξ’αυτών, το “Songs for a Dead Pilot” (Kranky EP, 1997) είναι αληθινά τέλειο. Περιέχει μόνο έξι τραγούδια αλλά χαρακτηρίζεται ως κάτι αναγκαίο για κάθε φίλο των Low που μαζεύει τους δίσκους τους. Το συγκεκριμένο ΕΡ έχει μερικά καινούργια στοιχεία όπως η χρήση keyboards, έγχορδα και ελάχιστα διαφοροποιημένη τη χρήση των κρουστών. Τα περισσότερα από τα τραγούδια του είναι αυτά που παίχτηκαν live για το “One more reason to forget” και όπως είναι φυσικό η studio απόδοση τους είναι φυσικά ανώτερη. Εκτός αυτού εξαιρετικό είναι επίσης το “Last Night I Dreamt that Somebody Loved Me, EP” που κυκλοφόρησε πέρυσι και περιέχει την ομώνυμη διασκευή όπως και μαγευτικό είναι το ”The Exit Papers EP” το οποίο περιέχει 6 οργανικά κομμάτια των Low. Ως αναφορά το “owL Remix Low” τότε σας πληροφορούμε ότι αυτό είναι δουλειά αποκλειστικά της εταιρίας Vernon Yard που το κυκλοφόρησε στα 1998 χωρίς τη συμμετοχή των Low στη διαδικασία του remix.
Tελειώνοντας αυτό το αφιέρωμα, αντιλαμβάνεστε ότι το καλύτερο προσόν των Low είναι η ανιδιοτελής συνέπεια στις εξαιρετικές κυκλοφορίες. Αυτό το τιμούμε και το απολαμβάνουμε. Η μουσική όπως προείπαμε είναι απαιτητική, σκληρή και αφόρητα μελαγχολική. Είναι όμως τόσο γλυκιά και ειλικρινής που αδυνατούμε να μην παρασυρθούμε. Το trip των Low είναι ομολογουμένως επώδυνο αλλά τόσο χρήσιμο και απαραίτητο που δε διστάζουμε να το επαναλάβουμε ξανά και ξανά.