Μετά από μια καλοστημένη και πολυεπίπεδη καμπάνια προώθησης, το πιο ανυπόμονα πολυαναμενόμενο άλμπουμ της χρονιάς είναι επιτέλους εδώ –θα έχετε δε ήδη διαβάσει την εξαιρετική κριτική του φίλου και συνάδελφου Τάσου Μαγιόπουλου. Ο όρος «πολυαναμενόμενο», όμως, δεν έχει απόλυτα θετική χροιά αυτήν τη φορά. Γιατί οι Arcade Fire, ευρισκόμενοι πλέον στην κορυφή του indie –και όχι μόνο– κόσμου, είναι πλέον ένα όνομα που προκαλεί διχασμούς.
Πώς, όμως, φτάσαμε ως εδώ; Πώς η μπάντα που γνώρισε σχεδόν ομόθυμη κριτική αποδοχή το 2004 κατέληξε ένα αμφιλεγόμενο γκρουπ, το οποίο προκαλεί θερμές διενέξεις; Πώς η εδρεύουσα στο Μόντρεαλ μουσική κολεκτίβα μετεξελίχθηκε από καλά κρυμμένο μυστικό σε εμπορικό κολοσσό, που μαζεύει βραβεία πανταχόθεν, γεμίζει στάδια, αλλά εμπνέει και άρθρα του τύπου «The 10 Most Scathing Reflektor Reviews» (βλ. www.pastemagazine.com, 30/10/2013); Μάλλον θα πρέπει να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή...
2003-2009: Χτίζοντας
...μια αρχή που έγινε το 2002, με την ηχογράφηση του Arcade Fire EP, μιας σχετικά φτηνής παραγωγής η οποία από την επόμενη χρονιά θα μοιραζόταν στις συναυλίες τους. Οι περισσότεροι την πήραμε βέβαια είδηση μετά την κυκλοφορία του Funeral, ακούγοντάς την πάντως σήμερα γίνεται σαφές ότι κάτω από τον κάπως τραχύ ήχο, υπάρχει ένα ύφος ήδη αρκετά καλά σχηματισμένο, με πολλές από τις μελλοντικές μουσικές και στιχουργικές εμμονές των Καναδών να δίνουν το παρών. Οι Arcade Fire είχαν δηλαδή ήδη καταλήξει στον ευφορικό ήχο και στην ταυτότητα που σταδιακά θα τους εκτόξευε σε δυσθεώρητα ύψη. Και ειδικά σε συνθέσεις όπως το “My Heart Is An Apple” αποκάλυπταν το μεγάλο μελωδικό δυναμικό τους.
{youtube width="480" height="300"}nk7vs6BPQ3o{/youtube}
Όλα αυτά, μα και η ίδια η ύπαρξη της μπάντας, αποκαλύφθηκαν σε παγκόσμια κλίμακα με το Funeral, τον Σεπτέμβρη του 2004. Το οποίο έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από κοινό και κριτικούς. Και πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς; Αυτό που έκαναν οι Arcade Fire, ένα ροκ(;) που δίπλα στις κιθάρες και στα τύμπανα έβαζε βιολιά, πιάνα, μεταλλόφωνα και λοιπά ακουστικά όργανα –όχι με λογική εμπλουτισμού του ήχου, αποτελούσαν αντίθετα βασικά του συστατικά– έμοιαζε, στην εποχή των Strokes, των Interpol και των Franz Ferdinand, σαν το πέρασμα από το ασπρόμαυρο στο τεχνικολόρ. Και ακουγόταν σαν να έρχεται από κάπου αλλού: από το πριν, απ’ το μετά, ποιος ήξερε να πει;
Η γραφή της κολεκτίβας ισορροπούσε (ενίοτε μαεστρικά) ανάμεσα στο πάθος και στην εγκεφαλικότητα, στην τεχνική αρτιότητα και στον ερασιτεχνισμό, στην ειλικρίνεια και στην κρυψίνοια. Ο δυισμός είναι ίσως το διαχρονικά πιο σταθερό χαρακτηριστικό του έργου των Arcade Fire, φανερός ακόμα και στην αντίθεση μεταξύ του «κλασικίστικου» ήχου που παραπέμπει στους Mercury Rev του Deserter’s Songs και της ελευθεριάζουσας (και σαφώς επηρεασμένης από το πανκ) ερμηνευτικής προσέγγισης του frontman Win Butler. Με μερικά πραγματικά σπουδαία τραγούδια στη φαρέτρα τους, οι Arcade Fire κέρδισαν με το Funeral το δικαίωμα να κάνουν ό,τι διάβολο ήθελαν στη συνέχεια.
{youtube width="480" height="300"}siFsdInZqC0{/youtube}
Κι αυτό που ήθελαν να κάνουν, με βάση τουλάχιστον όσα κατέθεσαν στο Neon Bible (2007), ήταν να πατήσουν στην κορυφή του κόσμου. Αλλιώς πώς να δικαιολογήσεις το ότι αύξησαν εδώ το δράμα, την επικότητα, την αντήχηση (με τη βοήθεια του ναού στον οποίο το ηχογράφησαν), ενώ την ίδια στιγμή πρόβαραν μπροστά στον μαύρο καθρέφτη τους το κουστούμι του Bruce Springsteen; Η πλάκα είναι ότι πέτυχαν διάνα, καταφέρνοντας να φτιάξουν έναν τεράστιο ήχο, ο οποίος αντισταθμιζόταν από μια πιο συμπυκνωμένη συνθετική κατεύθυνση, αποφεύγοντας να διαβούν τη λεπτή γραμμή που χωρίζει συνήθως τέτοιες μεγαλεπήβολες προσπάθειες από την καταστροφή.
{youtube width="480" height="300"}aXuymDSGCko{/youtube}
Παράλληλα, κατάφεραν να ξεφύγουν από τον ομφαλοσκοπικό στιχουργικό προβληματισμό, να συναντηθούν με το παγκόσμιο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι και να εκφράσουν τις πολλαπλασιαζόμενες ανησυχίες του σύγχρονου ανθρώπου. Επρόκειτο για μια άσκηση ισορροπιών, την οποία έφεραν σε πέρας αξιοθαύμαστα. Αν μάλιστα θέλετε και μια κάπως πιο αιρετική άποψη, κατέθεσαν στο Neon Bible την πιο νέτα-σκέτα απολαυστική δουλειά τους μέχρι σήμερα.
2010-2013: Επεκτείνοντας (ή γκρεμίζοντας;)
Όταν τον Αύγουστο του 2010 κυκλοφόρησε το The Suburbs και πήγε κατευθείαν στο #1 των Η.Π.Α., κανείς δεν μπορούσε να δηλώσει έκπληκτος. Ούτε για τον ήχο του δίσκου μπορούσε να απορήσει κανείς: η μόνη οδός για τους Arcade Fire μετά την οριακά ευσταθή ομοβροντία του Neon Bible ήταν προς τα μέσα ή, αν θέλετε, προς τα κάτω. Η μετάβαση αυτή –κάτι σαν το σινεματικό ανάλογο του ζουμαρίσματος– έφερνε τον ακροατή σε επαφή με μια πιο άμεση, πιο οικεία δυναμική, κλείνοντας το ηχητικό κάδρο. Η οργανολογία παρέμενε βέβαια παρούσα, χωρίς εντούτοις να δυναστεύει ή να εκβιάζει το συναίσθημα.
Αυτή η απογύμνωση, η γείωση του ήχου, έκανε πάντως εύκολη τη διαπίστωση ότι ούτε και στο περιεχόμενο υπήρχαν ιδιαίτερες εκπλήξεις. Η στιχουργική θεματολογία του άλμπουμ είχε ξαναεμφανιστεί σε προηγούμενες δουλειές τους, ενώ η συνθετική προσέγγιση όχι μόνο παρέμενε εκεί που ήδη βρισκόταν, μα σε πολλές περιπτώσεις γινόταν εμφανής η προσπάθειά της απλά να αναπαράξει συγκεκριμένα μοτίβα (θέλετε Neil Young; τον έχετε, θέλετε Blondie; επίσης, απ’ όλα είχε ο μπαξές). Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι το The Suburbs ήταν ένα κακό άλμπουμ –κάθε άλλο– σε κάθε όμως περίπτωση η «τελειότητα» για την οποία μίλησαν τότε πολλοί δισκοκριτικοί είχε να κάνει περισσότερο με την πράγματι απίστευτα ραφιναρισμένη αισθητική του ήχου τους.
{youtube width="480" height="300"}awHWColYQ90{/youtube}
Και φτάνουμε έτσι στο φετινό Reflektor, αποτέλεσμα της λευκής επιταγής που έδωσε στο γκρουπ το Grammy καλύτερου άλμπουμ που τούς απονεμήθηκε τον Φλεβάρη του 2011. Με βασικό συνεργάτη τον James Murphy των LCD Soundsystem, καταθέτουν εδώ τον «χορευτικό» τους δίσκο. Καταθέτουν επίσης –έτσι απλά– τη λιγότερο αξιόλογη δουλειά τους μέχρι σήμερα, έναν μέτριο συνολικά δίσκο. Εκτίμηση που δεν βασίζεται μόνο στο ότι το Reflektor πλατειάζει αδικαιολόγητα ή στην απουσία σπουδαίων θεμάτων, μα και στο ότι η περιβόητη αλλαγή κατεύθυνσης που ευαγγελίζεται δεν αποδεικνύεται ούτε τόσο τολμηρή, ούτε τόσο ουσιαστική όσο θα περίμενε κανείς.
Who the fuck are Arcade Fire?
Η μέχρι στιγμής εικόνα των Arcade Fire είναι έτσι εκείνη ενός γκρουπ με υπέρμετρη φιλοδοξία• μιας ομάδας μουσικών που έκανε αρχικά ευαγγέλιο την ελαφρώς ατημέλητη παρουσία της για να την απορρίψει σταδιακά ολοσχερώς• ενός συνόλου το οποίο αναζητά –εμμονικά και ελιτίστικα– έναν επιβλητικό ήχο• το οποίο ενδιαφέρεται για το χτίσιμο της έντασης και όχι (τόσο) για τη λύση της• που εκπέμπει σοβαρότητα και όχι χιούμορ.
Όμως, για όλα τα παραπάνω, οι Arcade Fire δεν αξίζουν τη λοιδορία μας, όπως δεν αξίζουν ασφαλώς και τους διθυράμβους που συνεχίζονται να γράφονται για εκείνους. Δεν τους αξίζει το πατρονάρισμα εκ μέρους ορισμένων δισκοκριτικών ούτε και η αποθέωση, ειδικά για τα δύο πιο πρόσφατα άλμπουμ τους. Δεν γίνεται να τους κρίνουμε με ιδεολογικά κριτήρια, πρέπει μάλλον να τους αποτιμήσουμε με βάση το πόσο καλά υπηρέτησαν την όποια θέση και επιδίωξή τους, μέσα από το έργο τους. Από πότε άλλωστε θεωρείται κακό για ένα συγκρότημα να έχει φιλοδοξίες (έστω υπέρμετρες), να γουστάρει τη δραματικότητα (έστω εμμονικά), να θέλει να σταθεί δίπλα στους ήρωές του (έστω ως φωτοκόπια, ενίοτε); Ανήλθαν άλλωστε στην επιφάνεια για τους σωστούς λόγους οι Καναδοί και όχι μέσω μαρκετινίστικων κόλπων –ασχέτως αν στη συνέχεια τα εγκολπώθηκαν κι αυτά.
{youtube width="480" height="300"}7E0fVfectDo{/youtube}
Γίνεται συχνά αναφορά στους Arcade Fire με τη φράση «οι Radiohead της γενιάς τους». Παρότι τέτοιες οπτικές είναι μάλλον χονδροειδείς και τελικά χωρίς νόημα, αν δεχτούμε κάτι τέτοιο, θα πρέπει τότε να μιλάμε για μια λιγότερο τολμηρή γενιά. Ίσως και για μια φτωχότερη εποχή. Σε κάθε περίπτωση, οι Καναδοί είναι πράγματι μία από τις σημαντικότερες μπάντες αυτής της περιόδου, και μόνο από το γεγονός ότι βρίσκονται σε θέση να τη συνδιαμορφώνουν.