Μια ανακοίνωση, ένα σύνθημα και μια setlist
Φεστιβάλ Rockwave, μέρα πρώτη. Στην εμφάνισή του μαζί με τα Υπόγεια Ρεύματα, ο Θάνος Ανεστόπουλος ανακοινώνει από μικροφώνου την επικείμενη επανασύνδεση των Διάφανων Κρίνων. Τέσσερα χρόνια μετά την επίσημη διάλυσή τους, παραπάνω από δεκαετία από τις ημέρες δόξας τους. Τα “Βάλτε Να Πιούμε” και “Μέρες Αργίας” έρχονται σαν υπόμνηση αυτών που έχουν προηγηθεί, αλλά –κατά πως φαίνεται– και σαν πρόγευση των όσων θα επακολουθήσουν. Το παρελθόν μπαίνει στο παρόν για να δείξει το μέλλον; Κάπως έτσι…
Λίγο αργότερα, στην ίδια σκηνή. Ο Γιάννης Αγγελάκας δεν έχει ακόμα πατήσει σανίδι –το κοινό από κάτω αδημονεί. Το «Ω, είναι ωραία στον Παράδεισο» λαμβάνει διαστάσεις γηπεδικής ιαχής και καλεί επιτακτικά για να ακουστούν τραγούδια του τότε. Ο Αγγελάκας προσπαθεί να κερδίσει χρόνο, αρχικά απαντώντας αστειευόμενος στο σύνθημα με κάτι του στυλ: «στον παράδεισο είναι ωραία, εδώ;», έπειτα σφηνώνοντας ανάμεσα στα καινούργια τραγούδια της Γελαστής Ανηφόρας ένα υποκατάστατο, το “Είμαι Τυχερός” –από την περίοδο μεν των Τρυπών, αλλά από δίσκο υπογεγραμμένο μόνο από τον ίδιο και τον Γιώργο Καρρά. Τελικά (ως αναμενόταν δηλαδή) ενδίδει. Σκηνικό γνώριμο στις συναυλίες του, αν και νομίζω κατά τι πιο έντονο στη συγκεκριμένη –ίσως η ανακοίνωση του Ανεστόπουλου άνοιξε την όρεξη.
Κάποιες μέρες μετά, στην Τεχνόπολη στο Γκάζι. Ο Βασιλικός έχει κι αυτός νέο δίσκο, επιλέγει όμως να μας παίξει τραγούδια από παρελθούσες δουλειές του. Κάποια από την περίοδο των Raining Pleasure, πολλά από εκείνη του Vintage, πουθενά όμως κάποιο δείγμα από τη δουλειά που μόλις ολοκλήρωσε ή από την άλλη που έχει στα σκαριά. Το παρόν (έστω κι αν εκφράζεται με επανεκτελέσεις παλαιότερων συνθέσεων –του Τσιτσάνη εν προκειμένω) φαίνεται πως λείπει διακοπές.
Blast from the past
Αυτό που υπονοείται από τη σύνδεση των παραπάνω είναι η όλο και πιο μπερδεμένη σχέση μεταξύ των τριών διαφορετικών χρονικοτήτων. Η επαναφορά στα πράγματα μιας μπάντας από το παρελθόν, η απαίτηση του πλήθους για –ει δυνατόν– παράκαμψη του παρόντος υπέρ του παρελθόντος και η άρνηση ενός τραγουδοποιού να παρουσιάσει οτιδήποτε έχει να κάνει με το παρόν ή το μέλλον. Τρεις αφορμές που μπορούν να προσαρμοστούν περίφημα στα χρήσιμα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει κανείς διαβάζοντας το βιβλίο του Simon Reynolds με τον τίτλο Retromania και τον εξόχως διαφωτιστικό υπότιτλο: Pop culture’s addiction to its own past. Ένας «εθισμός», ο οποίος φαίνεται να διαπνέει και τα δύο μέρη της εξίσωσης: και τους διαμορφωτές της ποπ κουλτούρας και τους καταναλωτές της.
Πραγματικά, αν κοιτάξουμε λίγο προσεκτικά, θα διαπιστώσουμε ότι, από τη δεκαετία του 1980 και έπειτα, υπάρχει μια σταδιακή αύξηση της προσφοράς και της ζήτησης για προϊόντα του παρελθόντος (ας μην μπούμε εδώ στη συζήτηση ποιο δημιουργεί ποιο, γιατί θα μπλέξουμε σε ένα ατέρμονο σχήμα σαν κι εκείνο της κότας και του αυγού): από εκτεταμένες αναβιώσεις συγκεκριμένων ειδών και υποειδών –οι οποίες μάλιστα πολλές φορές παρουσιάζονται ως το «next big thing» της ταλαίπωρης δισκογραφίας– την πληθώρα των tribute δίσκων, tribute συγκροτημάτων ή τα εκατομμύρια των μεμονωμένων διασκευών και επανεκτελέσεων, τους τόνους των επετειακών ή μη επανεκδόσεων (στο μυαλό μου λ.χ. έρχεται η επανέκδοση του Nevermind των Nirvana για τα 20 χρόνια από την πρώτη κυκλοφορία, όπου μόνο τα αποφάγια της περιόδου των ηχογραφήσεων δεν περιέχονται), το κουλ στάτους που έχει αποκτήσει η λέξη vintage και όσα αυτή μπορεί να περικλείει –στη μουσική, στο ντιζάιν ή όπου αλλού– έως βεβαίως τις πάμπολλες επανασυνδέσεις πιθανών και απίθανων συγκροτημάτων του χθες. Δοθείσης ευκαιρίας, ας μείνουμε λίγο εδώ, μιας και αποτέλεσε τη βασική αφορμή για το παρόν άρθρο με τη δηλωμένη επανασύνδεση των Κρίνων και την πάγια απαίτηση μερίδας του κοινού για επανασύνδεση των Τρυπών.
Παρόν Vs Παρελθόν – σημειώσατε 2
Θα μπορούσαμε κάπως χονδροειδώς να κάνουμε έναν διαχωρισμό ανάμεσα στις διάφορες επανασυνδέσεις ως προς τη λειτουργία τους. Για την οικονομία της συζήτησης, αλλά για να μην περιπέσουμε σε δίκη προθέσεων, παρακάμπτουμε το οικονομικό του ζητήματος και διακρίνουμε τις επανασυνδέσεις των συγκροτημάτων με κριτήριο το πώς τα ίδια βλέπουν τη νέα τους ύπαρξη: ως αναβιωτές του παρελθόντος τους ή ως συνεχιστές του.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της πρώτης κατηγορίας είναι οι Pixies. Στα εννέα περίπου χρόνια της εκ νέου ύπαρξής τους, δεν δείχνουν ιδιαίτερη προθυμία για δημιουργία καινούριου υλικού –αν δεν λανθάνω, τα νέα τραγούδια που έχουν δημιουργήσει σε αυτήν την περίοδο μετρούνται στα δάκτυλα του ενός χεριού. Παρ' όλα αυτά συνεχίζουν τις περιοδείες (ακόμα και μετά την πρόσφατη αποχώρηση της Kim Deal), με μπόλικες συναυλίες και αρκετά sold-out, παίζοντας εκείνα τα τραγούδια με τα οποία έγιναν γνωστοί 20+ χρόνια πριν. Λιγότερο τρανταχτά παραδείγματα, με συντομότερης διάρκειας επανασυνδέσεις ή με επανασυνδέσεις «ειδικού σκοπού», υπάρχουν πάρα πολλά. Ενδεικτικά αναφέρω τις –συνήθως με πολιτικά κίνητρα– επανασυνδέσεις των Rage Against The Machine, την ετήσια περιοδεία των Pavement το 2010 ή την περσινή των Refused. Υπάρχουν επίσης και τα συγκροτήματα που αποφασίζουν να επανενωθούν, αν και βασικά τους μέλη έχουν από καιρό αφήσει τον μάταιο τούτο κόσμο, στήνοντας μία (λίγο ως πολύ) καρικατούρα του ίδιου τους του εαυτού: το παράδειγμα που έχω πρόχειρο είναι των Doors (του 21ου αιώνα!).
Το να παίζεις βέβαια τα τραγούδια της νιότης σου όντας μεσήλικας, είναι από μόνο του ένα θέμα. Πόσο μάλλον να στηρίζεις την όλη σου (καλλιτεχνική) επιβίωση πάνω τους. Πώς ας πούμε ο John Lydon του σήμερα μπορεί να ξαναγίνει Johnny Rotten για να φτύσει τους ίδιους στίχους που είχε σκαρφιστεί για να προβοκάρει τη συντηρητική Βρετανία πίσω στο 1976; Κι όμως γίνεται. Και η όποια επανάσταση του τότε, γίνεται ακόμα ένα ακίνδυνο θεματικό πάρκο αναμνήσεων (εξαργυρώσιμο βεβαίως άμα τη εμφανίσει). Ο υπότιτλος ενός άλλου βιβλίου –του Rock ‘Til You Drop του John Strausbaugh– σπεύδει κι αυτός προς επιβεβαίωση: The decline from rebellion to nostalgia.
Είναι σαφές πως η νοσταλγία είναι βασική κινητήριος δύναμη. Κάποιες φορές μάλιστα σε βαθμό στρεβλωτικό. Σχολιάζοντας στο NME την επανασύνδεση των At The Drive-In το 2012, ο Omar Rodriguez-Lopez την περιγράφει απλώς ως «a nostalgia thing». Σε μια άλλη του συνέντευξη όμως στο περιοδικό Cleveland Scene, πηγαίνει το θέμα λίγο παρακάτω: «Παίζοντας εκείνα τα κομμάτια σκεπτόμουν: να ένας άνθρωπος (σ.σ.: ο εαυτός του στην εποχή των At The Drive-In), με τον οποίον δεν έχω πλέον καμία σχέση […] Αν αφεθώ σε αυτό, θα έχω όλες τις ψυχολογικές παρενέργειες εκείνης της προσωπικότητας, με τον ίδιο τρόπο που για έναν ηθοποιό δεν είναι υγιές το να ζει σε έναν ρόλο για πολύ καιρό».
Ως μια διέξοδος προς αυτές τις παρενέργειες της νοσταλγίας, μπορεί να ειδωθεί η δεύτερη κατηγορία, η οποία σίγουρα διατηρεί μια κάπως υγιέστερη σχέση με το παρελθόν. Υπάρχει σαφώς κι εδώ η εκμετάλλευση της ήδη εδραιωμένης (πολλές φορές και ενδυναμωμένης) φήμης, όμως υπάρχει τουλάχιστον και η διάθεση να μπει στο παιχνίδι και παροντικός χρόνος. Έστω και αν τα κατορθώματα της νεότητάς τους εξακολουθούν (σε μικρό ή μεγάλο βαθμό) να ορίζουν τη δράση –τουλάχιστον εδώ, υπάρχει δράση. Παράδειγμα, οι My Bloody Valentine, οι οποίοι βρέθηκαν ξανά μαζί το 2007, 16 χρόνια μετά την κυκλοφορία του Loveless. Έδωσαν αρχικά αρκετές συναυλίες, μπήκαν όμως και στο στούντιο για να ολοκληρώσουν τη συνέχειά του –την οποία ήδη ετοίμαζαν το 1997 όταν και διαλύθηκαν. Στις αρχές του 2013, το MBV ήταν πλέον το τρίτο στούντιο άλμπουμ της παρέας του Kevin Shields. «Δουλειά βετεράνων» όπως σωστά είχε γράψει τότε ο Χάρης Συμβουλίδης σ’ αυτές τις σελίδες, παρότι όμως δεν ξεμπλέκουμε με τις παρενέργειες της νοσταλγίας (κάθε άλλο), τουλάχιστον υπάρχει η εμπλοκή του παρόντος στους δημιουργικούς ορίζοντες.
Μια ανάλογη οδό επέλεξαν και οι Godspeed You! Black Emperor, οι οποίοι, μετά από μια εκτενή περιοδεία επανασύνδεσης, έβγαλαν το Allelujah! Don’t Bend! Ascend!, αποτελούμενο από δύο μακροσκελείς συνθέσεις που παίζονταν στα live τους ήδη από το 2003 και δύο νέα drone να σφηνώνουν στα ενδιάμεσα. Αναμάσημα και επανεκτέλεση είναι το ό,τι προκύπτει. Διότι ανεξάρτητα από το πώς η συναισθηματική νόηση του καθενός από εμάς εμπλέκεται με το προκείμενο, ανεξαρτήτως και του πόσο κοφτερή και ρηξικέλευθη υπήρξε μια μουσική φόρμα τον καιρό που επινοήθηκε, η επαναδιατύπωσή της σε μεταγενέστερο χρόνο σίγουρα δεν ορίζεται στον ίδιο άξονα. Ορθώς, για την αντίστοιχη περίπτωση των Soundgarden, ο Στυλιανός Τζιρίτας εγκαλεί τον κύριο Cornell για συντηρητισμό.
Υπάρχει βέβαια και μια τρίτη κατηγορία, εμφανώς πιο αραιοκατοικημένη από τις παραπάνω, η οποία εκφράζεται είτε με τη φυγή προς τα εμπρός, είτε με την ανάδειξη των διαχρονικών στοιχείων μέσα στο υπάρχον μουσικό αποτύπωμα. Στην πρώτη υποπερίπτωση μπορείτε να κατατάξετε τους Portishead και την εμφατική επιστροφή τους με το Third (έπειτα από 11 χρόνια δισκογραφικής απραγίας)· στη δε δεύτερη τον πρόσφατο θρίαμβο των Boards Of Canada με το Tomorrow’s Harvest.
Ω, είναι ωραία στον Παράδεισο;
Αρκετά όμως με την περιπτωσιολογία. Είναι νομίζω σαφές (και με τα παραπάνω παραδείγματα ελπίζω να έγινε ελάχιστα σαφέστερο) πως το παρελθόν έρχεται όλο και πιο φουριόζο στο παρόν. Φαίνεται πως δεν έχει σημασία το ότι έχουν αλλάξει τα συμφραζόμενα, πως μιλάμε για «μουσική με τις γραμμές της μάχης σβησμένες» όπως γράφει ο Simon Reynolds στο Retromania. Αρκεί να θυμηθούμε την πρώτη μας νιότη, να ξαναζήσουμε –έστω και στη σφαίρα του φανταστικού– όλα όσα έχουμε προσαρμόσει πάνω σε συγκεκριμένους ήχους και μελωδίες. Τι κι αν αυτοί που παρήγαγαν τους συγκεκριμένους ήχους έχουν πλέον γκριζάρει και κουβαλούν κάποια περισσότερα κιλά; Τι κι αν όλο αυτό τελικά μας αποκόπτει όλο και περισσότερο από το παρόν –και τη δράση με όρους του παρόντος; Οι μεν μουσικοί επανέρχονται δικαιωμένοι, μην έχοντας να ανησυχούν και τόσο για τις προκλήσεις που αναπόφευκτα φέρνει μια μουσική έκφραση προσηλωμένη στο τώρα, το δε κοινό απολαμβάνει τη ζεστή αγκάλη της οικειότητας, μένοντας απροβλημάτιστο από μη προβλεπόμενες αναταράξεις. Κι όλοι είμαστε ικανοποιημένοι μέσα στην χαξλεϊκού τύπου φούσκα των αναμνήσεων...
«Ω, είναι ωραία στον Παράδεισο» λοιπόν, από την αρχή, μη και τυχόν δεν γίνει σαφές το ευκόλως εννοούμενο: «Γιάννη, τελείωνε με τα καινούργια σου τραγούδια, γιατί εμείς ήρθαμε να ακούσουμε τα παλιά». Και ας είναι γνωστό πως σε κάθε συναυλία του Αγγελάκα, οι Τρύπες κάνουν το πέρασμά τους. Έπρεπε το όλο πράγμα να γίνει εμφατικό. Γιατί όμως να υποτιμούμε τόσο εκκωφαντικά το παρόν; ΟΚ, αυτό ίσως να μην έχει Παραδείσους, Πάρτι σε ορόφους, Χάρτινα Τσίρκα ή Καινούργιες Ζαλάδες. Άλλο όμως η κριτική στάση απέναντι στα προϊόντα του παρόντος κι άλλο η συνολική απαξίωση του «δεν είναι σαν τότε».
Μη με παρεξηγήσετε, όμως. Αφήνομαι κι εγώ σε πολλές από τις αφορμές για νοσταλγία, παρασύρομαι σε αυτό το «τραγούδι και στριγκλιά μαζί» που έλεγε κι ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου. Κι εδώ που τα λέμε, ως ενδεχόμενο είναι πιθανό να βρεθώ κι εγώ στην αναβίωση των Κρίνων. Τείνω όμως να αντιμετωπίζω την όλη επιδρομή της νοσταλγίας με μια δόση αυξανόμενης καχυποψίας. Ομοίως και τις αυστηρές επισημάνσεις ότι «σήμερα δεν βγαίνει αληθινή μουσική», ότι «κάθε πέρσι και καλύτερα». Διότι, εκτός όλων των άλλων, το σήμερα έχουμε να αντιπαλέψουμε και δυστυχώς δεν μπορούμε να το κάνουμε με υλικά του χθες –όση παρηγοριά κι αν βρίσκουμε σ’ αυτά…