Αναδημοσίευση από την ειδική έκδοση του περιοδικού Sonik "Η μουσική από τα '10s στα '40s"
Η δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά (1936/1941) δημιούργησε περαιτέρω αναταραχή σε έναν κοινωνικό ιστό που ήδη είχε μαζέψει πολλά στην καμπούρα του λόγω της χρόνιας διαμάχης βασιλικών και βενιζελικών. Στον δε μουσικό κόσμο –με διάφορα προσχήματα ευπρέπειας– επέβαλλε περιορισμούς σύμφυτους με την οπισθοδρομική της, σχεδόν οθωνική αισθητική.
Η αστυνομία κήρυξε κυριολεκτικά τον πόλεμο στους μάγκες και στους ρεμπέτες, ειδικότερα στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη. Όπως καταμαρτυρεί όμως ο Μιχάλης Γενίτσαρης (ο Γιάννης Παπαϊωάννου τον θεωρούσε τον απόλυτο σκύλο του πεζοδρομίου) «σε κάτι ανθρωπάκια» έκαναν τη ζημιά και τους διαπόμπευαν, είτε κόβοντάς τους τον μύστακα και τα μπατζάκια, είτε ψαλιδίζοντάς τους τη ρεπούμπλικα. Αντιθέτως, στα στέκια στου Ψυρρή και στο Μεταξουργείο δεν τολμούσαν καν να πλησιάσουν οι «Μανιαδάκηδες», όπως χαρακτηρίζει τα όργανα της τάξης που δρούσαν υπό τις διαταγές του διαβόητου υφυπουργού Δημοσίας Ασφαλείας, Κωνσταντίνου Μανιαδάκη. Μπορεί έτσι να συνελήφθησαν τότε κάποιοι εκπρόσωποι του ρεμπέτικου χώρου (τραγουδιστές ή/και απλοί θιασώτες), όμως οι σκληροπυρηνικοί τεκέδες παρέμειναν ζωντανοί.
Πιο σημαντικές ήταν λοιπόν οι κοινωνικές ζυμώσεις του δεύτερου μισού της δεκαετίας του 1930. Με κυριότερη ανάμεσά τους, τον σχηματισμό μιας μικροαστικής λωρίδας στις μεγάλες πόλεις, η οποία, ξεφεύγοντας από το λούμπεν προλεταριάτο, μπήκε σφήνα ανάμεσα στο τελευταίο και στην αστική τάξη, αποτελώντας μια εν πολλοίς συντηρητική πλατφόρμα (ως προς τις απαιτήσεις και τις προσδοκίες). Αυτή η τάξη θα αποτελέσει το επόμενο κοινό του ρεμπέτικου τραγουδιού, έπειτα δηλαδή απ' όσους απόλαυσαν το 1934 την πρώτη εμφάνιση της Τετράδος της Ξακουστής του Πειραιώς στη μάντρα του Σαραντόπουλου.
Η έκρηξη του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου και η εμπλοκή της Ελλάδας σε σύρραξη με την Ιταλία είχε μεν ως προμετωπίδα έκφρασης του συλλογικού συνειδητού καλλιτέχνες του ελαφρού τραγουδιού σαν τον Αττίκ και τη Σοφία Βέμπο, στο παιχνίδι όμως της αποτύπωσης των καιρών μπήκαν για τα καλά και διάφοροι ρεμπέτες. Ο Μάρκος Βαμβακάρης λ.χ., θα γράψει τα τραγούδια "Αν Φύγουμε Στον Πόλεμο" και "Γεια Σας Φανταράκια Μας", ενώ ο Μπαγιαντέρας (Δημήτρης Γκόγκος) θα παραδώσει τα "Τους Κένταυρους Δε Φοβάμαι" και "Στης Πίνδου Τα Βουνά". Την ίδια περίοδο ο Βασίλης Τσιτσάνης τελειώνει το στρατιωτικό του, αλλά η επιστράτευση τον κρατά στη Θεσσαλονίκη. Μια πόλη με την οποία ζυμώθηκε σε πολλά επίπεδα: ερωτικά, επιχειρηματικά και φυσικά δημιουργικά.
Από δίπλα, ο νεαρός Γιώργος Μητσάκης αρχίζει να περνάει και στη σύνθεση, κινούμενος πέρα από τη δεδομένη του εκτελεστική δεξιοτεχνία, ενώ ο Παπαϊωάννου θα αποτελέσει μια ιδιότυπη γέφυρα μεταξύ της παλαιότερης και της νεότερης ρεμπέτικης σχολής, ακριβώς λόγω του κοινωνικού του χαρακτήρα. Ο Μανώλης Χιώτης δεν είχε ακόμα διαμορφώσει το παικτικό στυλ που τον έκανε γνωστό στη δεκαετία του 1950, συγκαταλέγεται όμως στις γνωστές φιγούρες της Αθήνας, όπου ξεχώριζε ως ο πιο εξεζητημένα ντυμένος του σιναφιού –ακόμα και σε δύσκολες εποχές, όπως μαρτυρά ο επιστήθιος φίλος του Μητσάκης.
Τα προβλήματα ξεκινάνε απ' όταν οι Γερμανοί σπάζουν τη γραμμή του μετώπου και μπαίνουν κατακτητές στην Αθήνα, στις 27 Απριλίου του 1941. Η Columbia, όπως και οι μικρότερες φωνογραφικές εταιρείες, σωπαίνουν και τα μεροκάματα εξαρτώνται πλέον από μικρά ταβερνάκια, όπου φυσικά ο τζίρος είναι ποταπός και μερικές φορές ως μόνη ανταμοιβή δίδεται ένα πιάτο φαΐ. Υπήρχαν βέβαια και κάποια πιο πετυχημένα μαγαζιά, τα οποία επισκέπτονταν ειδικά οι Ιταλοί, απολαμβάνοντας τις ελληνικές μελωδικές «σπεσιαλιτέ». Δίσκοι πάντως, δεν έβγαιναν. Γι' αυτό και οι επιτυχίες γίνονταν γνωστές από τον έναν στον άλλο. Χαρακτηριστικά, μιλώντας για το περίφημο κατοχικό του τραγούδι "Ο Σαλταδόρος", ο Γενίτσαρης λέει ότι, αν είχε βγει τότε σε δίσκο, θα τον είχε κάνει πλούσιο: ακόμα και οι Γερμανοί το σιγοτραγουδούσαν!
Το εργοστάσιο της Columbia θα ξανανοίξει το 1946, χωρίς όμως αυτό να επαναφέρει και την ελευθερία των δημιουργών, λόγω της έκρηξης του Εμφυλίου. Τραγούδια ας πούμε όπως το "Κάποια Μάνα Αναστενάζει" του Τσιτσάνη με τη Στέλλα Χασκίλ (1947) θα γίνουν επιτυχίες στόμα-με-στόμα, μα θα απαγορευτούν από το κρατικό ραδιόφωνο, λόγω της υποψίας ότι περιείχαν στίχους φίλα προσκείμενους προς τον ΕΛΑΣ. Παρ' όλα αυτά, ο Τσιτσάνης είναι εκείνος που αναμφισβήτητα θα λάμψει στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1940. Μέσω ίσως της ίδιας του της διαφορετικότητας στην τρικαλινή κοινωνία –όπου στεκόταν ανάμεσα στα αγροτικά στρώματα και στην αριστοκρατία της πόλης– θα λανσάρει ένα ύφος που εμπεριέχει λυρικότητα, δράμα κι έναν πρωτόγνωρα ανοιχτόμυαλο για την εποχή στίχο, που θα κάνει τη διαφορά. Την ίδια στιγμή, οι συνθέσεις του αφομοιώνουν σχολές και δρόμους πέραν του ρεμπέτικου, ωθώντας το να δώσει τη σκυτάλη προς ένα νέο αστικό άσμα, μη περιορισμένο στα παλιά μάγκικα στέκια. Η "Συννεφιασμένη Κυριακή" (1948), θα αποτελέσει την κορωνίδα αυτού που πλέον κατανοούμε ως «λαϊκό τραγούδι».
Ανθολόγηση τραγουδιών
Πρόδρομος Τσαουσάκης & Σωτηρία Μπέλλου | Συννεφιασμένη Κυριακή [1948]
Έχει λεχθεί πως, αν δεν είχε προλάβει ο Σολωμός, θα αποτελούσε τον εθνικό μας ύμνο. Γνώρισε πολλές μετέπειτα διασκευές, με γνωστότερη αυτή του Στέλιου Καζαντζίδη.
Στράτος Παγιουμτζής & Στελλάκης Περπινιάδης | Αρχόντισσα [1938]
Δέκα ακριβώς χρόνια πριν τη "Συννεφιασμένη Κυριακή", ο Τσιτσάνης δίνει την πρώτη σημαντική γεύση της αλλαγής που κόμιζε. «Με το που ακούστηκε η φράση "Κουράστηκα να σ' αποκτήσω"», σχολίασε ο Μάνος Χατζιδάκις, «η γενιά μας βρήκε την έκφρασή της».
Οδυσσέας Μοσχονάς & Στελλάκης Περπινιάδης | Πριν το χάραμα [1947]
Σπουδαίο δείγμα της «γέφυρας» που αποτέλεσε ο Γιάννης Παπαϊωάννου μεταξύ της παλιάς ρεμπέτικης γενιάς και του λαϊκού τραγουδιού που άρθρωνε ο Τσιτσάνης.
Μάρκος Βαμβακάρης & Έλλη Πετρίδου | Χαραματα η ώρα τρεις (θα 'ρθω να σε ξυπνήσω) [1937]
Το έχουν χαρακτηρίσει ως το ωραιότερο ερωτικό τραγούδι που έβγαλε το ρεμπέτικο του Μεσοπολέμου. Σπουδαία τομή μεταξύ του λαϊκού Πειραιά και της παρακαταθήκης της καντάδας.
Στράτος Παγιουμτζής & Στελλάκης Περπινιάδης | Γυρνώ σα νυχτερίδα (μες στης ζωής τα μονοπάτια) [1939]
Ίσως το πλέον αγαπημένο στο νεότερο κοινό από τα σημαντικά τραγούδια που έγραψε στα χρόνια αυτά η ιδιαίτερη φιγούρα του Μπαγιαντέρα.
Μιχάλης Γενίτσαρης | Ο σαλταδόρος [1942]
Αφιερωμένο σε όσους σάλταραν στα γερμανικά φορτηγά καθώς έκοβαν ταχύτητα στις στροφές, κλέβοντας είτε τη ρεζέρβα, είτε αγαθά. Το ηχογράφησε για πρώτη
φορά στην Αμερική ο Γιώργος Κατσαρός το 1945, σε παραλλαγή. Ο ίδιος ο Γενίτσαρης το είπε το 1976, με δεύτερη φωνή τη Βούλα Γκίκα.
Γιώργος Μητσάκης & Ιωάννα Γεωργακοπούλου | Το καπηλειό [1947]
Δεν έχει ταίρι στον τρόπο που σκιαγράφησε την πίκρα των φτωχώτερων στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας επί Εμφυλίου ζόφου.
Ιωάννα Γεωργακοπούλου, Βασίλης Τσιτάνης & Στελλάκης Περπινιάδης | Αχάριστη [1942]
Το κατά Ντίνο Χριστιανόπουλο καλύτερο τραγούδι του Τσιτσάνη, γραμμένο στην κατοχική Θεσσαλονίκη, μα δισκογραφημένο το 1947. Εξαιρετικό δείγμα της μελωδικής ευχέρειας του μεγάλου Τρικαλινού.
Μάρκος Βαμβακάρης, Απόστολος Χατζηχρήστος & Ευάγγελος Χατζηχρήστος | Ο Καϊξής [1948]
Το επανέφερε η Χάρις Αλεξίου το 1982, με τεράστια επιτυχία, κάνοντας την εναρκτήρια φράση «γκελ, γκελ Καϊξή» μία από τις πλέον αναγνωρίσιμες στα λαϊκά μας χρονικά
Βασίλης Τσιτσάνης | Μπλόκος (βγήκανε νωρίς τ'αστέρια) [1944]
Γράφτηκε στα χρόνια της Θεσσαλονίκης, το είπε όμως για πρώτη φορά σε δίσκο το 1976, με την Ελένη Γεράνη (προηγουμένως, εμφανίστηκε και στην Αμερική με τον Αθανάσιο Πειραιώτη). Αναφέρεται στο φοβερό μπλόκο των Γερμανών στην Καλαμαριά, τον Αύγουστο του 1944.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην ειδική έκδοση του περιοδικού Sonik, Η μουσική από τα '10s στα '40s, που κυκλοφόρησε το 2016.
Μπορείς να το αποκτήσεις πατώντας εδώ