Για τον Ανδρέα Κύρκο ο Μίκης Θεοδωράκης θα είναι πάντα αυτός που έγραψε «αυτές τις μελωδίες – φινάλε των πάντων»
Δεν μπορώ να ερμηνεύσω τι ήταν αυτό που στοίχειωνε την έμπνευση του Μίκη Θεοδωράκη όταν μελοποιούσε την Μπαλάντα Του Μαουτχάουζεν στα μέσα της δεκαετίας του '60. Όταν όμως άκουσα, σε νεαρή ηλικία, το "Άσμα Ασμάτων" και "Τ' Όνειρο Καπνός", συνειδητοποίησα πρώτη φορά ότι η μουσική μπορεί να έχει τέτοιο πολιτισμικό αντίκτυπο και πως μια σχεδόν μινιμαλιστική ενορχήστρωση μπορεί να απογειώνει ένα βιωματικό έπος, διατηρώντας την παρεμβατική του δύναμη, πέρα από εποχές και μουσικά στεγανά. Οι μνήμες του Ιάκωβου Καμπανέλλη από το ναζιστικό στρατόπεδο στο "Άσμα Ασμάτων" και οι λεκτικές ακροβασίες του Γκάτσου στη ρομαντικοπρεπή μυσταγωγία του "Τ' Όνειρο Καπνός" που ανοίγουν και κλείνουν τις δυο πλευρές του βινυλίου, ντύνονται με μελωδίες που μπορούν και θέλουν να διαστέλλονται κατά βούληση και να διαρκούν αιώνια.
Λίγα πράγματα στην ελληνική δισκογραφία μπορούν να έχουν τη δύναμη με την οποία ακούγεται ο στίχος «Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία» ή το «Στης νύχτας το μπαλκόνι παγώνει ο ουρανός» αντίστοιχα - σπάνια η ανάγκη για φως ήταν τυλιγμένη με τόσο σκοτάδι. Κάθε στιγμή αυτών των τραγουδιών, κάθε μελωδική στροφή, μοιάζει να είναι φτιαγμένη σαν "φινάλε" των πάντων, και παγιδεύουν τον ακροατή σε ένα ανθισμένο λαβύρινθο από ρέκβιεμ. Για εμένα ο Μίκης έγραψε αυτές τις μελωδίες και επιλέγω να αφήσω κατά μέρος τους "αγώνες", την "ιστορία", τις ορχήστρες, το καθεστώς, τη φτωχολογιά και τα bigger-than-life "έργα της πατρίδας".
https://www.youtube.com/watch?v=tEXqQnOmNs0
Ο Άρης Καζακόπουλος κρατάει την avant – garde διάσταση του Άξιον Εστί
Γύρω στην ηλικία των είκοσι, όταν άρχισα να ανακαλύπτω τη σαγήνη της μουσικής εκτός της ευρύτερης pop φόρμας μέσα από post-rock και experimental ακούσματα, ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με το Άξιον Εστί, μέσα από την εκτέλεση του 1977 στο θέατρο του Λυκαβηττού. Πέρα από το δέος που μου προκάλεσε η ακρόαση, δεν μπόρεσα παρά να αναρωτηθώ πώς γίνεται να περνάς ένα έργο σαν αυτό στο πλατύ κοινό της Ελλάδας του 1964, καθιερώνοντάς το, μάλιστα, ως κομμάτι της λαϊκής κουλτούρας του τόπου. Γιατί Άξιον Εστί δεν είναι μόνο το "Ένα Το Χαλιδόνι" και το "Της Δικαιοσύνης "Ήλιε Νοητέ" (σπουδαία και τα δυο τους), αλλά και ένα σωρό "δύσκολα" ορχηστρικά μέρη, οπερατικές ερμηνείες, χορωδιακό τραγούδι και ποιητικές απαγγελίες, που όλα μαζί συνθέτουν ένα πολύπλοκο, μεγαλειώδες και υπερβατικό έργο, που σε σημεία κινείται στα όρια του avant-garde.
Είναι ένα μονάχα από τα αμέτρητα τεκμήρια της δημιουργικής ευφυΐας του Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος σήκωσε τον πήχη για το πολιτισμικό προϊόν της χώρας σε ύψη δυσθεώρητα. Και ήταν πραγματικά σπουδαίος, όχι τόσο επειδή «δόξασε την Ελλάδα σε όλον τον κόσμο», όπως αρέσκονται να διατυμπανίζουν τα κανάλια στη γνωστή επιφανειακή, ομφαλοσκοπική, νεοελληνική λογική, ούτε μόνο εξαιτίας της σημαντικής αντιστασιακής και αντιδικτατορικής του δράσης. Αλλά πρωτίστως, διότι επικοινώνησε υψηλές ιδέες και πνεύμα στην οικουμενική γλώσσα της μουσικής, ως ισότιμος με τους κορυφαίους των κορυφαίων.
Για τον Δημήτρη Λιλή το Z θα τριγυρίζει πάντα κάπου εκεί γύρω
Το μυθιστόρημα Z του Βασίλη Βασιλικού τριγύριζε στο σπίτι μας από τότε που ξεκίνησα να διαβάζω αλλά δεν ήταν μέχρι την στρατιωτική μου μετάθεση από την Ρόδο στο Ναύπλιο στις αρχές του 2010 και τη σύντομη επιστροφή μου στο πατρικό, όταν οι ώρες σκοπιάς (και βαρεμάρας) με οδήγησαν στην ανάγνωση του. Παράλληλα, το internet είχε μόλις ξεκινήσει να ενώνει μέσα από φόρουμ τις μουσικές εγκυκλοπαίδειες του κόσμου και το diggin’ ανθρώπων που ξέραμε ότι “τρέχουν” την κουλ μουσική είχε αρχίσει να διαρρέει. Ο Egon, κινητήριος δύναμη πίσω από την Stones Throw και ένας από τους 10 επιδραστικότερους συλλέκτες του κόσμου, μεγάλωσε και αυτός σε σπίτι όπου το O.S.T. του φιλμ Ζ του Γαβρά, έπαιζε συχνά πυκνά. Οι τελείες ενώθηκαν και σύντομα ήξερα πως μία από τις παγκόσμιες μουσικές αξίες που διέθετε η χώρα μου ήταν ο "ιπτάμενος Μίκης” όπως τον χαρακτήριζε ο πατέρας μου, που δεν έχανε εμφάνιση του στην περιοχή της Αργολίδας και δεν χόρταινε να τον βλέπει να διευθύνει.
Από το Ζ έχω ακούσει εκατοντάδες φορές την μίνιμαλ αλλά τόσο καλαίσθητη λούπα με το ρυθμικό της “Batucada”. Ξέρω, ο “Αντώνης" -το βασικό θέμα- είναι η ανατολίτικη γκρούβα που σε έναν δίκαιο κόσμο από τον Action Bronson μέχρι τον Nas θα της έδιναν νέα ζωή (και ευτυχώς ο “ιπτάμενος Μίκης” ευτύχησε να δει και να ακούσει το “Meeting In The Park” από το Serpico να σαμπλάρεται από τον Alchemist και πάνω του να ραπάρουν οι The Game και ο Prodigy) όμως αυτή η μπατουκάδα φίλε μου, μια όαση πολυρυθμίας και ευρηματικότητας από έναν δημιουργό που είχε τις μεγάλες μελωδίες στο τσεπάκι του.
Τυχαία ή και όχι, μια δεκαετία μετά, ένα πολύ μικρό, σύντομο sample του "Batucada" θα τυπωθεί σε βινύλιο της εταιρείας μου, ενσωματωμένο στο πάντα εκλεκτικό γούστο του Mr. Z και το κομμάτι του Sudden Reverb.
Για τον Ζώη Χαλκιόπουλο (Μr.Z) o Μίκης Θεοδωράκης είναι ένας τεράστιος μουσικάνθρωπος που έδινε χώρο στην φρέσκια μουσική
Οι μεγάλοι μουσικοί πάντα θα κρατάνε μαγεία και απο όλους αυτούς του παίχτες που φέρνουν τα δικά τους αρώματα στο τραπέζι. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Μίκης είναι ένας απο τους εθνικούς μας ήρωες. Όχι μόνο επειδή εξέφρασε την Ελλάδα πολιτικά αλλά επειδή ό,τι έκανε, ούτε εκατό μουσικοί δεν θα μπορούσαν να κάνουν σε χίλια χρόνια.
Παρόλα αυτά ήξερε να δίνει χώρο και στην πιο "φευγάτη" μουσική που υπήρχε στα 70s. Τρανό παράδειγμα το soundtrack της ταινίας Ζ όπου πέρα από την του μεγαλοφυία στο σύνολο, υπάρχουν διαλείμματα με φρέσκια, εξαιρετική μουσική απο την ίδια την μπάντα στο studio. Το ''Cafe Rock'' είναι από τα κομμάτια που θα ζήλευε ακόμα και ο Serge Gainsbourg για έναν απο τους beat δίσκους του. Η προφορική ιστορία λέει πως ο Μίκης άφησε την μπάντα να παίξει κάτι αυτοσχεδιαστικό και μικρό όσο αυτός ήταν σε διάλειμμα απο τις ηχογραφήσεις του δίσκου. Και έτσι απλά ο δρόμος στρώθηκε όπως έπρεπε για να υμνούμε και διαφορετικές πλευρές ενός τεράστιου μουσικάνθρωπου που θα μείνει για πάντα στις ρίζες αυτής της χώρας.
Ο Θανάσης Μήνας θυμάται τη συνάντηση του Μίκη Θεοδωράκη με τον Πάμπλο Νερούδα στο Canto General
To Canto General (Γενικό Άσμα) του Χιλιανού ποιητή Πάμπλο Νερούδα δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1950 - μια μεγαλόπνοη ποιητική σύνθεση, η οποία αναφέρεται στους λατινοαμερικανικούς αγώνες για ανεξαρτησία και στην καταπίεση που υφίστανται οι indios της υποηπείρου, αφιερωμένη στον Σιμόν Μπολίβαρ, που ηγήθηκε τον απελευθερωτικό αγώνα των Λατινοαμερικανών κατά τον 19ο αιώνα.
Η σύνθεση το Νερούδα είχε μελοποιηθεί από διάφορους Χιλιανούς συνθέτες και είχε παρουσιαστεί δισκογραφικά, μεταξύ άλλων, από το χιλιανό folk-rock σχήμα των Aparcoa το 1970. Στο μεταξύ, ο Σαλβαδόρ Αλιέντε είχε εκλεγεί πρόεδρος της χώρας, οδηγώντας τη σε μια σοσιαλιστική προοπτική, και ο Νερούδα ανέλαβε πρέσβης της Χιλής στη Γαλλία. Εκεί ο ποιητής γνωρίστηκε με τον Μίκη Θεοδωράκη, που ζούσε στη γαλλική πρωτεύουσα, εξόριστος από το καθεστώς της χούντας.
Ο Μίκης μελοποίησε την ίδια χρονιά συμφωνικά το Canto General, σε οκτώ μέρη, μεταξύ των οποίων τα “Vienen Los Pajaros”, "America Insurrecta”, “Vegetaciones” και “Los Libertadores”. Το 1973 περιόδευσε στη Λατινική Αμερική - δεν ήταν η πρώτη φορά, είχε ήδη εμφανιστεί στην Κούβα το 1962. Ήταν προγραμματισμένο να εμφανιστεί στο Σανδιάγο της Χιλής, όμως δεν πρόλαβε, καθώς το πραξικόπημα του Πινοτσέτ ανέτρεψε τον Αλιέντε.
To Canto General παρουσιάστηκε ζωντανά για πρώτη φορά δημόσια στο Παρίσι, στο φεστιβάλ της κομμουνιστικής εφημερίδας L’ Humanité, τον Σεπτέμβριο του 1974. Στην Ελλάδα, μετά την πτώση της χούντας, πρωτοπαίχτηκε σε δύο συναυλίες, μία στο στάδιο Καραϊσκάκη και μία στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, τον Αύγουστο του 1975. Επί σκηνής, μαζί με τον Μίκη, ήταν η Μαρία Φαραντούρη και ο Πέτρος Πανδής στα φωνητικά, τα Κρουστά του Στρασβούργου και η Εθνική χορωδία της Γαλλίας. Ο δίσκος κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά από την EMI, ενώ έχει γνωρίσει πολυάριθμες επανεκδόσεις.
Πέρα από τη μουσική του αξία, την περίτεχνη ενορχήστρωση και τις επιβλητικές ερμηνείες, το “Canto General” παραμένει ένα μνημείο διεθνισμού και αλληλεγγύης.
Ο Μάκης Μηλάτος στέκεται στο ενωτικό μεγαλείο της ποίησης του Μίκη Θεοδωράκη
Ο Μίκης Θεοδωράκης κατάφερε -έστω και με τον θάνατο του- να ενώσει τους Έλληνες όπως ονειρευόταν. Παλαιάς κοπής πατριώτης (λέξη τόσο παρεξηγημένη πια και κατασυκοφαντημένη) κέρδισε, από την στιγμή που έγινε γνωστός ο θάνατος του, έναν χείμαρρο με καλά λόγια από πάρα πολλούς Έλληνες - με τους συνήθεις γκρινιάρηδες που δεν μπορούν να είναι γενναιόδωροι ποτέ στη ζωή τους, να επιβεβαιώνουν τον κανόνα).
Ένας χείμαρρος και ο ίδιος, επικός, συμφωνικός και progressive όσο οι Yes, οι Genesis, οι Emerson, Lake & Palmer και οι Premiata Forneria Marconi μαζί, κατόρθωσε -και αυτό είναι το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό για τον Μίκη Θεοδωράκη- να κάνει τόσους πολλούς να αισθανθούν το μεγαλείο της ποίησης.
Υπάρχουν δεκάδες εκατοντάδες μελοποιήσεις ποιητών αλλά μόνο αυτός κατόρθωσε να κάνει την σπουδαία ποίηση τραγούδι και να την βάλει στα στόματα τόσο πολλών ανθρώπων, ακόμη κι αν δεν καταλάβαιναν καλά-καλά "τι θέλει να πει ο ποιητής". Και δεν υπάρχει πιο τρανό παράδειγμα γι' αυτό από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση που ερμήνευσε μοναδικά και ανεπανάληπτα αυτούς τους ποιητές, χωρίς να πολυκαταλαβαίνει τι λένε τα λόγια που τραγουδάει (όπως κι ο ίδιος έχει δηλώσει).
Η σπουδαία τέχνη, όπως η ποίηση του Σεφέρη και του Ελύτη, μπορεί να κάνει τον άνθρωπο να πάει ψηλά, να συναντηθεί με το σύμπαν, με την σπουδαία εκδοχή του εαυτού του. Κι αυτό έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης. Χιλιάδες άνθρωποι τραγούδησαν δυνατά, ενώθηκαν και ανυψώθηκαν από κοινού με τον σπουδαίο λόγο. Έκανε την ποίηση mainstream τραγούδια που οι άνθρωποι τραγούδησαν και τραγουδάνε ακόμη.