«Δεν μπορώ να σου προσφέρω καφέ, γιατί έφυγε η κυρία που φροντίζει γι' αυτά. Αλλά αν θέλεις μπορώ να σου δείξω την κουζίνα, να φτιάξεις έναν μόνος σου».
Αυτά ήταν τα πρώτα λόγια που μου απηύθυνε η Αρλέτα όταν την επισκέφθηκα, το 2010. Ήταν εμφανώς ταλαιπωρημένη από το σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο που είχε υποστεί το 2008. Κι όμως, το βλέμμα της σπίθιζε.
Συνήθως πίνω καφέ τέτοιες ώρες, συνήθως πίνω και στις συνεντεύξεις. Αλλά αποφάσισα να κάτσω, ώστε να μην ενταθεί η αμηχανία που υπήρξε για λίγο και στους δυο μας. Κουβέντα την κουβέντα, το βρήκαμε. Έχω πλέον κάνει πάρα πολλές συνεντεύξεις και πλέον σπάνια τις αποζητώ. Μεγάλωσα και ο ίδιος, «μεγάλωσα» και στο επάγγελμα αυτό, ώστε να ξέρω πια ότι οι καλλιτέχνες που θαυμάζεις μπορεί και να σε απογοητεύσουν στο διά ζώσης: βρίσκεις μπροστά σου έναν άνθρωπο, ενώ εσύ πας να γνωρίσεις το Τέρας.
Όμως εκείνη τη συνέντευξη με την Αρλέτα, τη θυμάμαι. Όπως θυμάμαι και την ίδια, ως έναν από τους καλλιτέχνες που θαύμαζα και δεν με απογοήτευσε σε τίποτα. Πίσω από εκείνο το κουρασμένο σκαρί υπήρχε ένα μυαλό κοφτερό, μια ύπαρξη με φαρμακερό χιούμορ (το ΠΑ.ΣΟ.Κ. του 1980, μου είπε, ήταν «δήθεν καλύτερο», ενώ το ΠΑ.ΣΟ.Κ. των '00s «γνήσια χειρότερο»), μια ματιά πάνω στον κόσμο με φοβερά καθαρή αντίληψη, του είδους που δεν έχουν συνήθως οι καλλιτέχνες, χαμένοι ως είναι στις αναζητήσεις τους και στα ηλιοκεντρικά τους σύμπαντα.
Εν έτει 2008, η Αρλέτα είχε όλες τις μεγάλες της δόξες πίσω. Κι όμως, παρέμενε «τόπος» εκπλήξεων. Εκείνη τη χρονιά εκδόθηκε το Demo, τα αγγλόφωνα δηλαδή τραγούδια που είχε φτιάξει το 1975 με τον Ανέστο Τριανταφύλλου και τη Sasha Brewis για μια διεθνή εταιρία που ενδιαφερόταν τότε να την υπογράψει.
Δεν συνέβη ποτέ.
Ο Αλέκος Πατσιφάς της Lyra σταμάτησε την όλη προσπάθεια, όντας εναντίον του να φεύγουν οι Έλληνες καλλιτέχνες στο εξωτερικό. Τα τραγούδια εκείνα ντύθηκαν τελικά με άλλα λόγια και τα γνωρίσαμε στον δίσκο Ταξιδεύοντας (1976). Διέθεταν όμως κάτι άλλο τραγουδισμένα στα αγγλικά· μια διαφορετική ροή, πιο «φυσική». Εν έτει 2008, επίσης, είχαν και κάτι το εξαιρετικά επίκαιρο, βγαλμένα στην εποχή της Μόνικα, η οποία την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε το ντεμπούτο της Avatar, συνοψίζοντας και εκπροσωπώντας όλη την αγγλόφωνη δημιουργικότητα μιας νέας γενιάς εγχώριων καλλιτεχνών. Θα χάναμε βέβαια γοργά το ενδιαφέρον μας για τις δυνατότητές τους (τις πταίει, μεγάλη συζήτηση), όμως το 2008 τα πράγματα έδειχναν αλλιώς.
{youtube}3SQ0-F-qqX0{/youtube}
Μου έκανε μεγάλη εντύπωση ότι η Αρλέτα δεν καταφέρθηκε εναντίον του Πατσιφά. «Ακόμα τον σκέφτομαι με αγάπη και σεβασμό», μου είπε, «έφτιαξε μια ελληνική εταιρεία μόνος του, όταν άλλοι τότε συνεργάζονταν με τις δισκογραφικές του εξωτερικού και σε χρόνο-ρεκόρ έφτιαξε κι ένα σημαντικό ρεπερτόριο». Και που δεν ήταν εναντίον της αγγλόφωνης έκφρασης. Το καταλάβαινε, με έναν τρόπο ας πούμε που εξακολουθεί να διαφεύγει από τον Διονύση Σαββόπουλο, κρίνοντας από τις πολύ πρόσφατες δηλώσεις του. Είχε όμως τις ενστάσεις της: «Ζούμε σε μια χώρα η οποία, μαζί με την Ιταλία και τη Γαλλία, έχει δικιά της μουσική. Και πλέον το πυροβολούμε αυτό από παντού, επειδή κουτσομάθαμε τρία αγγλικά. Το θέμα δεν είναι αν τα νέα παιδιά τραγουδάνε στα αγγλικά, αλλά αν μπορούν να τραγουδήσουν στα ελληνικά». Δεν σας κρύβω ότι τα θυμήθηκα τα λόγια της αυτά όταν η Μόνικα έβγαλε τη "Στάλα" το 2017.
Βέβαια, και ο Πατσιφάς με όρους εξωτερικού προσπάθησε να χτίσει τη Νικολέτα Τσάπρα ως Αρλέτα, όταν την πήγε ο Γιώργος Παπαστεφάνου στην εταιρία του. Το πρόβλημά του βρισκόταν στον εκπατρισμό, δεν είχε όμως τα αυτιά του κλειστά. Την Joan Baez είχε δηλαδή κατά νου και ένας δίσκος σαν το Αρλέτα 2 (1967) βρίσκεται πράγματι πολύ κοντά στο Joan Baez 2 (1961) με όρους στησίματος/πλασαρίσματος. Η εγχώρια όμως φάση κύλησε τελικά αλλιώς και έτσι η Αρλέτα βρέθηκε στις μπουάτ της Πλάκας ως «Νέο Κύμα», μετά την είπαν και «τραγουδοποιό» όταν η Μεταπολίτευση υποκλίθηκε στον Σαββόπουλο, αργότερα ταμπελοποιήθηκε στο «έντεχνο», για να μπορεί να την καλεί και η Μπήλιω Τσουκαλά στις εκπομπές της.
{youtube}H-m42WC0NMk{/youtube}
Τίποτα από όλα τούτα δεν ταίριαζε βέβαια στην Αρλέτα και κανένα δεν την περιγράφει –ούτε καν το τραγουδοποιός. Η δημιουργία της ήταν βαθιά προσωπική, όπως ήταν και οι ερμηνείες της. Οι 19 δίσκοι που μας άφησε (στούντιο και live) αποδεικνύουν ότι σε καμία ταμπέλα δεν χωράει ακριβώς. Πάντα περισσεύει κάτι κι αυτό το κάτι είναι Αρλέτα με τα όλα του. «Απλώς δεν μπορούν να με κατατάξουν πουθενά. Είναι το πρόβλημα που είχα σε όλη μου την πορεία», μου είπε.
Μου είπε επίσης ότι δεν πιστεύει πως έκανε καριέρα. Καριέρα, για εκείνη, σήμαινε να τικάρεις ήδη φτιαγμένα από άλλους (είτε την κοινωνία, είτε τη βιομηχανία) κουτάκια και να κάνεις δημόσιες σχέσεις. Και η ίδια αδιαφορούσε και για τα κουτάκια και για τις δημόσιες σχέσεις. Ο Γιώργης Χριστοδούλου –ένας από τους λίγους που πραγματικά την ήξεραν καλά– την έχει χαρακτηρίσει ως «τον πιο αναρχικό άνθρωπο που έχει γνωρίσει» σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε φέτος τον Σεπτέμβρη στην Athens Voice, ενόψει του μεγάλου αφιερώματος «Ακόμα Κι Αν Φύγεις», το οποίο θα λάβει χώρα στο Ηρώδειο την Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου, με πλειάδα Ελλήνων ερμηνευτών, συν τον γνωστό μας από τους Archive, Craig Walker, και τη γνώριμη από τους Nouvelle Vague, Phoebe Killdeer (θα αναλάβουν επιλογές από το Demo που λέγαμε).
{youtube}GmN0btvrUIY{/youtube}
Αξίζει στα τραγούδια της Αρλέτας να μην τα ξεχάσουμε. Από μια τέτοια άποψη είμαι και θα είμαι υπέρ τέτοιων αφιερωμάτων –αρκεί οι συμμετέχοντες να ιδρώσουν ώστε να ξεχάσουν τα δικά τους «κουτάκια», προκειμένου να προσεγγίσουν το σύμπαν που τα γέννησε. Αποτελούν έναν μικρό εθνικό θησαυρό, μια τραγουδοποιία με ελληνική ταυτότητα μα συντονισμένη με τη διεθνή παρουσία διάφορων ηλεκτρικών τροβαδούρων, από το 1960 ως τις μέρες μας. Μια τραγουδοποιία, επίσης, πολύ ανώτερη από το σύνηθες μενού ευαίσθητων κιθαρωδών το οποίο προτείνει ο αγγλοσαξονικός indie Τύπος των ημερών μας, αποχαυνώνοντας μια ολόκληρη γενιά ως προς το τι θεωρείται rock και ως προς το τι σημαίνει ουσιώδης συναισθηματική κατάθεση.
Ορισμένα κομμάτια της είναι τυχερά, καθώς ο κόσμος έχει αγαπήσει πολύ "Τα Ήσυχα Βράδια" (τους εκπληκτικούς στίχους της Μαριανίνας Κριεζή τραγούδησαν άλλωστε και όσοι πήγαν στην κηδεία της Αρλέτας, πέρυσι τον Αύγουστο), τη "Σερενάτα", το "Μια Φορά Θυμάμαι", το "Batida De Coco", το "Μπαρ Το Ναυάγιο", ίσως εσχάτως και το "Τσάι Γιασεμιού". Παρά ταύτα, αρκετά μένουν ανεξερεύνητα, όπως συμβαίνει και με δίσκους που δεν τους πιάνει εύκολα το ραντάρ, σαν το Εκτός Έδρας με τη Σοφία Βόσσου (1989), το Έμπορος Ονείρων (1995), το Στο Ρυθμό Του Αγέρα (1968) ή το Έξι Μέρες (1970). Εδώ θα είμαστε, πρώτα ο Θεός, να τα ξαναπούμε.
{youtube}EnHfqDA3FV4{/youtube}