Το Avopolis βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη για το φετινό, τέταρτο κατά σειρά, Φεστιβάλ Τραγουδιού και ο Βύρων Κριτζάς μας μεταφέρει μια προσωπική μεν άποψη, με ευρύτερου όμως ενδιαφέροντος παρατηρήσεις, για όλους όσους εμπλέκονται στην υπόθεση του ελληνικού τραγουδιού σήμερα…
Υπάρχουν ορισμένοι άνθρωποι οι οποίοι διακατέχονται από μία ιδιαίτερη ευαισθησία πάνω σε θέματα που αφορούν την πορεία του ελληνικού τραγουδιού. Ευτυχώς ή δυστυχώς, ένας από αυτούς είμαι κι εγώ. Τις προηγούμενες ημέρες είχα την τύχη να δω από κοντά το τέταρτο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης με την ιδιότητα του δημοσιογράφου. Μολονότι αποφεύγω συστηματικά τη γραφή σε πρώτο πρόσωπο, θεώρησα σκόπιμο να εκφράσω την προσωπική μου άποψη για το όλο θέμα.
Θα είναι άδικος όποιος δεν αναγνωρίσει το Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης σαν έναν καλοπροαίρετο και αξιοπρεπή θεσμό. Συνομιλώντας με ανθρώπους όπως η Λίνα Νικολακοπούλου (μέλος της προκριματικής επιτροπής), κατάλαβα ότι πίσω από τα οικονομικά συμφέροντα, τα νούμερα της AGB και την αισθητική Eurovision που κατασπαράζει κάθε μουσικό τηλεοπτικό γεγονός μεγάλης εμβέλειας, κρύβεται μια αυθεντική και ειλικρινής αγάπη στους νέους δημιουργούς.
Τα πράγματα στραβώνουν όταν έρθει κανείς σε επαφή με το επίπεδο των τραγουδιών. Προσωπικά, για μία ακόμα χρονιά είχα όλη την καλή διάθεση να ρίξω τον πήχη των προσδοκιών μου και να απαλλαχθώ από τις συνήθεις προκαταλήψεις. Αλλά, όσο προετοιμασμένος κι αν είσαι, η αλήθεια έρχεται και χτυπάει την πόρτα σου, τόσο εκκωφαντικά ώστε δεν μπορείς να την αγνοήσεις. Πέρα από το συμπαθές “Φανταστικό Ταγκό”, το νικητήριο τραγούδι του Αλέξανδρου Γούδα που κέρδισε τις εντυπώσεις από την αρχή, οι υπόλοιπες συμμετοχές ήταν από μέτριες έως απαράδεκτες, ιδίως σε επίπεδο σύνθεσης και στίχου.
Και εδώ μπαίνουν μια σειρά από ερωτήματα: Γιατί δεν ακούμε στο φεστιβάλ αυτό καλύτερα τραγούδια; Δεν το εμπιστεύονται οι νέοι καλλιτέχνες ή δεν γίνονται πια ικανοποιητικές προσπάθειες; Στο μεσημεριανό γεύμα που προηγήθηκε της βραδιάς του τελικού, ο παρουσιαστής των δύο συναυλιών Γιάννης Ζουγανέλης μου εξέφρασε την άποψη ότι το επίπεδο των τραγουδιών τα οποία στέλνονται είναι μια αντανάκλαση της σημερινής κοινωνίας. Ωστόσο, το τρανό πρόσφατο παράδειγμα της Μόνικα, αποδεικνύει ότι, δόξα τω θεώ, υπάρχουν ακόμα στη χώρα μας νέοι καλλιτέχνες με όραμα και λόγο ύπαρξης, τουλάχιστον από τη μεριά της αγγλόφωνης σκηνής. Το βασικό ερώτημα λοιπόν μετατρέπεται και θα πρέπει να τεθεί ως εξής: Γιατί οι νέοι Έλληνες δημιουργοί δεν επιλέγουν το Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης για να επικοινωνήσουν το μήνυμά τους στο ευρύ κοινό;
Παρατηρώντας τις δύο βραδιές εκ των έσω, αντιλήφθηκα ότι το φεστιβάλ αυτό αποτελεί ένα καθαρά τηλεοπτικό γεγονός. Δεν ένιωσα ούτε μία στιγμή ότι οι διαγωνιζόμενοι, ή οι καλλιτέχνες που έκλεισαν τις βραδιές τραγουδούσαν για μένα ή για τους γύρω μου. Αυτό μαρτυρούσαν και οι αντιδράσεις των υπολοίπων. Το κοινό αποτελούνταν κυρίως από συγγενείς και φίλους των συμμετεχόντων, επίσημους φορείς, πολιτικούς και τηλεοπτικές περσόνες οι οποίες δεν είναι ιδιαίτερα γνωστοί για τις μουσικές τους ανησυχίες. Το μουσικό μέρος των τραγουδιών βασιζόταν σε playback, και η σκηνική παρουσία των φιλόδοξων καλλιτεχνών ήταν απόλυτα προκαθορισμένη, ό,τι πρέπει για την πραγματοποίηση ενός καλοφτιαγμένου τηλεοπτικού σόου.
Σε φιλική συζήτηση με τους δημοσιογράφους, ο Χρήστος Παναγόπουλος, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΡΤ Α.Ε. ανέφερε ότι η Ευσταθία (ή Ευανθία, όπως την αποκάλεσε) και ο Στάθης Δρογώσης έκαναν καριέρα μετά την εμφάνισή τους στο φεστιβάλ. Ωστόσο, είναι γνωστό ότι και οι δύο καλλιτέχνες είχαν ήδη υπογράψει εκ των προτέρων συμβόλαια με δισκογραφικές εταιρίες. Ίσως ένα μέρος από τα 750 χιλιάδες ευρώ που στοίχησε η συνολική παραγωγή του φεστιβάλ, θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί για την περεταίρω προώθηση των νικητών του. Θα μου πείτε, αξίζουν αυτά τα παιδιά να προβληθούν κι άλλο; Πιθανόν όχι, αλλά ίσως αυτό αποτελέσει ένα επιπρόσθετο δέλεαρ για τους μελλοντικούς συμμετέχοντες.
Εν κατακλείδι, οι άνθρωποι του φεστιβάλ θα πρέπει να αφαιρέσουν λίγη από την αίγλη μιας καλογυαλισμένης τηλεοπτικής παραγωγής, κινούμενοι σε πράξεις που θα κερδίσουν την εμπιστοσύνη ενός ήδη υπάρχοντος εγχώριου καλλιτεχνικού δυναμικού. Ας ευχηθούμε όλοι στο θεσμό αυτό ευημερία και μακροημέρευση, με την ελπίδα ότι οι επόμενες χρονιές θα φέρουν πιο ενδιαφέροντα πρόσωπα.