«Ζεστό καλοκαίρι/κρατάς ακόμα/Κίτρινο αέρα φυσάει/ένα μεγάλο στόμα/απ’ το ραδιόφωνο οι εκφωνητές ασκούν υπεροχή/Ανασταίνουν και θάβουν χωρίς καμιά διακοπή/Ασταμάτητα κανάλια τρώνε το μυαλό μας/Έχουμε χάσει τόσα που δεν ξέρουμε τι είναι δικό μας»
Οι παλιοί λέγανε «κάθε πέρσι και καλύτερα», ίσως η δικιά μας γενιά να αισθάνεται ότι κάθε καλοκαίρι ερχόμαστε λίγο πιο κοντά στην κίτρινη, καυτή ασφυξία που αποτύπωσαν οι Στέρεο Νόβα στους πρώτους στίχους από το "Ταξίδι της Φάλαινας", στα τέλη των ‘90s. Κάθε πέρσι και καλύτερα, κάθε φέτος η φαντασίωση του ανέμελου, ξένοιαστου ελληνικού καλοκαιριού απομακρύνεται όλο και περισσότερο. Όλο και περισσότερες και οι αφορμές για να τέτοιες σκέψεις, όλο και δυσκολότερη η συγκέντρωση στο σταθερό σημείο της θερινής ευφορίας. Όλο και δυσκολότερη αλλά όχι ίσως ακατόρθωτη -ακόμα.
Η βαλίτσα του Αυγούστου περιμένει στο χολ και έχει χωρέσει για μια ακόμη φορά όλα τα μικρά και μεγάλα πράγματα που μπορεί να αποδειχτούν χρήσιμα στο κυνήγι θερινών ονείρων. Μαγιό, πολύχρωμα φαρδιά πουκάμισα, μερικά βιβλία, φορητό ηχείο, έξυπνες συσκευές με μουσική, σειρές και ταινίες, μερικά ακόμα βιβλία. Όλα τα υπόλοιπα θα τα κάνουν οι άνθρωποι του καλοκαιριού μας και εκείνο το αναλλοίωτο, σταθερό σημείο μέσα μας.
Napoli Mon Amour
Καλοκαίρια και χειμώνες στη Νάπολη του 2015. O τριαντάχρονος Αμορεζάνο, άνεργος πτυχιούχος, με συγγραφικές προοπτικές αλλά σχεδόν μηδενικές φιλοδοξίες, ψάχνει να βρει το μέλλον του στην Ιταλία της βαθιάς οικονομικής κρίσης. Τα μετρημένα χρήματά του του εξανεμίζονται ευρώ το ευρώ και μπίρα την μπίρα μέσα από χαλαρές βραδιές στο συνοικιακό μπαρ, έναν απροσδόκητο, μεγάλο έρωτα που αρχίζει κινηματογραφικά και κινδυνεύει να τελειώσει πεζά και αλλεπάλληλα διεψευδόμενες ελπίδες για μια ενήλικη «αποκατάσταση». O Alessio Forgione μιλάει για μια Νάπολη πνιγηρή και γκρίζα από τη βροχή, σκοτεινή σαν τη Χιροσίμα της ομώνυμης ταινίας που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η δική μας ομόλογη Αθήνα μερικά χρόνια πριν, που θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει ξανά η δική μας Αθήνα στην επόμενη στροφή. Υψηλού επιπέδου στιλ, μουσικότητα και συγκινητικά οικείες εικόνες σύγχρονος σκοτεινός λυρισμός, η οξύμωρα γοητευτική Νάπολη και τα πιο συμβατικά γοητευτικά παραθεριστικά περίχωρά της, η φύση της απελπισίας όταν γίνεται τέχνη. Ένα γκρι μπλε υβριδικό νουάρ χωρίς έγκλημα – τουλάχιστον με την παραδοσιακή έννοια του όρου.
Blue Jean
Παντού θα βρείτε άρθρα με τις «καλύτερες σειρές που μπορείτε να δείτε αυτό το καλοκαίρι» και όντως είναι αρκετές. Οι πλατφόρμες αφθονούν περιεχομένου, οι εγγραφές στη λίστα όλο και πληθαίνουν, από την άχαστη επιστροφή του The Bear μέχρι την περιπέτεια στον αέρα με τον Idris Elba να συνεχίζει ακάθεκτος στην οικοδόμηση του appeal του στο Hijack.
Μέσα στην υπερπροσφορά όμως αυτή των τηλεοπτικών σειρών και στην «εύκολη λύση» των back2back επεισοδίων που λειτουργούν άψογα σε συνθήκες πτήσης, πλου ή νανουρίσματος αυξάνεται η ανάγκη για μια καλή ταινία – για μια ιστορία χωρίς συνέχειες και previous intro, με αρχή, μέση και τέλος -ή και όχι απαραίτητα- και με μήνυμα που θα ευαισθητοποιήσει χωρίς να «διδάξει».
To Blue Jean, το σκηνοθετικό ντεμπούτο της Georgia Oakley που πολυβραβεύτηκε σε όλον τον κόσμο με το καλημέρα, έφτασε επιτέλους και στις ελληνικές αίθουσες για να μας θυμίσει τη λαοπλανεύτρα δύναμη της συντηρητικής ατζέντας που μπορεί να επιβραβευθεί εκλογικά ακόμα κι αν συνεπάγεται περιορισμούς για ανθρώπινα και κοινωνικά δικαιώματα που πολλοί πιστεύουν ότι στον «πολιτισμένο, δυτικό κόσμο» ήταν θέμα χρόνου πολύ πριν τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Κι όμως στη θατσερική Αγγλία των late ‘80s το περ, φημο άρθρο 28 για τον περιορισμό της προώθησης ομοφυλοφιλίας έριξε καύσιμο στην προεκλογική εκστρατεία της Σιδηράς Κυρίας για το 1987 και πήγε τη Μεγάλη Βρετανία κάμποσα χρόνια πίσω στην ήδη οπισθοδρομική, βαθιά συντηρητική οδό στην οποία βάδιζε. Με ένα zoom πάνω στη ζωή μιας μέσης νεαρής λεσβίας από το Newcastle που προσπαθεί να δραπετεύσει από τον κοινωνικό συντηρητισμό του θατσερισμού και της βρετανικής επαρχίας της εποχής και να ζήσει τη ζωή που θα έπρεπε να ήταν αυτονόητη για τον καθένα. Με to the point αισθητική και σκηνοθεσία χωρίς φιοριτούρες, απολαυστική new wave βρετανίλα τέρμα στα ηχεία και μια ερμηνεία για φίλημα από την Rosy McEwen το Blue Jean είναι μια ταινία που αξίζει να αναζητήσεις στο πλησιέστερο θερινό ή να προβάλεις στον προτζέκτορα του εξοχικού αυτό το καλοκαίρι.
I Inside The Old Year Dying
Δεν υπάρχουν πολλοί σύγχρονοι δίσκοι εκεί έξω που να μιλάνε για τον χρόνο με τον τρόπο που το κάνει ο νέος δίσκος της PJ Harvey, με τον οποίο η αγαπημένη Polly Jean επιστρέφει μετά από δισκογραφικό διάλειμμα επταετίας. Ένα διακριτικό έπος-κομψοτέχνημα, μια αφήγηση που καλύπτει έναν χρόνο ζωής ενός εννιάχρονου κοριτσιού σε μια φανταστική πόλη της δυτικής Αγγλίας και παράλληλα με έναν τρόπο τόσο μαγικό όσο και ο μαγικός ρεαλισμός του I Inside The Old Year Dying μιλάει στην καρδιά ενός δικού μας χρόνου που περνάει με όλο του το βάρος στις ελληνικές μας πόλεις υποσχόμενος μια κατακλείδα αναλαμπή στα ελληνικά μας νησιά κάπου στο τέλος του.
Φθινόπωρο και άνοιξη, καλοκαίρια και χειμώνες, βρετανική ύπαιθρος, ελληνικό καλοκαίρι. Καλοκαίρι, Αύγουστος, το άτυπο τέλος μιας ακόμα χρονιάς, η άτυπη αρχή μιας ακόμα επόμενης. Ένα τελευταίο check ότι τα πήραμε όλα. Φύγαμε.