Τελικά με αυτά και με τα άλλα, με εκείνα και με τα αυτά, είχα αρχίσει να τον απολαμβάνω αυτόν τον τρόπο ζωής. Τι να λέμε τώρα; Ακόμα κι εγώ που είμαι ο πρωταθλητής της γκρίνιας, μιζέριας και αυτολύπησης δεν γίνεται να μην νιώσω στο πετσί μου ότι μια ρουτίνα χωρίς ξυπνητήρι είναι αρκετή, από μόνη της, για να νιώθεις ένα είδος απόλαυσης και μάλιστα με ένα εν δυνάμει μηνιαίο εισόδημα πολύ πάνω από τα δεδομένα της εποχής. Η ρημάδα η εποχή· αναρωτιέμαι και πότε υπήρξε μια πραγματικά καλή εποχή για τον άνθρωπο; Σαν αριθμολάγνος, τα πάω καλά με τα (μη) λογικά άλματα, για πλάκα αναγάγω το τοπικό σε οικουμενικό και το τωρινό σε διαχρονικό εις το διηνεκές.
Ας πούμε χονδρικά (για να πάω και στους αριθμούς που με ιντριγκάρουν) ότι οι πρώτοι άνθρωποι εμφανίστηκαν καμιά διακοσαριά χιλιάδες χρόνια πριν αλλά η εξάπλωσή τους σε όλο τον πλανήτη τοποθετείται μόλις καμιά δεκαριά χιλιάδες χρόνια πριν, ενώ οι (ας το πούμε έτσι) πρώτες οργανωμένες κοινωνίες με σύστημα γραφής κλπ-κλπ πρέπει να δημιουργήθηκαν το πολύ πέντε χιλιάδες χρόνια πίσω. Και τι είναι πέντε χιλιάδες χρόνια δηλαδή; Αν πούμε ότι σήμερα το μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής συναντάται στο Μονακό και είναι γύρω στα ενενήντα χρόνια, τότε τα πέντε χιλιάδες χρόνια μεταφράζονται σε πενήντα πέντε και κάτι ζωές Μονεγάσκων. Τίποτα, την τρέλα μου μέσα. Τίποτα, τίποτα, τίποτα. Δεν είμαστε τίποτα τελικά. Οι αριθμοί δεν λένε ποτέ ψέματα να πούμε. Να εθελοτυφλούμε δηλαδή;
Τι με έπιασε πάλι ρε γαμώτη; Μια χαρά ήμουν αυτές τις μέρες, αισιόδοξος, απολάμβανα την καθημερινότητα που μου εξασφάλιζε η νέα μου δουλειά κι άρχισα πάλι να μπλέκω τα νούμερα στο κεφάλι μου. Και πρέπει να στείλω και νέο τραγούδι στον Μπακιρτζή, άλλο βάσανο αυτό. Οπότε μήπως δεν είναι και τόσο απολαυστική η καθημερινότητά μου τελικά; Και τι μπορεί να με θέλει ο Μπακιρτζής να συζητήσουμε από κοντά; Ώρα είναι να παίξει καμιά διακοπή συνεργασίας και να βρεθώ πάλι χωρίς σωσίβιο σε μια θάλασσα βιοποριστικής αβεβαιότητας.
Με αυτές τις σκέψεις να με συνοδεύουν, κατέβηκα στον σταθμό του μετρό στο Σύνταγμα, κατευθύνθηκα σε εκείνον τον δρόμο που δεν υπήρχε αλλά (και) υπήρχε παράλληλα και έψαξα για εκείνη την πόρτα στο σουρεαλιστικά στριμωγμένο κτίριο, με όλη τη μαυρίλα και απαισιοδοξία να με έχει για τα καλά πάρει αγκαζέ. Χωρίς πολλά-πολλά και φιοριτούρες, είδα εκείνη την πόρτα να ανοίγει σαν να με καλεί από μόνη της να τη διαβώ.
Καθώς μπήκα στον χώρο με την ίδια απορία της πρώτης φοράς, εμφανίστηκε το ίδιο σκηνικό σε αέναες καθρεφτίζουσες αντανακλάσεις, όπως την ημέρα που πέρασα τη συνέντευξη για τη δουλειά. Ο Μπακιρτζής στεκόταν όρθιος και σαν πλησίασα έτεινε το χέρι. Θεώρησα ότι πήγαινε να με χαιρετήσει αλλά στη δική μου πρόταξη του δεξιού χεριού αντέτεινε ένα παιδιάστικο «ωωωπ, τσίμπα ένα αρχίδι» καθώς αποτράβηξε σβέλτα το χέρι του για να παρουσιάσει τον καβάλο του. Τα επίπεδα σουρεαλισμού είχαν ξεπεράσει κατά πολύ τις αντοχές μου.
- Τι γίνεται Ευθύμη; Πώς τα πάμε;
- Καλά κύριε Αργύρη, ψάχνω να σας στείλω το επόμενο τραγούδι.
- Λέω να κόψεις τις φορμαλιές και τα «κύριε» και να με αποκαλείς σκέτο Αργύρη για αρχή, ναι;
- Εεεε, εντάξει… Αργύρη.
- Ωραία, μια χαρά ακούγεται. Στο προκείμενο, ίσως να αναρωτιέσαι για ποιο λόγο σε κουβάλησα εδώ.
Δεν αποκρίθηκα, δεν ήξερα και τι να πω. Να το παίξω άνετος με ένα «όχι βρε Αργύρη, τι να αναρωτηθώ;» ή να είμαι ειλικρινής και να εκφράσω με κάποιο τρόπο την ανησυχία μου;
- Λοιπόν, Ευθύμη, σε ήθελα για κάτι άλλο, όχι ακριβώς της δουλειάς. Παίρνω το θάρρος να ζητήσω τα αριθμολαγνικά σου φώτα για να είμαι ειλικρινής. Αν δεν σε πειράζει βέβαια.
- Ναι, πείτε μου… Εεεε, πες μου Αργύρη κι άμα είναι κάτι που μπορώ να βοηθήσω, ευχαρίστησή μου.
- Λοιπόν άκου και πάρε τον χρόνο σου: Εφόσον έχω γεννηθεί το 1947 και ο πρώτος δίσκος των Χειμερινών Κολυμβητών κυκλοφόρησε το 1981, ποιο έτος θα έπρεπε να λειτουργεί ως σημείο αναφοράς και δημιουργικής αφετηρίας για τη ζωή μου;
Αυτό ήταν, επιτέλους μια εργασία της προκοπής. Άρχισα να προσθέτω ένα-ένα τα ψηφία των χρονολογιών που τέθηκαν στην διάθεσή μου: 1+9+4+7+1+9+8+1 μας κάνει 40, αν το διαιρέσουμε με το 2 (αφού 2 είναι τα έτη αναφοράς) μας κάνει 20, αν σε αυτό προσθέσουμε το 1 (αφού το 1981 βγήκε ο 1ος δίσκος των Χειμερινών Κολυμβητών) έχουμε 21 και αν αυτό το προσθέσουμε στην χρονολογία γέννησης του Μπακιρτζή τότε έχουμε…
- 1968!
- 1968; Βγάζει νόημα ρε Ευθύμη. Ναι, βγάζει νόημα!
Πάλι δεν αποκρίθηκα κάτι. Και που να ξέρω αν του βγάζει νόημα του Μπακιρτζή. Αριθμολαγνικά μιλώντας δεν πέφτω ποτέ έξω πάντως, για αυτό είμαι σίγουρος. Αλλά ο Μπακιρτζής δεν συνέχιζε την κουβέντα και παραείχε πέσει σιωπή, δεν τη βάσταγα. Ήταν σαν να περίμενε την προφανή ερώτηση…
- Γιατί Αργύρη; Λόγω της αποστολής της πρώτης σεληνακάτου στο διάστημα; Εξαιτίας της δολοφονίας των Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και Ρόμπερτ Κένεντυ; Ελέω της κατάκτησης του Κυπέλλου Κυπελλούχων Ευρώπης στο μπάσκετ από την Α.Ε.Κ.;
Άρχισα να αραδιάζω ότι ήξερα από τα τότε μπας και τελειώνουμε μια ώρα αρχύτερα και σηκωθώ να φύγω. Πόση δυαδική κουβέντα να κάνω πια;
- Όχι Ευθύμη. To “Love Song For The Dead Ché” των United States Of America, που είχε κυκλοφορήσει στον ομώνυμο δίσκο τους εκείνη τη χρονιά, το έχεις ακούσει;
- Όχι ομολογώ.
- Ούτε κι εγώ, απλά κάπου το πήρε το μάτι μου και μου έκανε εντύπωση ο τίτλος και μιας και μιλάγαμε για το 1968 είπα να σε ρωτήσω.
- Μμμ, ναι. Ε, θέλεις να μου πεις για ποιο λόγο βγάζει νόημα το 1968 ως σημείο αναφοράς και δημιουργικής αφετηρίας για τη ζωή σου τότε;
- Όχι Ευθύμη, είναι προσωπικό. Να είσαι καλά όμως, πραγματικά μου άνοιξες τους ορίζοντες.
- Μμμ, μάλιστα. Χαίρομαι που βοήθησα. Με θες κάτι άλλο;
Όχι, να πας στο καλό.
Βγήκα με ολίγον μουδιασμένο εγκέφαλο στον δρόμο και προχώρησα διστακτικά χωρίς να κοιτάξω πίσω. Την κάρτα του κινητού την είχα φορτίσει με αρκετά δεδομένα περιήγησης για να μπορώ να κάνω δουλειά και εκτός σπιτιού. Μπήκα σε μια μουσική υπηρεσία streaming και άκουσα το “Love Song For The Dead Ché”, καλό ήταν. Πάτησα share και το έστειλα στον Μπακιρτζή με mail. Μου ήρθε μήνυμα από κάποιο τετραψήφιο 1968 ότι πιστώθηκαν 400 ευρώ στον λογαριασμό μου. Αυτή τη φορά τα κατάφερα με μια κάποια ελαφριά μπαγαποντιά. Τελικά ποιος τσίμπησε τ’ αρχίδι καλέ μου Αργύρη;